Η γλώσσα στη μεταπολίτευση

Η γλώσσα στη μεταπολίτευση

Δημοτική και καθαρεύουσα : η Ελληνική γλώσσα και η παράλληλη πορεία της με την ιστορία της χώρας.

(Αναδημοσίευση από το blog του Ν.Σαραντάκου, πηγή στο τέλος του άρθρου).

Ίσως σε καμιάν άλλη έκφανση της ζωής να μην είναι τόσο απότομη η μετάβαση από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση όσο στη γλώσσα. Πράγματι, η δικτατορία, με το να υιοθετήσει τόσο φανατικά την καθαρεύουσα, ως στοιχείο του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» και ως «εθνική γλώσσα», δεν κατάφερε παρά να την απαξιώσει και να τη στιγματίσει εσαεί.

Όχι τυχαία, Εθνική γλώσσα ονομαζόταν και ένα βιβλιαράκι-λίβελλος κατά της δημοτικής, που γνώρισε τρεις εκδόσεις (τις δύο πρώτες από το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, το 1972, και την τρίτη, επαυξημένη, από την Εταιρεία των Φίλων του Λαού το 1973) και διανεμήθηκε σε όλα τα σχολεία.

Η ταυτότητα του συγγραφέα του ανώνυμου αυτού πονήματος παραμένει (δευτερεύον) μυστήριο. Πολλοί θεωρούσαν συγγραφέα του τον πραξικοπηματία Οδυσσέα Αγγελή[1], τον οποίο οι συνάδελφοί του πραξικοπηματίες αποκαλούσαν ειρωνικά «ακαδημαϊκό» εξαιτίας των φιλολογικών του τάσεων. Σύμφωνα με τον Πίτερ Μάκριτζ, συγγραφέας ή εμπνευστής του ήταν ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Παν. Αθηνών Γεώργιος Κουρμούλης[2], ενώ σε κατά καιρούς δημοσιεύματα[3] αναφέρεται ως συγγραφέας του ο Γ. Μπαμπινιώτης, που διαδέχτηκε τον Κουρμούλη. Προσωπικά θεωρώ πολύ πιθανό[4] το βιβλίο να έχει γραφτεί από δύο ή περισσότερους συγγραφείς, π.χ. έναν στρατιωτικό και έναν πανεπιστημιακό της Φιλοσοφικής Αθηνών.

Μόλις έπεσε η δικτατορία, η “κυβέρνησις” έγινε “κυβέρνησι”.Η δικτατορία λοιπόν απαξίωσε την καθαρεύουσα, μεταξύ άλλων και με την κωμική χρήση της από τους ίδιους τους πρωτοδικτάτορες κι έτσι, εύλογα, αμέσως μετά την μεταπολίτευση, τα μέσα ενημέρωσης, ιδίως οι εφημερίδες, άρχισαν να προσπαθούν να χρησιμοποιούν δημοτική ή τουλάχιστον να αποφεύγουν τους πιο «χαρακτηρισμένους» τύπους της καθαρεύουσας· μια από τις πιο χτυπητές αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο γλωσσικές μορφές ήταν τα τριτόκλιτα θηλυκά· επί δικτατορίας, ήταν υποχρεωτικοί οι καθαρεύοντες τύποι (η κυβέρνησις, της κυβερνήσεως).

Μετά την πτώση της δικτατορίας, είναι πολύ χαρακτηριστικός ο πηχυαίος τίτλος της αντιδικτατορικής αλλά συντηρητικής Βραδυνής όταν επανεκδόθηκε στις 24.7.74: Κυβέρνησι Καραμανλή· υιοθετήθηκε δηλαδή μια μεσοβέζικη λύση ανάμεσα στον καθαρεύοντα τύπο («η κυβέρνησις») που ήταν ο καθιερωμένος επί δικτατορίας, και στον δημοτικό τύπο («η κυβέρνηση»)· ωστόσο, τις αμέσως επόμενες μέρες η Βραδυνή άρχισε να χρησιμοποιεί τον δημοτικό τύπο σε λιγότερο χαρακτηρισμένα ουσιαστικά (π.χ. «Συνάντηση Καραμανλή-Ετσεβίτ στις 29.7.74), ενώ ο τύπος «κυβέρνηση» εμφανίζεται πρωτοσέλιδος στις 3 Αυγούστου.

Για την εποχή εκείνη, θυμάται ο Βασίλης Αγγελικόπουλος (Καθημερινή 6.7.2003): «Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με πρωτοβουλία Γεωργίου Pάλλη, και η διοίκηση Χορν-Μπακογιάννη της ΕΡΤ» ανέθεσαν στον Νάσο Δετζώρτζη, ως επικεφαλής επιτελείου «ανασυντακτών», να «μεταγράφει στην καθομιλουμένη τα δελτία ειδήσεων, γιατί οι συντάκτες είχαν συνηθίσει να γράφουν σε παπαδοπούλειο γλώσσα».

Από το Σύνταγμα του 1975 απουσιάζει το άρθρο που κατοχύρωνε την καθαρεύουσα ως «επίσημη γλώσσα του κράτους». Στις 5 Ιανουαρίου 1976 ο Γεώργιος Ράλλης αναλαμβάνει το Υπουργείο Παιδείας και δρομολογεί τις «μεγάλες συσκέψεις» του Ιανουαρίου 1976, με συμμετοχή και του πρωθυπουργού, στις οποίες αποφασίζεται η καθιέρωση της δημοτικής «άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Η απόφαση ανακοινώνεται στις 28 Ιανουαρίου 1976 και γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τον Τύπο[5].

Όταν συζητήθηκε στη Βουλή ο νόμος 309/1976, ο οποίος υλοποίησε τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται η μεταρρύθμιση του 1976, ο αρμόδιος υπουργός Γ. Ράλλης ανακοίνωσε επίσημα: «Πράγματι και η δημοτική και η καθαρεύουσα, είναι γνήσια τέκνα της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, με μία διαφο­ρά: Ότι η καθαρεύουσα ως πρωτότοκος απεβίωσε και υπογράφομεν σήμερον την πράξιν του ενταφιασμού της»[6]. Η αντιπολίτευση εστιάστηκε στην ανάγκη να καθιερωθεί και το μονοτονικό σύστημα, καταθέτοντας σχετικές τροπολογίες.

Πολλοί βουλευτές της συμπολίτευσης (π.χ. Βάσος Βασιλείου, Αθ. Μίχας. Ιω. Φικιώρης κτλ.) τάχθηκαν ένθερμα υπέρ του μονοτονικού, αλλά ο Γ. Ράλλης υποστήριξε ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες. Τόνισε ότι η νέα Γραμματική κατάργησε τη βαρεία και ότι δόθηκε κατεύθυνση προς τους διδάσκοντες να μην είναι αυστηροί με τα λάθη στα πνεύματα· τελείωσε λέγοντας ότι η δασεία και η περισπωμένη μπορούσαν να καταργηθούν χωρίς να χρειαστεί νόμος. Τελικά οι τροπολογίες της αντιπολίτευσης απορρίφθηκαν.

Ακολούθησε η κυκλοφορία της ιστορικής εγκυκλίου για τη χρήση της δημοτικής στη δημόσια διοίκηση από τον Γ. Ράλλη (που διατηρούσε προσωρινά και το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως παράλληλα με το Υπουργείο Παιδείας). Η εγκύκλιος αυτή, που καθιέρωνε τη δημοτική στη δημόσια διοίκηση από τις 1.2.1977 και έδινε οδηγίες στους συντάκτες κειμένων, επαινέθηκε από τους δημοτικιστές, που πάντως επισήμαναν τον συντηρητισμό της (π.χ. δεν συνιστούσε τον τύπο «της κυβέρνησης», που τον χαρακτήριζε «υπερδημοτικό», ενώ ανεχόταν για ένα διάστημα τύπους όπως «οι μαθηταί-τους μαθητάς»)[7].

Την ίδια περίοδο, γλωσσικά συντηρητικοί γλωσσολόγοι επιχειρούν να αναζητήσουν μια σύνθεση «πέρα της δημοτικής και της καθαρευούσης»[8], η οποία κατά τους δημοτικιστές είναι ουσιαστικά επαναφορά της καθαρεύουσας.

Όσο για το τονικό σύστημα, συνεχώς πληθαίνουν οι φωνές υπέρ του μονοτονικού. Το 1977 το ΚΕΜΕ του Υπουργείου Παιδείας εισηγείται στην κυβέρνηση την καθιέρωση του μονοτονικού, κάτι που αποτελεί και αίτημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών. Το καλοκαίρι του 1979 το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση νόμου για την καθιέρωση του μονοτονικού.

Η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, αν και, όπως δήλωσε ο αρμόδιος υφυπουργός, ο Βασ. Κοντογιαννόπουλος, η κυβέρνηση δεν είναι αντίθετη με το μονοτονικό σύστημα, πρέπει όμως πρώτα να επιλυθούν άλλα ζητήματα της εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εισηγητής της πλειοψηφίας, ο βουλευτής κ. Καραϊσκάκης, ζήτησε μεν την απόρριψη της πρότασης νόμου χαρακτηρίζοντας το νομοσχέδιο «ατελές», ωστόσο στην ομιλία του τάχθηκε υπέρ της καθιέρωσης του μονοτονικού στην εκπαίδευση και ζήτησε από τον αρμόδιο υπουργό να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο που να ρυθμίζει το θέμα.[9]

Ίσως η στάση αυτή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να αποτελούσε κωλυσιεργία ή εύσχημο τρόπο απόρριψης, πάντως το 1979 το σύνολο του πολιτικού κόσμου συμφωνούσε ρητά στην ανάγκη να καθιερωθεί μονοτονικό σύστημα. Η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος (ουσιαστικά από τις αρχές του 1980) σε συνδυασμό με την όξυνση των αντιπαραθέσεων δημιούργησαν κλίμα που δεν ήταν πρόσφορο για να συζητηθεί ξανά η τονική μεταρρύθμιση πριν από τις εκλογές του 1981.

Το “σύστημα κουκίδας” (Νέα 16.3.1979)

Στην πράξη όμως, μορφές μονοτονικού εφαρμόστηκαν σε έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας πολύ πριν καθιερωθεί επίσημα το νέο τονικό σύστημα τον Ιανουάριο του 1982. Αναφέρομαι σε «μορφές μονοτονικού», επειδή το κάθε έντυπο ακολουθούσε δική του γραμμή. Μια μορφή ήταν το λεγόμενο «σύστημα κουκίδας», το οποίο αντικαθιστούσε όλα τα τονικά σημάδια (τόνους και πνεύματα) του πολυτονικού με μια τριγωνική κουκίδα. Το σύστημα αυτό δίκαια επικρίθηκε από τον Εμμανουήλ Κριαρά και πολλούς άλλους, επειδή φόρτωνε τις λέξεις με δύο (ή και τρεις) κουκίδες, από τις οποίες η μία μόνο ήταν τονική και οι άλλες παραπλανητικές.

Μια άλλη διαδεδομένη μορφή μονοτονικού, την οποία ο Εμμ. Κριαράς χαρακτήρισε «συντηρητικό μονοτονικό» (βλ. εικόνα 2), ήταν όμοια με το σημερινό μονοτονικό, με τη διαφορά ότι τόνιζε και τις μονοσύλλαβες λέξεις. Η χρήση του μονοτονικού επηρεάστηκε και από τις τεχνικές δυνατότητες της κάθε εφημερίδας. Πολλές εφημερίδες, για τεχνικούς λόγους, ακολουθούσαν άλλο σύστημα τονισμού στους τίτλους των άρθρων και άλλο στα κείμενα των άρθρων.

Το “συντηρητικό μονοτονικό” (Καθημερινή 15.11.1978)

Η πρωτοπορία ως προς τη χρήση του μονοτονικού ανήκει στη Μακεδονία, την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, η οποία ήδη από τις 23.2.1964, μια εβδομάδα μετά τη νίκη Παπανδρέου στις εκλογές, άρχισε να εφαρμόζει «σύστημα κουκίδας» μόνο σε έναν ή δύο τίτλους. Συνέχισε και μετά το πραξικόπημα της 21.4.67, σε μερικούς τίτλους της πρώτης σελίδας και στο κείμενο άρθρων στις μέσα σελίδες. Το ίδιο ακολουθούσε και η ομογάλακτη Θεσσαλονίκη, επίσης του συγκροτήματος Βελλίδη.

Από τα αθηναϊκά έντυπα, η Ελευθεροτυπία αρχίζει να εφαρμόζει «σύστημα κουκίδας» από τον Ιανουάριο του 1978 στο κείμενο των άρθρων ενώ οι τίτλοι παραμένουν σε πολυτονικό. Από τον Ιούνιο του 1978 εφαρμόζει «συντηρητικό μονοτονικό» στο κείμενο, ενώ από τον Οκτώβριο του 1978 γράφονται έτσι και οι τίτλοι.

Την ίδια εποχή (1978) υιοθετεί το «σύστημα κουκίδας» ο Ταχυδρόμος, το περιοδικό του ΔΟΛ. Τα Νέα και το Βήμα, οι καθημερινές εφημερίδες του συγκροτήματος, θα περάσουν σε «σύστημα κουκίδας» από τα τέλη Ιανουαρίου 1979 για το κείμενο των άρθρων και από τον Μάρτιο του 1979 για το σύνολο της εφημερίδας.

Η Καθημερινή κάνει την αρχή τυπώνοντας σε συντηρητικό μονοτονικό το χρονογράφημα της Ελένης Βλάχου στις 7.9.1978. Το πείραμα επαναλαμβάνεται στις 10.9.1978, όπου η συντάκτρια δηλώνει ότι «η ώρα αυτής της τόσο σημαντικής απλοποιήσεως … έχει πλέον φθάσει». Σταδιακά, όλο και περισσότερες στήλες της εφημερίδας γράφονται με μονοτονικό, αν και οι τίτλοι παραμένουν πολυτονικοί.

Αντίστροφα, η Απογευματινή εφαρμόζει μονοτονικό στους τίτλους (από τον Οκτώβριο του 1979), ενώ διατηρεί το πολυτονικό στο κείμενο των άρθρων. Η πολυτυπία αυτή οδηγεί την Καθημερινή (στις 7.4.1979) στη διαπίστωση ότι τώρα πια που εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία και άλλα έντυπα τυπώνονται με το μονοτονικό σύστημα, οφείλουν οι αρμόδιοι να προπορευτούν και να δώσουν ένα δοκιμασμένο πρότυπο στον κόσμο που εφαρμόζει ή θα ήθελε να εφαρμόσει την τονική μεταρρύθμιση.

Ταυτόχρονα, έντονος ήταν ο διάλογος στις εφημερίδες και στα ειδικά έντυπα μεταξύ των οπαδών του μονοτονικού σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του συστήματος (ποιες μονοσύλλαβες λέξεις θα τονίζονται, αν θα μπαίνει τόνος στη λήγουσα, αν θα υπάρχει ενωτικό στα εγκλιτικά κτλ.).

Τα έντυπα της Αριστεράς δεν εφάρμοσαν καμιά μορφή μονοτονικού πριν από την επίσημη καθιέρωσή του. Και αν ο Ριζοσπάστης, έχοντας περισσότερες τεχνικές δυνατότητες, υιοθέτησε σχετικά γρήγορα (από τις 6 Ιουνίου 1982) το επίσημο πλέον αμιγές μονοτονικό, στην Αυγή το πολυτονικό διατηρήθηκε επί αρκετό διάστημα. Αρχικά έγιναν μονοτονικοί μόνο οι τίτλοι, ενώ το πρώτο αμιγώς μονοτονικό φύλλο της Αυγής δεν εμφανίστηκε παρά στις 29 Ιανουαρίου 1984, δυο χρόνια μετά την ψήφιση του μονοτονικού από τη Βουλή.

[1] Έτσι π.χ. κατέθεσε ο Ευάγγελος Παπανούτσος στη δίκη των πραξικοπηματιών το 1975.

[2] Peter Mackridge (2010) Language and National Identity in Greece. 1766-1976

[3] Π.χ. Στέφανος Κασιμάτης, Καθημερινή 24.7.2009.

[4] «Όταν η χούντα γλωσσολογεί», http://sarantakos.wordpress.com/2009/12/14/xountaglos/

[5] Χαραλάμπους, Δ., Μπέτσας, Γ. (2012) «Η προσχώρηση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στη «γλώσσα των καπεταναίων και των συνοδοιπόρων των»: όροι και όρια», στο: 1976-2011: 35 χρόνια από τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

[6] Εκτενή αποσπάσματα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων εκείνων υπάρχουν στο βιβλίο του Γ. Λαμψίδη Οι περιπέτειες της δημοτικής (1993). Βλ. και Νίκος Σαραντάκος Γλώσσα μετ’ εμποδίων, σελ. 251-259.

[7] Αναλυτική κριτική στο άρθρο του Εμμ. Κριαρά «Με το καλό: Η δημοτική και στα δημόσια έγγραφα» (1977), στο Εμμ. Κριαράς Άρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή (Εστία 1979).

[8] Τίτλος σειράς άρθρων του Γ. Μπαμπινιώτη στην Καθημερινή (12, 13 και 16.3.1976).

[9] Βλ. και Ν. Σαραντάκος, Γλώσσα μετ’ εμποδίων, σελ. 260-266.

Πηγήsarantakos.wordpress

Thessaloniki Arts and Culturehttp://www.thessalonikiartsandculture.gr/

Διαβάστε επίσης

Close