Από το αρχείο του Νίκου Δήμου

Κική Δημουλά, από τον Νίκο Δήμου

Γνώρισα την Κική Δημουλά στα τέλη της δεκαετίας του 70. Δειλά μου χάρισε την συλλογή της «Το λίγο του κόσμου». Την διάβασα και έμεινα έκθαμβος. Λίγο καιρό μετά, σε μία ραδιοφωνική συζήτηση, είπα μία φράση: «είναι η μεγαλύτερη ελληνίδα ποιήτρια μετά την Σαπφώ».

Τότε προκάλεσε κύμα ενόχλησης, ιδιαίτερα ανάμεσα στις ομότεχνές της. Τώρα την βρίσκω στο πρόλογο της Αγγλικής μετάφρασης των ποιημάτων της από τον David Connoly, σαν περίληψη της σημασίας της.

Το 1989 έκανα μία ραδιοφωνική παρουσίαση της ποιητικής της, που, με προσθήκες, εκδόθηκε σε βιβλίο το 1991. Ήταν η πρώτη μελέτη για το έργο της. 

Με την Κική με δένει μία βαθιά φιλία. Όταν έφυγε ο Άθως, ο πολυαγαπημένος της, έκανα ότι μπορούσα για να την βγάλω από το σκοτάδι. Μέχρι και μία τρελή εκδρομή πήγαμε μαζί στην Πελοπόννησο. Η Κική ήταν ο μόνος άνθρωπος που με πίεζε να τρέχω περισσότερο με το αυτοκίνητο. Όταν κυκλοφόρησε το «Χαίρε Ποτέ» μου αφιέρωσε το αντίτυπο με τον αριθμό 3.

Βάζω εδώ δύο ανέκδοτες φωτογραφίες της και ένα ποίημα από το «Λίγο του κόσμου». Δεν είναι από τα διάσημα – όπως ο ‘Πληθυντικός Αριθμός’ και η ‘Φωτογραφία 1948’. Όμως είναι ένα από τα αγαπημένα μου.

Dimoula1.0Άφησα να μην ξέρω

Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που ‘χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ’ έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ’ αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Dimoula.0

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα ‘ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.

Πηγή: nikosdimou.blogspot.gr

 

Διαβάστε επίσης

Close