Νίκος Θέμελης: «Είναι τεράστιο ζήτημα ποια μέσα επιλέγει κανείς για να διαχειριστεί την ήττα»

Νίκος Θέμελης: «Είναι τεράστιο ζήτημα ποια μέσα επιλέγει κανείς για να διαχειριστεί την ήττα»

Το πρώτο που κάναμε ήταν να ταΐσουμε τα περιστέρια.

Σε ένα στενό μπαλκονάκι στην Ακαδημίας που ίσα- ίσα τα χωρούσε. Νεράκι, μπισκότα… τα περαιτέρω τα ανάλαβαν οι γονείς. Να φροντίσουν τα νεογνά με τα δέοντα.

Αφορμή γι’ αυτή τη συνάντηση το καινούργιο βιβλίο του «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας». Κυκλοφόρησε από τον Κέδρο και είναι ήδη πρώτο στους καταλόγους των ευπωλήτων. Με μια τριλογία ήδη πίσω του «Αναζήτηση», «Ανατροπή», «Αναλαμπή», που χάρισε στον Νίκο Θέμελη και ένα πρώτο Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος να μετρά 350 χιλιάδες αντίτυπα, μόλις τα τελευταία έξι χρόνια.

Ο συγγραφέας κυριολεκτικά της «Ανατροπής» και της «Αναζήτησης» που επαναλαμβάνονται ως εμμονή και κεντρική επιδίωξη σε κάθε βιβλίο υπήρξε, εκείνος που χάρισε στο ελληνικό μυθιστόρημα την χαμένη του… ευρωπαϊκή αξιοπρέπεια, αποδίδοντάς του ταυτοχρόνως και την ταυτότητά του «καθαρόαιμα ελληνική».

«Πρώτη φορά η λογοτεχνία πραγματεύεται την υπόσταση του ελληνισμού από μυθιστορηματική σκοπιά». Έχει ήδη γραφτεί και το καινούργιο βιβλίο, αυτό ακριβώς κάνει.

Σε παρελθόντα χρόνο, όπως και τ’ άλλα του.

Ερέθισμα αυτή τη φορά «εκείνο το απόσπασμα από την Κοσμογραφία του Μίνστερ που διαβάσατε και μέσα στο βιβλίο», μας εξηγεί. «Το 1553, σε ένα λήμμα για το Μπρασόφ με οκτώ αράδες, οι τρεις είναι αφιερωμένες σε γραικούς εμπόρους! Δεν γίνεται να το διαβάσεις και να σε αφήσει αδιάφορο! Δεν γίνεται να το διαβάσεις και να προχωρήσεις σε επόμενο ανάγνωσμα».

Έτσι γεννήθηκε ο τόπος, Στεφανόπολη για τους Γραικούς αλλά και όλα τα Καρπάθια. Η πόλη «που οι Σάξονες ονόμαζαν Κρόνενστατ και οι Τρανσυλβανοί Μπρασόφ, όπως οι Μολδαβοί κι οι Βλάχοι».

Ο χρόνος, το 1794 στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης και πριν η δική μας ελληνική ξεσπάσει. Με τον Ρήγα να γράφει ήδη τα δέοντα, τον φωτισμένο ηπειρώτη γουναρά Παναγιώτη Χατζή- Νίκου να ξοδεύει την περιουσία του για την γλώσσα και τους τυπογράφους αδελφούς Πούλου να εκδίδουν την «Εφημερίδα της Βιέννης».

Αλλά ήρωας του, είναι ο Θεοφάνης, ένας γραικός έμπορος που τα είχε όλα: Περιουσία και όνομα σε μια από τις σπουδαιότερες εμπορικές συντεχνίες γραικών, παιδιά, τάξη και ησυχία. Μόνο του μέλημα «να ψάξει να βρει τη γλώσσα ως κριτήριο που συνδέει το γένος και να ξεπεράσει την Ορθοδοξία». Μόνο του όπλο «ο νηφάλιος νους, κόντρα σε όλα τα επικρατούντα σκοτάδια και μαντζούνια». Και πάνω απ’ όλα «η αγωνία ενός αυτοπροσδιορισμού, ενός ταξικού αυτοπροσδιορισμού, ενός εθνικού αυτοπροσδιορισμού, σε μιαν εποχή μεγάλων ανατροπών όπως ήταν αυτή της Γαλλικής Επανάστασης.

Αλλά το αρχικό ερέθισμα με την κοσμογραφία ήταν εκείνο που έδωσε το προφίλ του ήρωα με το ιστορικό περίγυρό του να τον αγκαλιάζει».

Το πρώτο κεφάλαιο ξεκινά με μια πικρή ειρωνεία. Τον ήρωά του να είναι απολύτως καλά και να μη θέλει να χάσει τίποτα. Στο τελευταίο κεφάλαιο, όπως αναγνωρίζει, «ανατροπή πραγματική! Προσπαθώ να συρρικνώσω δυο πράγματα. Τον συντηρητισμό του που εύλογα; αυτονόητα; αναπόφευκτα; Δεν ξέρω τι να πω, γεννά η επιτυχία σε όλα τα επίπεδα. Κανείς δεν θέλει να αλλάξει τίποτα! Όταν πια έχει την τέλεια οικογένεια. Την ύψιστη αναγνώριση κοινωνική κι εμπορική στο σινάφι του.

Γεμάτα με φιορίνια τα μπαούλα. Με μόνο καημό ίσως να σώσει την γλώσσα, αυτό το οποίο δεν το ‘χει και σίγουρο. Όλα τα άλλα δεν θέλει να τ’ αλλάξει! Ούτε και αυτές τις φωνές για απελευθέρωση του γένους που είναι πρόχειρες και επιπόλαιες, ακούει! Αλλά αυτός ο συντηρητισμός δεν του αρκεί για να σώσει τα κεκτημένα του. Έρχεται η ιστορία, όχι αναγκαστικά η μεγάλη Ιστορία των ανατροπών της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά η ιστορία της οικογενειακής του εξέλιξης, με αποφάσεις που είτε παίρνει ο ίδιος, είτε τα παιδιά του, είτε οι συγκυρίες, που εξελίσσεται, όμως, αποκλειστικά στον οικογενειακό του μικρόκοσμο, και του ανατρέπει όλα τα κεκτημένα».

«Επιλέγω, εγώ, ως συγγραφέας να ανατραπούν όλες οι βεβαιότητες η μια κατόπιν της άλλης», υπογραμμίζει ο Θέμελης. «Να αφήσω τους ήρωές μου γυμνούς μπροστά στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Και να τα βγάλουν πέρα μέσα από την αντιπαράθεση».

Αλλ’ ούτε λόγος, σε εποχές μεγάλων αλλαγών, σε ταραγμένες ιστορικές εποχές, αναδεικνύονται περισσότερο οι χαρακτήρες: «Γιατί δημιουργούνται μεγάλες προκλήσεις. Επειδή βρίσκεται ο άνθρωπος μπροστά σε μεγάλα διλήμματα, όπου εκεί αναδεικνύεται πιο εύκολα το έλλειμμα αξιών και αρχών, με τις οποίες είτε μια κοινωνία συλλογικά, είτε ο ήρωας εξατομικευμένα, στηρίζει την σπονδυλική του στήλη και υψώνει το μέτωπό του».

Με ομοιότητες πραγματικά εμφανείς, ιστορικό πλαίσιο, το ζήτημα της ταυτότητας και υφολογική διαφορά ένα υποδόριο και πανταχού παρόν χιούμορ, το καινούργιο μυθιστόρημα αποκαλύπτει την καινούργια αξία ήδη από τον τίτλο του: «Συντροφιά», επειδή η λέξη συντροφικότητα σε σχέση με τους ήρωες, εν τέλει, είναι πιο μοντέρνα. «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας»: «Η φράση – κλειδί που συμπυκνώνει εκείνη την

Αξία που ως μοναδική στο τέλος επιβιώνει. Επιβιώνει για να δώσει συνέχεια στην προοπτική ζωής των ηρώων. Λέγεται στην τελευταία φράση του Νεόφυτου, είναι σαφώς δεδομένη στη ζωή του Βίκτορα με την Ζωή όταν κλέβονται, επιβιώνει με έναν περίεργο μυθιστορηματικό τρόπο ως αγωνία της Γενοβιάς αλλά και ως αυτονόητη αξία του Θεοφάνη που ξεπερνά το μείζον θέμα της τεκνοποιίας και βάζει μια καινούργια σχέση σε μια καινούργια πια προοπτική, επάνω σ’ αυτή την αξία».

Συντροφιά και Συντροφικότητα που τείνει να αλλάξει πια σήμερα και τον όρο «πολιτικό», που εδώ και καιρό έχει χάσει πια την εξωστρεφή του έκφραση και σημασία: «Γιατί κάπου έχουν φθαρεί οι συλλογικές συμπεριφορές ως αξίες. Κι ο κόσμος ίσως επειδή μπορεί να ξεχωρίσει πιο εύκολα το κίβδηλο, το προσποιητό και το πραγματικό, αποτραβιέται και αναζητά μέσα από δρόμους εσωστρέφειας ή και απλής μοναχικότητας την επιδίωξη κάποιων στόχων.

Σε αντίθεση με συμπεριφορές προ μιας εικοσαετίας, όπου ομαδικά υπήρξε η πεποίθηση ότι ομαδικά μπορούσαμε κάπου να αλλάξουμε τα πράγματα. Σήμερα γίνεται πολύ πιο έντονο το ότι το μόνο που μπορώ να σώσω ή να αλλάξω είναι τον εαυτό μου τον ίδιο».

Όμως, εκτός από τον εαυτό μας, σήμερα, μπορούμε να αλλάξουμε κάποια πράγματα;

«Εγώ, πιστεύω, ότι μπορούμε! Κι αυτό ήταν η καίρια πεποίθηση που με οδήγησε στην πολιτική. Πρώτον, επειδή ένοιωθα την ανάγκη να αλλάξουν κάποια πράγματα, και δεύτερον, επειδή ένοιωθα ότι μπορούσαμε να τ’ αλλάξουμε αυτά τα πράγματα. Και εξακολουθώ να έχω και τις δυο πεποιθήσεις».

Αυτή η πεποίθηση, σίγουρα, τον έφερε ως σύμβουλο του πρωθυπουργού (ο Νίκος Θέμελης υπήρξε σύμβουλος και εξακολουθεί να είναι επιστημονικός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη). Στην ασφάλεια ή δημόσια έκθεση της λογοτεχνίας, όμως, τι τον έφερε; Και από πλεόνασμα ή από έλλειψη, γράφουμε, τελικά;

«Είναι εντελώς διαφορετικοί οι μηχανισμοί που λειτουργούν σε αυτούς τους δύο κόσμους. Στην πολιτική ήταν ο κεντρικός γνώμονας αυτό, η πεποίθηση ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Στην λογοτεχνία ήταν… Έχω δικαίωμα στην ελευθερία; Μπορώ, καίτοι είμαι εκεί, να συμπεριφερθώ σαν να μην είναι εκεί και ελεύθερα να γράψω ό,τι μου κατέβει;»

Βεβαίως, κάποια στιγμή τρόμαξε. Όχι επειδή «εκτέθηκε», αλλά όταν είδε την απήχηση της γραφής. «Σας βεβαιώνω με μεγάλη ειλικρίνεια, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι υπήρχε τέτοια απήχηση. Και τρόμαξα περισσότερο επειδή δυσκολευόμουν να καταλάβω».

Όσοι τον διαβάζουν, όμως, απαντούν το ίδιο. Πρώτον, ότι «αυτό είναι λογοτεχνία» και αμέσως μετά, κυρίως, ότι «άγγιξε την αγωνία για τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς μας». Συλλογικά, ως ελλήνων. Συλλογικά, ως ελληνικής κοινωνίας. Όντας, εν τέλει, ο δημιουργός μιας λογοτεχνίας που επιχειρεί και το κατορθώνει να ξαναδιαβάσει την ιστορία. Όχι εκείνη που στο σχολείο μας έμαθαν, «με τους κακούς τούρκους και τους καλούς έλληνες, αλλά ως μιας διαδικασίας με πιο πολύπλευρες αυτογνωσίες».

Με ήρωες που φεύγουν οι περισσότεροι και μ’ άλλους που μένουν και αναγκάζονται να αντιδράσουν στις μεγάλες αλλαγές κι ανατροπές: «Είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι ήρωές μου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι ήρωες που φεύγουν.

Δεν παύουν, όμως, και κάποιοι ήρωες που μένουν και η ιστορία έρχεται να τους βρει καθισμένους, να αναγκάζονται να πάρουν θέση και μάλιστα ορθή. Όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι δεν χωρίζονται σε αυτούς που φεύγουν και σ’ αυτούς που μένουν, αλλά στους τρόπους με τους οποίους αντιδρούν στην πρόκληση με την μοίρα τους, είτε εν κινήσει, είτε εν στάσει, για να τα βγάλουν πέρα».

Το σίγουρο βέβαια, είναι ότι η Ιστορία στις ιστορίες του συγγραφέα, δεν ήταν το πρόσχημα αλλά η επιδίωξη: «Η αυτοτελή επιθυμία», όπως αναγνωρίζει, «να αναστήσω μια εποχή. Με γοητεύει σαν διαδικασία έρευνας. Με γοητεύει σαν διαδικασία επανασύνδεσης».

Και ενδεχομένως να είναι αυτό που σαν διαδικασία αυτογνωσίας να γοήτευσε και να γοητεύει τους αναγνώστες.

ΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ και Ο ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ!

Οι ηττημένοι ήρωες πάντοτε ασκούν μεγάλη γοητεία στους συγγραφείς τους. Κι ο Θεοφάνης στην καινούργια ιστορία του Θέμελη φαίνεται να ηττάται κατά κράτος. Η ήττα είναι πιο αποκαλυπτική για έναν ήρωα;

«Η ήττα απογυμνώνει από εξωτερικά, κυρίως, στοιχεία δύναμης. Κι αν είναι και εσωτερικά, σίγουρα γονατίζει. Και το ερώτημα που γεννιέται είναι με τι δυνάμεις έχει τη δυνατότητα κανείς να ξανασταθεί στα πόδια του. Τί μέσα έχει για να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί την ήττα. Είναι τεράστιο ζήτημα ποια μέσα επιλέγει κανείς για να διαχειριστεί την ήττα.

Πολλές φορές εντελώς διαφορετικά από εκείνα που επέλεγε όταν ήταν πανίσχυρος για να αντιμετωπίσει ένα οποιοδήποτε θέμα. Δεν θεωρώ κακό να επιζητά κανείς την κατάκτηση κάποιων στόχων. Το κρίσιμο, για μένα, είναι με τι μέσα επιδιώκεται αυτή η ανάβαση. Να είναι ανάβαση διαφανής και όχι αναρρίχηση θολή. Έχει τεράστια σημασία για μένα και για τους ήρωές μου και για την πολιτική το τι μέσα χρησιμοποιούμε στην επιδίωξη των στόχων».

Ο σκοπός, δηλαδή, επ’ ουδενί δεν αγιάζει τα μέσα!

«Ο σκοπός επ’ ουδενί δεν αγιάζει τα μέσα! Είναι βαθιά μου πεποίθηση και σ’ όλη μου την ζωή πολέμησα τέτοιες συμπεριφορές και τέτοιες απλουστευτικές και κυνικές αρχές που ξεπερνούν προβλήματα ή επιδίωκαν στόχους με το κίβδηλο νόμισμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»!

Ο ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Μπορεί να μην «πρωταγωνιστούν» στις ιστορίες του αλλά οι έρωτες στα βιβλία του έχουν υπάρξει έρωτες συγκλονιστικοί και στις ζωές των ηρώων του έχουν γράψει ιστορία. Ένας έρωτας είναι πάντα ανατρεπτικός;

«Όχι πάντα!» Αντικρούει ο συγγραφέας. «Ένας έρωτας μπορεί να είναι η ακραία καταξίωση του είναι σου. Δηλαδή, μπορεί να είναι ακραία ανατρεπτικός, αλλά μπορεί να είναι και ακραία επιβεβαιωτικός. Να είναι η επιβεβαίωση ενός ψυχικού κόσμου που τον καλλιεργείς από την εφηβεία σου, με τις προτιμήσεις, το DNA σου και να μη βρίσκει την έκφρασή του.

Και ξαφνικά, μια ωραία πρωία, μπορεί να συναντήσεις στον μπακάλη έναν άνθρωπο, να του πέσει το πορτοφόλι, να τον γνωρίσεις μπροστά στο ταμείο διότι άνοιξε η σακούλα και έπεσαν τα λεμόνια! Και να πάρουν τα πράγματα στην πορεία μια τέτοια διάσταση, που να μην ανατρέπουν τίποτα απ’ ό,τι έχεις οικοδομήσει, αλλά να επιβεβαιώνουν ότι πολύ σωστά επένδυσες σ’ αυτά!

Πολύ σωστά επέμεινες σ’ αυτά, πολύ σωστά έμεινες πιστός σ’ αυτά, πολύ σωστά πόνεσες γι’ αυτά! Κι όλα αυτά να βγουν στο δέλτα ενός Δούναβη και να μην έχουν σχέση με ανατροπή αλλά με επιβεβαίωση του είναι σου για μια ολόκληρη ζωή ως αυτή τη στιγμή. Το λέω με βαθιά πεποίθηση ότι μπορεί να είναι και έτσι».

ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ ΣΤΗ ΓΡΑΦΗ

Υπάρχει έμμονη ιδέα γραφής; Αυτό που ισχυρίζονται πολλοί ότι οι συγγραφείς για μια ολόκληρη ζωή ένα βιβλίο γράφουν, οι ζωγράφοι τον ίδιο πίνακα ολοκληρώνουν…

«Με έχει βασανίσει πάρα πολύ αυτή η σκέψη. Μου την είχε πει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σε μια συζήτηση που του την είχε πει ο Λουί Μαλ ή ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ. «Μια ταινία γυρίζουμε, Τεό, σε όλη μας την ζωή»”.

Έχει επισημάνει, όμως, στο έργο του κάποιες εμμονές;

«Οι δύο τίτλοι των δύο πρώτων βιβλίων, η «Αναζήτηση», και η «Ανατροπή», ναι, είναι εμμονές μου», αναγνωρίζει. «Έρχονται και επανέρχονται. Και φυσικά μπολιάζουν όλο το μυθιστόρημα».

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ

Ο χρόνος είναι ο μεγάλος αντίπαλος ενός δημιουργού, η λησμονιά ή η μοναξιά;

«Δεν μπορώ να απαντήσω με τον θετικισμό με τον οποίο συνήθως απαντώ. Αλλά με ένα μεγάλο αναλόγως! Με ένα άλφα τεράστιο! Αναλόγως με την περίπτωση, αναλόγως με τις συνθήκες, αναλόγως με την προσωπικότητα, με την εγγραφή μέσα μας, την επώδυνη ή μη επώδυνη εγγραφή όσων έχουν ή όσων δεν έχουν συμβεί».

Ξεχνούν περισσότερο οι άνθρωποι σήμερα; Και η λογοτεχνία, αυτή την επισφαλή μνήμη έρχεται για να διασφαλίσει, τελικά;

«Ξεχνούν πολύ πιο εύκολα! Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ευάλωτοι σε μια καθημερινότητα που καταβροχθίζει. Όσο αναβαθμίζουν τον καταναλωτισμό σε αξία και σε αρχή του δικού τους μικρόκοσμου, τόσο και οι ίδιοι γίνονται θύμα και αυτοκαταναλώνονται. Όσο αυτοκαταναλώνονται, τόσο περισσότερο η μνήμη πάει περίπατο, μαζί και η ταυτότητα και ο πολιτισμός της».

Της Ελένης Γκίκα

Πηγή: fractalart.gr

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close