Μια θέση ''ανάμεσα''

Μια θέση ”ανάμεσα”

Mια αλληγορία για αυτιά που έπαψαν να ακούν

Σαν κτύπησα την πόρτα δεν ακούστηκε μήτε μινύρισμα μήτε θρόισμα μόνο ο ήχος της σιωπής.

Μιας σιωπής που δεν με άφησε ασυγκίνητη γιατί τα λόγια της σιωπής είναι πολλές φορές πιο ηχηρά από κάθε λόγο που αφήνεται να ηχεί στα αυτιά μας. Αυτή την αποκωδικοποιημένη σιωπή προσπάθησα να διυθήσω προσπαθώντας να πάρω την ευθύνη που μου αναλογεί. Ποια είναι η ευθύνη που μου αναλογεί; Ποια είναι η ευθύνη μου απέναντι στον εαυτό μου, απέναντι στη ζωή;

Η ευθύνη μου λογαριάζεται ανάμεσα σε αυτό που πιστεύει η ψυχή μου, τα ήθη, οι αξίες, τα πιστεύω μου, η συνείδηση μου η ίδια. Και με την ζωή; τι γίνεται με την ευθύνη μου απέναντι της;

Η ζωή μου ζητάει να χωρέσω ανάμεσα. Να προσαρμοστώ για να επιβιώσω. ´Αραγε χωράω ανάμεσα;

Χωράω ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν με βλέπουν… Σε ανθρώπους που δεν μπορούν να διακρίνουν τις ικανότητες των δυνατοτήτων μου. Μπορεί να χωρέσει άνθρωπος ανάμεσα στο πουθενά που ενυπάρχει στο αδιάφορο κοίταγμα τους.. Σε αυτή την θωριά του ναρκισσιστικού επιστημονοφανούς βλέμματος που σε κοιτάει δίχως να λογαριάζει πόσο πολύ πληγώνει τις λεπτές χορδές της ψυχής σου…

Κι ας έλεγε ο Καζαντζάκης: <Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει· μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης. Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;>

Ποιος μας ξεριζώνει από αυτή τη γη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος έχει τούτο το δικαίωμα; Δεν έχει τούτο το δικαίωμα αλλά τον αφήνουν να παίρνει αυτό το δικαίωμα καθότι η δύναμη του έχει θεριέψει μέσα από το υγρό σάλιο του και τον ξένο ιδρώτα.

Δεν μπορει να ακούσει καθαρά την ηχώ της συνείδησης ο γυμνοσάλιαγκας, δεν μπορεί πια να ψηλαφίσει την ανθρωπινότητα, δεν μπορεί μήτε να ακούσει, μήτε να καταλάβει. Όλα γίναν ένα θολό σκούρο τοπίο που φωτίζεται μονάχα εκεί που ελλοχεύει το συμφέρον, η ύλη, η εξουσία, το χρήμα!

Βρήκε απάντηση σε αυτό ο Ελύτης: <Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά>.

Κάποιοι μάχονται να εξουδετερώσουν την δύναμη που δόθηκε σε αυτούς τους λίγους. Αυτοί οι κάποιοι, αυτοί οι λίγοι έναντι στους αδιάφορους, έναντι σε αυτούς που βλέπουν μονάχα από την χαραμάδα τη ζωή νομίζοντας έτσι πως μπορούν να ζήσουν κλέβοντας λίγο από το φως της.

Αυτοί οι αδιάφοροι δέκτηκαν την μοίρα που τους έπεισαν ότι έχουν. Κοιτάνε από την χαραμάδα και κάποτε κραυγάζουν υπέρ των γυμνοσάλιαγκων και άλλοτε υπέρ των μαχητών. Όποτε τους βολεύει και όπου βολεύονται.

Προσπαθώ να χωρέσω ανάμεσα..Ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικούς από εμένα, ανάμεσα σε συνήθειες αλλιώτικες από τις δικές μου, ανάμεσα σε λόγια, ανάμεσα σε παραλογισμούς. Μια χαραμάδα θα είναι αρκετή. Καθότι: Ξέρετε τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις, όπως υποστήριζε ο Σεφέρης.

 

Γράφει η Δρ. Αριστονίκη Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close