Βολανάκης Κωνσταντίνος (Ναυμαχία Ναβαρίνου 1827,d’ après Carneray)

Ο φόβος κάνει τον εθνικόφρονα, από τον Βασίλη Ραφαηλίδη

Τα πιο αστεία πράγματα για το «μεγαλείο της φυ­λής» και τα ηχηρά παρόμοια ακούστηκαν από ανθρώ­πους που αποδειγμένα ανήκαν σε άλλη φυλή.

Στην προσπάθεια του να δημιουργήσει το νεοελλη­νικά κράτος εθνική συνείδηση εκ του μη όντος, άσκη­σε μια τόσο βάναυση τρομοκρατία επί των υπηκόων του, που κατάφερε στο τέλος να φτιάξει από τους αλ­λοεθνείς τους πιο φανατικούς και μαζί τους πιο αστεί­ους «εθνικόφρονες».

Προκειμένου να κρύψουν, δια τον φόβον των Ιουδαίων, την πραγματική εθνική τους ταυτότητα οι Αρβανίτες, οι Βλάχοι και κυρίως οι Σλάβοι υπερέβαλαν σε τεχνητό εθνικισμό και τους επαγγελμα­τίες «εθνικόφρονες».

Από την άλλη μεριά, οι εκχριστιανισθέντες Εβραίοι, που είναι πάρα πολλοί σε τούτον τον τόπο και οι Αρμέ­νιοι, που κατά μάζες εξελλήνισαν τα ονόματά τους, μπήκαν άτσαλα στο χορό της εθνικής πλειοδοσίας από το φόβο μη χαρακτηριστούν «εθνικοί μειοδότες».

Τα πιο αστεία πράγματα για το «μεγαλείο της φυ­λής» και τα ηχηρά παρόμοια ακούστηκαν από ανθρώ­πους που αποδειγμένα ανήκαν σε άλλη φυλή.

Λοιπόν, ο φόβος κάνει τον «εθνικόφρονα». Και η «εθνικοφροσύνη» δεν είναι παρά η εκδήλωση του απέ­ραντου φόβου των δύσμοιρων κατοίκων αυτού του τό­που, που -θέλουν σώνει και καλά να είναι ‘Ελληνες, για­τί ξέρουν πως το τεχνητό ελληνικό κράτος αμείβει καλύ­τερα τους τεχνητά σκεπτόμενους και τεχνηέντως φερό­μενους.

Κι έτσι, η ελληνική επικράτεια γέμισε από κρυψίνοες και καιροσκόπους, από δόλιους και απατεωνίσκους, από κοψομεσιασμένους και κωλοσφογγάριους. Η ανα­ξιοπρέπεια που κυριαρχεί απ’ άκρου εις άκρον σε τού­το τον τόπο έχει τη ρίζα της στο τεχνητό ένδυμα της ελληνικότητας, που το φόρεσαν σε όλους μας με τη βία και επί ποινή αποκλεισμού από τα αγαθά του κρατικού κορβανά.

Μ’ αυτά, και μ’ άλλα πολλά, το ίδιο κατάπτυστα, σχεδόν όλοι ψάχνουν για «ρίζες» σ’ ένα χώμα ακατάλ­ληλο πια για πολιτιστική καλλιέργεια. Πώς να πιάσουν ρίζες σ’ έναν τόπο άνθρωποι που δεν τολμούν να κά­νουν φανερή την πραγματική τους ρίζα, με αποτέλεσμα γνήσιο Βλάχο να σπέρνεις και «γνήσιος» Έλληνας να σου φυτρώνει στα καλά καθούμενα; Μέχρι το τέλος του βίου του ο Τσιτσάνης ντρεπόταν να πει πως είναι Βλάχος.

Ήταν, βλέπεις, ο «λαϊκός βάρδος όλων των Ελλήνων» κι αυτό τον εμπόδιζε να καταλάβει πως ‘ Ελ­ληνες είναι και οι Βλάχοι. Καθώς κι όλοι όσοι κατοι­κούν σε τούτο τον τόπο, άσχετα από τη φυλετική τους καταγωγή, που στο κάτω κάτω δε σημαίνει απολύτως τίποτα και από θεωρητική και από πρακτική άποψη.

Σήμερα, μάλιστα, με την ανάπτυξη των επικοινωνιών, αλλά και το συνεχές μπέρδεμα των αλλοεθνών πληθυ­σμών, φαντάζει γελοίο το να μιλάει κανείς για «φυλετι­κή καθαρότητα». Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι κι όσοι πέρασαν απ’ αυτόν τον τόπο ως κατακτητές, ως προσκυνητές και ως τουρίστες μαζί με το σπέρμα τους άφησαν και τον πολιτισμό τους.

Στις παραπάνω τυχαίες επιμειξίες πρέπει να προ­σθέσουμε και τους γάμους μεταξύ αλλοεθνών, που ολοένα και περισσότερο πολλαπλασιάζονται, καθώς και τους βιασμούς, που δεν τους συνηθίζουν μόνο οι Τούρκοι, όπως θέλουν να λένε. Αλίμονο στους λαούς αν δεν ανανεώνονται συνεχώς και φυλετικά και πολιτιστι­κά.

Σε τούτο τον κόσμο, καθαρή ράτσα μπορεί να βρει κανείς μόνο στον… ιππόδρομο, χωρίς να αποκλείονται και κει οι επιμειξιακές λαθροχειρίες. ‘Υστερα από όλα αυτά, μόνο εμείς ξέρουμε γιατί συνεχίζουμε να «νιώ­θουμε υπερήφανοι» που είμαστε Έλληνες, τη στιγμή μάλιστα που μετέχουμε ολοένα και λιγότερο στην ελλη­νική παιδεία.

Ο Γεράσιμος Κακλαμάνης στο σπουδαίο βιβλίο του «Επί της δομής του Νεοελληνικού Κράτους» (έκδοση του συγγραφέα), πιστεύει βάσιμα πως το κριτήριο της εθνικοφροσύνης αποσκοπεί στο να επανδρωθεί ο κρατικός μηχανισμός με απολιτικούς. Γιατί μόνο «χυτοί θα μπορούσαν να κινήσουν όπως-όπως τα γρανάζια μιας κρατικής μηχανής που προσπα­θεί να κρύψει το σήμα του εργοστασίου της κατασκευ­ής της.

Η ελληνική κρατική μηχανή έχει τα χάλια που έχει γιατί δεν είναι ούτε ελληνική ούτε μηχανή. Είναι, απλού­στατα, ένας καταπιεστικός μηχανισμός που τον κατα­σκεύασαν οι «προστάτιδες δυνάμεις» γύρω στα 1840 και τον έβαλαν σε λειτουργία με την ελπίδα πως κάποιο κράτος θα ξεπεταχτεί μέσα από τα γρανάζια της.

Προς το παρόν όμως κράτος δεν μπόρεσε να κατασκευάσει η κρατική μηχανή. Γιατί τα κράτη δεν τα φτιάχνουν οι κρατικές μηχανές, αλλά οι εθνότητες. Και ενώ οι πολ­λές εθνότητες που κατοικούσαν και συνεχίζουν να κα­τοικούν εδώ θα μπορούσαν να φτιάξουν όλες μαζί ένα αξιοπρεπές καπιταλιστικό κράτος, η μία και μόνη εθνό­τητα που επιλέχθηκε, οι Έλληνες, όντας ανύπαρκτοι ουσιαστικά, έφτιαξε τελικά ένα ανύπαρκτο κράτος.

Ένα κράτρος δύσμορφο, ανίκανο, αναξιόπιστο, τραμπούκικο, χωροφυλακίστικο, ασφαλίτικο, μαυραγορίτικο, ρουσφετοκρατούμενο, καχύποπτο, μίζερο, ελεεινό και τρισάθλιο, που κανείς, ούτε ντόπιος ούτε ξένος, δε λέει να το πά­ρει στα σοβαρά

Η περίφημη «εθνική υπερηφάνεια» δεν είναι παρά μια δημαγωγική «διακήρυξη». Ποιος τίμιος και ευαί­σθητος άνθρωπος που κατοικεί σε τούτο τον τόπο θα μπορούσε να είναι υπερήφανος, όταν ξέρει πως ο ένας στους δύο δημόσιους υπάλληλους κλέβει το κράτος, δηλαδή όλους μας; Πώς να νιώθεις καλά ως ‘Ελλην όταν η Ελλάδα κατέχει παγκόσμιο ρεκόρ στις ακάλυ­πτες επιταγές;

Πώς να κυκλοφορήσεις στους δρόμους της πρωτεύουσας όταν πρέπει συνεχώς να έχεις, με βροχή και με ήλιο, ανοιγμένη την ομπρέλα για να προ­φυλαχτείς από τα μικροβιοφόρα σάλια των νεοβαρβάρων, οι ελληνικότατες ροχάλες των οποίων πυκνώνουν όσο προχωρείς από το Σύνταγμα προς την Ομόνοια;

Και αυτό διότι στο Σύνταγμα υπάρχουν περισσότεροι τουρίστες, πράγμα που καθιστά τούτη την πλατεία την πιο υγιεινή γωνιά ολόκληρης της Ελλάδας.

Δε ζητάμε λοιπόν από την Ελλάδα να εφαρμόσει το σοσιαλισμό. Ζητάμε προς το παρόν να κάνει σωστό καπιταλισμό. Γιατί, αν νομίζετε πως η Ελλάδα είναι κα­πιταλιστικό κράτος, μάλλον κάνετε λάθος. Είναι, απλώς, ένα κράτος «δύσμορφου καπιταλισμού» (πρό­κειται για όρο της Πολιτικής Οικονομίας).

Κι αυτό ση­μαίνει πως ο ‘Ελληνας καπιταλιστής συνεχίζει να παίζει το παιχνίδι του χωρίς κανόνες. Είναι απροσχημάτιστα ένα αρπαχτικό, όχι μόνο ως προς τους εργαζόμενους, αλλά και ως προς τους συνέλληνες συνκαπιταλιστές. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να είσαι ακόμη και καπιτα­λιστής. Πόσο μάλλον σοσιαλιστής.

Ας δούμε σύντομα πόθεν κατάγεται ..τούτη η δυ­σπλασία του νεοελληνικού κράτους.

Ο Κακλαμάνης λέει πως η Ελλάδα των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων είναι η τυπική περίπτωση χώ­ρας, όπου το Δίκαιο δε συνιστά Κράτος. Γιατί το κατ’ ουσία Δίκαιο των Ελλήνων ήταν και παραμένει το εθι­μικό.

Οι ‘Ελληνες καταφεύγουν πάρα πολύ συχνά στη Δικαιοσύνη γιατί το Δίκαιο το αντιλαμβάνονται ως υποκατάστατο του αυθόρμητου και άγραφου Εθιμικού Δικαίου. Και επειδή το Εθιμικό Δίκαιο εδώ δεν μπορεί να είναι ενιαίο, εξαιτίας της πολυεθνικής σύστασης του ελληνικού λαού, ο καθένας αντιλαμβάνεται το Δίκαιο κατά το δοκούν.

Ακόμα και οι δικαστές, που υποτίθεται πως ξέφυγαν από τον αυθορμητισμό του Εθιμικού Δικαίου.

Δεν μπορούν να υπάρξουν Κανόνες Δικαίου σ’ έναν τόπο όπου ο καθένας κουβαλάει μνήμες από το κλει­στό Εθιμικό Δίκαιο της φυλής του. ‘Αλλωστε, το Εθιμι­κό Δίκαιο (δηλαδή το έθιμο που λειτουργεί ως νόμος), ελάχιστα απέχει από την αυτοδικία. Η μορφή Δικαίου που ταιριάζει περισσότερο στους χαοτικούς Έλληνες είναι λοιπόν η χαοτική αυτοδικία, που στην ηπιότερη μορφή της εκδηλώνεται ως νταηλίκι.

Οι ‘Ελληνες, όπως και όλοι οι ημιβάρβαροι, παραμέ­νουν νταήδες γιατί κουβαλούν αταβιστικά στη μνήμη τους το γεγονός πως κάποτε οι άνθρωποι έλυναν όλες τις διαφορές τους με τις γροθιές. Λοιπόν, τι «άλλην χρείαν δια τον βαρβαρισμόν μας έχομεν», αφού υπάρ­χει και λειτουργεί το νταηλίκι, που μάλιστα κάποιοι εν­τελώς κρετίνοι το έκαναν συνώνυμο της λεβεντιάς;

Η βεντέτα και το έθιμο της αδελφοποίησης είναι κα­τάλοιπα του πρωτόγονου Εθιμικού Δικαίου. Όπως λέ­ει παραστατικά ο Κακλαμάνης, αποτελούν τα υπολείμ­ματα σχέσεων μεταξύ αλλοφύλων, δηλαδή κανόνες «Διεθνούς Δικαίου» υπό στοιχειώδη μορφή για τη δυνατό­τητα επικοινωνίας των χωριών μεταξύ τους!!!

Είναι εντελώς εκπληκτική, και νομίζουμε εντελώς καινούρια, η άποψη πως η βεντέτα και η αδελφοποίηση είναι πρωτόγονες μορφές Διεθνούς Δικαίου. Ιδού, λοιπόν, πεδίο έρευνας λαμπρό για τους διεθνολόγους: Η Ελλά­δα της σήμερον, της οποίας το εσωτερικό δίκαιο είναι… διεθνές, εξαιτίας της συνεχιζόμενης εχθρότητας ανάμεσα στους αλλοφύλους!

Η Ελλάδα, λοιπόν, των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων βρέθηκε προ ολικής αδυναμίας εξευρέσεως κοινού Δικαίου. Να μερικές αποδείξεις: Στην περίφημη «Διάταξη των Σαλώνων» κάθε επαρχία χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής επικράτεια, με δικούς της νόμους. Σε μια επανάσταση που ξεκίνησε μωαμεθανική (με τον Αλή Πασά) και τέλειωσε χριστιανική, ήταν φυσικό να μπερ­δευτούν το οθωμανικό με το εγχώριο εθιμικό δίκαιο.

Και πώς να σκαρφιστεί ευρωπαϊκούς κανόνες δικαί­ου ένας νομοθέτης που δεν είχε ευρωπαϊκή νομική παιδεία, και που το μόνο δίκαιο που γνώρισε ήταν αφενός το εθιμικό και αφετέρου το μωαμεθανικό;

Ο δύστυχος αγωνιστής – νομοθέτης, στην αγωνία του να σκαρώσει όπως όπως κανόνες δικαίου για το νεοσύ­στατο και σαστισμένο κράτος, έφτιαξε έναν αχταρμά από τσόντες Δικαίου που τις πήρε από δω κι από κει. Πάντως, ο νομοθέτης εκείνης της πανέντιμης «Διάτα­ξης των Σαλώνων», της πρώτης μορφής ελληνικού Επαναστατικού Δικαίου, σκέφτηκε πολύ νηφάλια και χτύπησε το στόχο στο κέντρο:

Αποφάνθηκε πως η κά­θε επαρχία πρέπει να έχει το δικό της δίκαιο, πράγμα που σημαίνει πως είχε στο νου του την ομοσπονδιακή μορφή κράτους. Όμως, έπεσε έξω. Διότι, άλλα μεν οι ‘ Ελληνες κελεύουν, άλλα δε οι ξένοι προστάζουν.

Αλλά ούτε οι συνταγματολόγοι της εποχής τα κατά­φεραν καλύτερα. Στο άρθρο 4 του Συντάγματος της Τροιζήνας επισημαίνουμε έναν περίεργο συνταγματικό ορισμό του Έλληνα: «Έλληνες είναι όσοι έλαβαν και όσοι θα λάβουσιν τα όπλα». Το «όσοι έλαβαν» είναι απολύτως νοητό: Το Σύνταγμα χαρακτηρίζει, ορθότατα ως ‘Ελληνες μόνο τους μαχητές.

Σαν να λέμε, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο να χάνουν την ελληνική υπηκοότητα τόσο οι δοσίλογοι της εποχής (οι συνεργά­τες των Τούρκων) όσο και οι δειλοί και άκαπνοι. (Αν υπήρχε τούτο το άρθρο και στο σημερινό Σύνταγμα όλα θα πήγαιναν καλύτερα σ’ αυτόν τον έρμο τόπο).

Όμως ο συνταγματολόγος της εποχής σπεύδει αμέ­σως να ανοίξει ένα πονηρότατο παραθυράκι: Τι σημαί­νει εκείνο το «και όσοι θα λάβουσιν»; Πότε θα τα λάβουοιν; Τι νόημα θα είχε να τα λάβουσιν μετά το πέρας του αγώνα; Και εναντίον ποίου θα τα στρέψουσιν αφού τα λάβουσιν; Εναντίον των Τούρκων σε άλλες περιοχές, ώστε να μεγαλώσει το Κράτος; Αλλά κάτι τέτοιο φαινό­ταν εντελώς απίθανο τότε. Και μεγαλοϊδεάτης τότε ήταν μόνο ο δολιότατος Κωλέττης.

(Τον όρο Μεγάλη Ιδέα τον οφείλουμε σ’ αυτόν τον τρομερό δημαγωγό).

Το πιο πιθανό, λοιπόν, είναι εκείνο το «λάβουσιν τα όπλα» σε χρόνο μέλλοντα να αναφέρεται στους διαφαι­νόμενους εμφυλίους πολέμους. Ήξεραν λοιπόν οι αγωνιστές πως το τεχνητό Κράτος που δημιούργησαν οι μεγάλες δυνάμεις, από τη στιγμή που δεν πήρε τη μορφή της ομοσπονδίας, όπως αρχικά προτάθηκε, θα αντιμετώπιζε εξεγέρσεις παρακινημένες από κάποια εθνότητα ενάντια σε κάποια άλλη. Μ’ άλλα λόγια, οι αλλεπάλληλοι εμφύλιοι πόλεμοι που εκδηλώθηκαν στη διάρκεια της Επανάστασης, εξαιτίας και της πολυφυλε­τικής συγκρότησης των εξεγερμένων, τώρα κατοχυρώ­νονταν και συνταγματικά!!

Στην πραγματικότητα, ο υπερταξικός εμφύλιος πό­λεμος στην Ελλάδα δεν τελείωσε ποτέ’. Και οι κυρίως ειπείν εμφύλιοι πόλεμοι δεν είναι παρά οι κορυφές του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, ο εμφύλιος πόλε­μος στην Ελλάδα είναι μια κατάσταση καθημερινή, δια­βρωτική, καταστροφική. Ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός του Έλληνα παραμένει ο παραδίπλα Έλληνας.

Κι αν δε μας πετούσαν κάθε τόσο φανταστικούς και μισο- φανταστικούς εχθρούς για να εκτονωνόμαστε και να αποκτούμε τεχνητά «ομοψυχία», με τις γνωστές στην ψυχολογία της μάζας μεθόδους, τότε οι Πελοποννήσιοι θα εκστράτευαν κατά των υπολοίπων Ελλήνων κάθε τρεις και πέντε και ο αρχαίος Πελοποννησιακός πόλε­μος δε θα είχε τελειώσει ακόμα.

Κι όλα αυτά γιατί απορρίφθηκε η λύση του Ομο­σπονδιακού Κράτους. Και αντ’ αυτού προκρίθηκε η λύ­ση του «ομοιογενούς» Εθνικού Κράτους. Για τις μεγά­λες δυνάμεις της εποχής, ήταν πιο βολικό να ελέγχουν ένα μικρό κράτος παρά δέκα μικροσκοπικά κρατίδια. Και με τα χρόνια και με το πες πες, μας έπεισαν τελικά πως είμαστε όλοι καθαρόαιμοι ‘Ελληνες. Και μας έκα­ναν να μην τολμούμε να ξεχωρίζουμε την εθνικότητά μας από τη θρησκεία μας.

‘Ετσι, ο καθένας που βαφτί­ζεται χριστιανός ορθόδοξος, μαζί με τη «θεία χάρη» παίρνει εντός της κολυμβήθρας και το «χάρισμα» του να νιώθει ‘Ελληνας κι ας μην έχει ιδέα τι σημαίνει το να είσαι Έλληνας. Μ’ αυτές και μ’ άλλες πολλές λαθρο­χειρίες καλοί Έλληνες θεωρούνται πλέον οι καλοί χρι­στιανοί. Καιρός να σταματήσει αυτή η βρωμερή απάτη.

Του Βασίλη Ραφαηλίδη, Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (29.3.87).
Πηγή: eranistis.net

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close