Κάποτε με ρώτησαν, για την ποίηση…

Κάποτε με ρώτησαν, για την ποίηση…

Μια γυναίκα που χόρευε στη βροχή…

 

Τους έβγαλα τσάρκα μια μέρα βροχερή
και μια βραδιά ξάστερη, όταν το φεγγάρι έλειπε.

Την ημέρα, τους έδειξα μια γυναίκα που χόρευε στη βροχή.
Παραπάτησε.

Έπεσε.
Γέλασε.

Σηκώθηκε…
αλλά δεν τίναξε το φόρεμά της.

Το βράδυ, τους έδειξα μια γυναίκα που κοιμόταν.
Μισοσκεπασμένη, ημίγυμνη, γαλήνια…
φτυστή η Ομορφιά!

 

Μιαν άλλη μέρα, τους έδειξα ένα φλυτζάνι με ζεστό καφέ που κάπνιζε.
Το ακούμπησα απ΄την έξω μεριά του παραθύρου μου,

σ΄ένα λεπτό,μαρμάρινο περβάζι,
στο χείλος του,που δεξιά-αριστερά θύμιζε κήπο.

Το έσπρωχνα.
Το ξαναέσπρωχνα.
Δεν έπεφτε με τίποτα.

Το βράδυ, τους έδειξα ένα Όνειρο, που έτυχε λόγω του θάρρους του,
να χορεύει όλη μέρα ανέμελα πάνω στο ίδιο περβάζι,

να σκοντάψει πριν έρθουν μεσάνυχτα
και να πέσει.

“Κανονικά θα ΄γινε θρύψαλα”, τους είπα.
Δε βρέθηκε ούτε ένα διαμαντένιο κομματάκι του.
Ποτέ.

 

Τους περιέγραψα την εικόνα ενός ζευγαριού που κάθονταν δίπλα μου σ΄ένα καφέ.
Γελούσαν κι οι δύο.

Ο ένας της χάιδευε απαλά το μάγουλο ενώ κοίταζε το χαμόγελό της,
και η άλλη του κρατούσε το χέρι-
-αυτό με το οποίο την χάιδευε-κοιτώντας τον στα μάτια.

Τόση αθωότητα.
Τόση άγνοια κινδύνου.
Τόση άγνοια για το κάποτε, για τα πάντα.

Τόση επανάσταση ενάντια στο χρόνο και όχι μόνο.

Το ένα χέρι του ενός και το ένα του άλλου
που έμειναν να κρέμονται ανεκμετάλλευτα,

έμοιαζαν σαν άγκυρες πραγματικότητας.

Ήτανε το κάδρο δυο μοναξιών,
που βρήκαν ευκαιρία ν΄ακουμπήσουν η μία πάνω στην άλλη για να μην πέσουν.

-Θαρρώ πως δύο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν,
είναι δύο μοναξιές οι οποίες βρήκαν κάπου μαλακά για λίγο να ακουμπήσουν τη ζωή τους.-

Γι΄αυτό έμεινα στην εικόνα των ανεκμετάλλευτων χεριών τους:
-Διότι στη μοναξιά, εμπεριέχεται πολλή πραγματικότητα
και μονάχα ένας δεν τη βαστάει.

 

Ω ναι… αυτή ήταν Καθαρή, Ατόφια Ποίηση.

 

Κάποτε με ρώτησαν, πού βρίσκεται η ποίηση.
Γύρισα και κοίταξα αλλού.

Επέμειναν στο να κοιτάζουν εμένα, περιμένοντας μιαν απάντηση.

Στην αρχή η ποίηση, κάνει την παρουσία της αισθητή σε κάτι
που αγαπάμε, ή σε κάτι που ερωτευθήκαμε, ή σε κάτι που απλά μας ενθουσίασε.

-Τα παραπάνω, δε σημαίνει πως τα αντιλαμβανόμαστε κιόλας.

Έχουμε την τάση να καλύπτουμε τα παραπάνω ρήματα
υπό τη δήλωση της απλής αρέσκειας.

Ο φόβος των λέξεων που δηλώνουν τον πραγματικό μας εαυτό,
είναι ίσως μια ακόμη σύγχρονη μορφή βίας από ΄μάς προς τον εαυτό μας.-

Καταλαβαίνουμε όμως πως ήταν ποίηση,
μονάχα τη στιγμή της πρώτης αίσθησης-συνειδητοποίησης του χαμού του
και όχι κατά τη διάρκεια της απώλειάς του.

 

Με ρώτησαν και για τους ποιητές.
Οι ποιητές είναι οι μεταφραστές της σιωπής.

Στους ποιητές τρέχει να βρει τη μιλιά του ένας ερωτευμένος,
που χάνει τα λόγια και τα λογικά του κάθε φορά που αντικρίζει την αγαπημένη του.

Δε θα γυρίσει πίσω με λέξεις και τρόπο να εκφραστεί,
καθώς αν αυτός ήταν ο σκοπός των ποιητών,

τότε οι ίδιοι θα τον είχαν απαρνηθεί,
αφού στην ουσία κανένας εκ των άλαλων δε θα ΄ταν ο εαυτός του με ξένες λέξεις.

Θα γυρίσει όμως πίσω,έχοντας την επιβεβαίωση  του συναισθήματός του
και γνωρίζοντας πως οι λέξεις δεν ήρθαν για να εκφράσουν τον Έρωτα,
αλλά για να τον υπηρετήσουν.

Στους ποιητές τρέχει να βρει νόημα ζωής όποιος στερήθηκε το δικαίωμά του σ΄αυτήν.

 

Κάποτε με ρώτησαν,τί σημαίνει για ΄μένα η ποίηση.
Πιο αδιάκριτη ερώτηση, δε μου έχουν ξανακάνει ποτέ.

 

 

Γράφει ο Βαλάντης Γαούτσης
Πηγή: anapnoes.gr

 

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close