Αντώνης Σουρούνης: ο συγγραφέας ίσως και να ‘ναι ο παραγιός του Θεού

Αντώνης Σουρούνης: ο συγγραφέας ίσως και να ‘ναι ο παραγιός του Θεού

Τότε γνωρίζεις τί γίνεται, όταν είσαι μόνος!

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

Συναντηθήκαμε στο Desire ένα πρωί Κυριακής. Τηλεφωνιόμαστε, έτσι ή αλλιώς, κάθε μέρα. Με αφορά η ζωή του, όσο και η γραφή του. Πολύ και βασανιστικά. Θέλω – όπου κι αν είναι- να είναι πάντα καλά. Με τον Αντώνη έχεις την αίσθηση ότι ζεις διαρκώς σε μυθιστόρημα. Στο μυθιστόρημα της ζωής του που το ξοδεύει για σένα καθημερινά δίχως φειδώ. Όλα τα βλέπεις στη ζωή του κάθε μέρα: Και τους «Συμπαίχτες» και τα «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» και «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» και τον «Γκας τον γκάνγκστερ» και τον «Χορό των Ρόδων» και το «Μπαστούνι» και το «Πάσχα στο χωριό»… Μαζί του έχεις την αίσθηση ότι «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι». Σε μια Κυριακάτικη Ιστορία κι εσύ («Κυριακάτικες ιστορίες»). Το «Μονοπάτι στη θάλασσα» μαζί του το πέρασα, ανησυχώντας πολύ. Γνώριζα ότι θα ήταν το βιβλίο της ζωής του. Εκεί που συναντιούνται όλοι οι δρόμοι της ζωής και της γραφής για να γίνει το μονοπάτι που θα τον πάει παντού, ως την άκρη του κόσμου.

Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι η δεύτερη επάνω σ’ αυτό. Επειδή στο μεταξύ το ίδιο βιβλίο- στον χρόνο που μεσολάβησε- έχει γίνει πια ένα άλλο βιβλίο. Αλλά κι αυτός, ένας άλλος Σουρούνης.

– Τι γίνονται οι ήρωες όταν τελειώσει το βιβλίο, Αντώνη;
– Ό,τι κι εγώ! Ξαναγυρνάμε εκεί απ’ όπου ξεκινάμε.

– Εσύ, χάθηκες…
– Έτσι φαίνεται. Μπορεί γι’ αυτούς που ήταν κοντά μου… Όντως εξαφανίστηκα αλλά για μένα όχι. Εγώ είχα γίνει άλλος τόσος κι άλλος τόσος. Όπου να καθόμουνα ήθελα τρεις καρέκλες δηλαδή. Και δεν μιλώ για πάχος, μιλώ για το μέσα μου. Για τους άλλους εξαφανίστηκα. Δεν με χρειάζονταν πια. Είχαν το βιβλίο στα χέρια.

– Αν και γράφοντάς το ήσουν χαμένος. Ακολουθώντας «Το μονοπάτι στη θάλασσα» μέσα από ένα διαμέρισμα, όπως το αποκαλείς «τάφο του Ινδού»…
– Ήμουν χαμένος απ’ το παρόν. Δηλαδή δεν ζούσα το παρόν. Γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι που ήταν κοντά μου και θέλαν να ζήσουν το παρόν, αναγκάστηκαν να φύγουνε. Τους έδιωξα, εγώ, χωρίς να το θέλω. Εγώ ήμουν στο παρελθόν. Φορούσα κοντά παντελόνια ακόμα.

– Συνηθίζεις να λες «όλα τα μεγάλα τα συναντάμε μόνοι». Εσύ τι έχεις συναντήσει ακριβώς στη μοναξιά;
– Κι ένα λουλούδι που θα δω στο δρόμο όταν είμαι μόνος, αν είμαι μ’ άλλον, μπορεί να μην το δω. Και προ πάντων αν είναι γυναίκα ο άλλος. Εκτός κι αν το κόψω και της το χαρίσω, έτσι; Κοιτάω τη γυναίκα! Αυτή είναι το λουλούδι εκείνη τη στιγμή. Αλλά όταν είσαι μόνος, δεν σου ξεφεύγει τίποτα, βλέπεις τα πάντα.

– Φτάνει ν’ αντέχεις στη μοναξιά. Είναι άνθρωποι που δεν μπορούν ούτε στιγμή μόνοι. Εσύ δεν έχεις πρόβλημα με τη μοναξιά;
– Όχι, έχω πρόβλημα με το αντίθετο εγώ… Με τον συνωστισμό, με τον πολύ κόσμο… Μέσα στη μοναξιά λειτουργώ καλύτερα και απέναντι στον εαυτό μου. Ο κάθε άνθρωπος θα ‘πρεπε να το κάνει αυτό. Τότε γνωρίζεις τι γίνεται, το τι μπορείς, όταν είσαι μόνος.
Προχθές άκουσα κάτι καλό, ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε περιστασιακά σε ένα φάρο και τον ρωτούσε ο Θεοδωράκης «γιατί είστε εδώ» και είπε κάτι πολύ σπουδαίο αυτός. Ότι «μ’ αρέσει να ζω μεσ’ στη φύση και τη φύση τη νοιώθεις καλύτερα όταν είσαι μόνος». Είναι ακριβώς όπως η γυναίκα, η φύση. Όταν είσαι με μια γυναίκα που σου αρέσει και την αγαπάς, μόνος σου θέλεις να είσαι.

– Για το βιβλίο είναι απαραίτητη η μοναξιά;
– Για μένα, ναι. Απαραίτητη.

– Μπορούμε να πούμε τι έγινες όταν τέλειωσες το βιβλίο;
– Σε μια ακρογιαλιά ήμουνα. Μόνον αυτός που με πήγε, ήξερε πού, τον οποίο τον σκότωσα, τον έθαψα εκεί πέρα. Κι έτσι ούτε κι αυτός μπορούσε να μιλήσει… (Γελά) Τα ‘χω δει στο σινεμά αυτά!

– «Το μονοπάτι στη θάλασσα» είναι ένα βιβλίο που όλο γράφεται, ακόμα γράφεται;
– Από μένα όχι πια. Αλλά πιστεύω από αναγνώστες πολλούς. Σίγουρα θα γράφεται μέσα τους. Εγώ έχω ξεμπερδέψει μ’ αυτό. Ακόμα και εκφράσεις που μου ‘ρχονται καμιά φορά, καθυστερημένες, που είχαν μείνει πολύ πίσω γιατί ήταν ίσως οι καλύτερες οι πιο ψιλομύτες, πώς να στο πω, και μένανε πίσω αρχοντικά, πηγαίνοντας με το πάσο τους, ακόμα κι αυτές, δεν τις σημειώνω πουθενά, δεν θέλω. Τέλειωσε το βιβλίο.

– Σίγουρα είναι ένα βιβλίο «μεγάλο κι αφράτο σαν φρέσκο ψωμί», που επιφύλαξε σε σένα συγκίνηση κόσμου, βραβείο… Άλλες εκπλήξεις, δώρα έτσι πιο… μοναχικά, πιο προσωπικά;
– Τώρα που ερχόμουνα εδώ και καθυστέρησα και σου ζήτησα συγγνώμη, πήρε μια φίλη τηλέφωνο απ’ τη Θεσσαλονίκη, γιατρός, πνευμονολόγος. Και μου ζήτησε μια μεγάλη χάρη, έτσι μου την ανέφερε ως μεγάλη χάρη. Μου λέει κοίταξε έχω έναν ασθενή σε πολύ άσχημη κατάσταση, δεν ξέρω αν θα ζήσει πολύ ή αν θα πεθάνει, και σκέφτηκα να του κάνω το βιβλίο σου δώρο. Λοιπόν το πήρα, το ‘δωσα στη γυναίκα του και του το διάβασε και ξεθάρρεψε ο άνθρωπος. Γελούσε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και από τότε η γυναίκα του δεν του δίνει πια φάρμακα, του διαβάζει το βιβλίο.
Και δεν είναι η πρώτη φορά που συνέβη. Με πήρε ένας φίλος μου απ’ το γυμνάσιο, η γυναίκα του είχε πάθει καρκίνο και εννιά μήνες μου λέει προσπαθούσε όλη η οικογένεια να την κάνει να χαμογελάσει. Ώσπου έπεσαν στα χέρια της οι «Κυριακάτικες ιστορίες», κι άρχισε να γελάει, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Αυτό είναι το πράγμα που εισπράττεις και λες είναι χρυσάφι δεν είναι ευρώ…

– Όλα σου τα βιβλία έχουνε κάτι αναστάσιμο μέσα τους…
– Γιατί θέλω κι εγώ να ανασταίνομαι. Σου είπα πως έκοψα το τσιγάρο, ε; Την δεύτερη μέρα του Πάσχα που ξύπνησα ξημερώματα και λέω εντάξει ο Χριστός αναστήθηκε, εγώ τι σκατά κάνω, δεν θα αναστηθώ κι εγώ; Γιατί ήμουνα μέσ’ σε τάφο όταν έφυγα από δω και πήγα στη θάλασσα, μέσ’ την κάσα πήγα, ήμουν πεθαμένος. Από κάθε άποψη, σωματικά, πνευματικά, ψυχικά… ήμουνα λιώμα! Γι’ αυτό τα μάζεψα, δεν μπορούσα να μιλήσω και με άνθρωπο εδώ, μάλωνα με όλο τον κόσμο.
Ε κι όταν ξύπνησα εκεί το πρωί και είπα ότι πρέπει κι εγώ να αναστηθώ, το πρώτο που είπα στον εαυτό μου ήταν σήμερα δεν θα πιω τίποτα. Και μου απάντησε ο εαυτός μου «σιγά ρε μεγάλε, όλα δύσκολα διαλέγεις εσύ». Οπότε είπα να κάνω και κάτι άλλο και να μην καπνίσω όλη μέρα. Περνάει η μέρα τίποτα, ούτε τσιγάρο. Έρχεται η άλλη μέρα, τίποτα. Κι έφυγε έτσι. Σαν ένα ρούχο που πολυφορέθηκε, έλειωσε πάνω μου όπως και οι αμαρτίες οι άλλες. Όλα τα κρίματα έτσι πέφτουνε. Δεν φεύγουν με ταρατατζούμ. Τη στιγμή που τα βαριέσαι και λες «μα γιατί τα ‘χω επάνω μου, γιατί τα ‘χω πάνω στο κεφάλι μου», χάνονται!

– Στο μεταξύ επανακυκλοφορεί «Το Πάσχα στο χωριό», γιατί έχω την αίσθηση ότι αυτά τα δυο «καινούργια» να πω βιβλία, διαθέτουν κάτι το απολύτως συγγενικό; Είναι ας το πω και τα δυο «αναστάσιμα βιβλία»;
– Στο τέλος όλα μου τα βιβλία έχουν ανάσταση. Τώρα που μου το λες και το σκέφτομαι «Ο χορός των ρόδων» δεν έχει ανάσταση; Μεγάλη!

– Είναι κι αυτό το μοτίβο που επαναλαμβάνεται, «ένα αγόρι που γελάει και κλαίει»…
– Ήτανε πολύ σωστό αυτό που έγραψες τότε, αλλά για να υπάρξει ανάσταση θα πρέπει να υπάρξει σταύρωση. Αλλιώς δεν γίνεται. Πώς να γίνει!

– Και με «Συμπαίχτες» πάντα. Οι άλλοι κι εμείς. Πόσο παρόντες ακόμα και μέσα στη μοναξιά μας είναι οι άλλοι; Φεύγοντας από τους άλλους, τους χάνουμε ή τους βρίσκουμε, τελικά;
– Μπορεί να τους χάνουμε σωματικά, αλλά τους βρίσκουμε σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Κι εγώ τους βρήκα εκεί που πήγα στη μοναξιά, και μάλιστα πιο ωραίους. Ακόμα κι άνθρωποι που μπορεί να σ’ έχουν πικράνει, να σ’ έχουν προσβάλει, όταν είσαι στη μοναξιά, εκτός του ότι όλα τα συγχωρείς, τους ομορφαίνεις κιόλας. Αλλιώς δεν μπορείς να ζήσεις στη μοναξιά σου κι εσύ. Κι αυτή η σκέψη σου μεταδίδεται και γίνονται ωραίοι κι οι άλλοι.

– Τι ξορκίζουμε με το χιούμορ, Αντώνη;
– Όλα. Και τα καλά και τα κακά. Το χιούμορ είναι το μεγάλο όπλο. Ούτε μαχαίρια, ούτε πιστόλια, ούτε πολυβόλα. Το χιούμορ μπορεί να ρίξει στρατηγούς και κυβερνήσεις. Πιστεύω ότι με το χιούμορ ξορκίζεις τα πάντα.

– Με το γράψιμο;
– Το γράψιμο εξυπακούεται ότι θα ‘χει κι αυτό χιούμορ, έτσι; Γιατί αν δεν έχει χιούμορ άστο, μη το γράψεις καλύτερα! Εγώ δεν μπορώ να διαβάσω μια σελίδα που να μην ανακαλύψω μια δόση χιούμορ μέσα της. Να το ανακαλύψω εγώ όχι να μου το βάλει μέσα ο συγγραφέας. Έτσι; Και να πω «μπράβο ρε Αντώνη μάγκα, το βρήκες!» Όσο να το κρύψει ο συγγραφέας. Όσο πιο καλός συγγραφέας, τόσο πιο βαθιά το χώνει! Κι εσύ να νοιώθεις μετά αυτή την εξιλέωση «το ανακάλυψα, το βρήκα!» Χαίρεται ο συγγραφέας όταν το γράφει και χαίρεται και ο αναγνώστης όταν το διαβάζει.

– Εσύ τι ξόρκισες μ’ αυτό το βιβλίο;
– Όταν άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο, είχαν περάσει τρία χρόνια απ’ τον «Γκας». Και μ’ αυτό ξόρκισα τον φόβο μου για την ανημποριά μου. Πίστευα ότι δεν θα γράψω ποτέ πια. Τρία χρόνια γύριζα από δω κι από κει, είχα άρχισα να ανησυχώ, σκεφτόμουν ότι μπορεί και να ‘χω καθαρίσει. Όταν μου ‘ρθε πια και κάθισα κι έγραφα συνέχεια… Γιατί αυτό μαζευότανε μέσα μου, μαζευότανε, μαζευότανε, 670 σελίδες, πού να χωρέσει… Και γι’ αυτό είναι τόσο πυκνό κι έκανα τρία χρόνια να το ξεδιαλύνω, τρία χρόνια αυτό μαζευότανε. Και τρία χρόνια έκανε για να βγει μετά. Και μέσα από το γράψιμο και την ανημποριά που είπαμε, ξορκίστηκαν κι όλα μου.

– «Όταν ήμουν μικρός νόμιζα πως η Μουσών δεν τελειώνει πουθενά, ότι είναι σαν τον ήλιο που γυρίζει τη γη, το βράδυ χάνεται και το πρωί ξαναγυρνάει». Τελειώνοντας το βιβλίο, Αντώνη, για σένα τέλειωσε η Μουσών;
– Όχι βέβαια, για μένα τώρα αρχίζει.

– «Τίποτα απ’ όσα αγαπούσαμε δεν πιστεύαμε ότι τελειώνουν κάπου, ούτε ότι θα πεθάνουν». Μέσα από τα βιβλία μας ξαναζούν, γίνονται αθάνατοι οι αγαπημένοι;
– Για να τα γράψω όλα αυτά, σημαίνει ότι ήταν μέσα μου αθάνατοι. Αλίμονο αν περίμεναν το βιβλίο για να ζήσουν οι άνθρωποι, μέσα μου ήτανε! Τους βλέπω συνέχεια μπροστά μου. Τους έχω κι ανάγκη τώρα, πιο πολύ.

– Στο μεταξύ, όλα είναι δρόμος; Κάπου πήγες, θα ‘ρθεις, θα ξαναφύγεις… Ταξιδεύοντας ή γράφοντας «αγκαλιάζεις τη γη»;
– Ταξιδεύοντας την αγκαλιάζεις τη γη. Γράφοντας, εγώ την βλέπω σαν μπάλα τη γη, σαν το τόπι, δηλαδή, παίζεις!

– «Αποχαιρετιστήκαμε και τον έβλεπα που απομακρυνόταν. Κάποτε γύρισε να με δει και σήκωσε ψηλά το χέρι μαζί με το ψωμί που κρατούσε, σα να ‘ταν το τρόπαιο που του δόθηκε επειδή εγκατέλειψε γυναίκα και φίλους κυριακάτικα, για να ‘ρθει δω πάνω μες στη βροχή και να ανακαλύψει αυτό που εμείς δεν πιστεύαμε πως υπάρχει και ήταν κάτω απ’ τα πόδια μας». Θέλει διαδικασία και διαδρομή για να μας αποκαλυφθεί «αυτό που είναι κάτω απ’ τα πόδια μας»; Και εν τέλει τι εγκατέλειψες εσύ για να συναντήσεις «Το μονοπάτι στη θάλασσα»;
– Δεν θέλει διαδικασίες και διαδρομές, αλλά κανείς δεν ψάχνει κάτω απ’ τα πόδια του. Ψάχνει πέρα μακριά. Αυτό τους ενδιαφέρει, από την ώρα που γεννιούνται, πέρα μακριά! Κι εγώ κοιτούσα πέρα μακριά, ποτέ δεν έψαξα τα δάχτυλά μου να δω τι γίνεται.
Και εγκατέλειψα όλους τους άλλους δρόμους! Όλους! Όλους τους δρόμους που με βγάζανε σε φίλους, σε συγγενείς, σε αγαπημένα πρόσωπα, σε χαρές, σε γλέντια, στα πάντα. Όλους τους δρόμους τους εγκατέλειψα για να προχωρήσω σ’ αυτό το μονοπάτι και μπορεί γι’ αυτό να ανακάλυψα και το τέλος του δρόμου. Αλλιώς δεν θα το είχα ανακαλύψει και πάλι.

– Αναμφίβολα με ό,τι έχουμε γράφουμε, τα κείμενα είναι αυτό που είμαστε. Γράφοντας τί κερδίζουμε και εν τέλει τί είναι εκείνο που μένει;
– Τι κέρδισε ο Θεός όταν έκανε τον κόσμο; Όταν γράφεις, κτίζεις έναν ολόκληρο κόσμο. Κι εξαρτάται από τι κόσμο θα χτίσεις. Πώς θα ‘ναι τα ποτάμια, τα δέντρα, οι άνθρωποι… Η διαφορά είναι το ότι ο Θεός μας έπλασε να πράττουμε κατά το μυαλό μας, ενώ ο συγγραφέας όποτε γουστάρει τους σκοτώνει κιόλας άμα θέλει.

– Αποκλείεται ένας ήρωας να διεκδικήσει τη συνέχειά του, τη ζωή του;
– Όταν έγραφα αυτό το βιβλίο, είναι γνωστό το γεγονός, μου τηλεφώνησαν από ένα περιοδικό να γράψω πέντε σελίδες για την παιδική μου ηλικία. Είπα όχι, μετά κάτι συνέβη μέσα μου είπα ναι, και μετά έγραψα άλλες πέντε κι άλλες πέντε και δεν σταμάτησα πια. Αλλά τους ανθρώπους τους άφησα πραγματικά να μιλάνε. Όπως ο θεός που τους δημιούργησε και τους αμόλησε να κάνουν ό,τι θέλουν, είναι δικό τους θέμα πια, έτσι έκανα κι εγώ, δηλαδή τους αμόλησα να κάνουν ό,τι θέλουν. Και υπάρχουν μέσα άνθρωποι που ήταν ανάποδοι στη ζωή και γίνονται ήσυχοι εκεί μέσα στο βιβλίο. Σκέψου τώρα! Προφανώς αναγνώρισαν ότι εν ζωή κάνανε μεγάλο λάθος, ότι έτσι έπρεπε να είχαν ζήσει οι ηλίθιοι. Και ζήσαν έτσι μέσα στο βιβλίο! Τους έδωσα αυτή την ευκαιρία. Μια δεύτερη ζωή δηλαδή, και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό.

– Τελικά βρήκαμε απάντηση στο γιατί ο Θεός έκανε τον κόσμο και ο συγγραφέας το μυθιστόρημα;
– Κοίτα τώρα που τα ρωτάς με τέτοιο τρόπο με βάζεις στον πειρασμό να απαντήσω μήπως ο συγγραφέας είναι ένα μικρό δάχτυλο του Θεού και κάνει κι αυτός ό,τι προλαβαίνει. Διορθώνει κι αυτός ό,τι ξεχνάει ο Θεός. Παραγιός του Θεού μπορεί να ‘ναι! Τσιράκι!

* Δημοσιεύθηκε στο Index όταν είχε εκδοθεί «Το μονοπάτι στη θάλασσα».

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
Πηγή: fractalart.gr

 

Thessaloniki Arts and Culture

 

 

Διαβάστε επίσης

Close