Artist: Bruce Davidson

Για κάθε ιστορία που δεν μπαίνει τελεία, υπάρχει ένα ερωτηματικό που παραμένει στη θέση του

—Κατάλαβα καλά, καθηγητά; Ρώτησα σαστισμένα θέλοντας να σιγουρευτώ πως δεν αστειευόταν όταν μου το πρότεινε.

Θέλετε να κάνουμε τη συνέντευξη μέσα στο τρένο;

—Είναι ο μόνος χρόνος που μπορώ να διαθέσω σε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση. Βρίσκομαι εν μέσω περιόδου αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων, πρέπει να κάνω ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη και για να είμαι ειλικρινής πάει καιρός από την τελευταία φορά που ταξίδεψα με παρέα.

Χωρίς δεύτερη σκέψη βρέθηκα στο σταθμό Λαρίσης ξημερώματα της επομένης με το εισιτήριο στο χέρι, προορισμό τη Θεσσαλονίκη και προγραμματισμένη αυθημερόν επιστροφή με την ίδια αμαξοστοιχία.

Είχαν περάσει αιώνες από την τελευταία φορά που ταξίδεψα με τρένο. Η πιο δυνατή μου ανάμνηση μύριζε θαλασσινό ιώδιο και καυσαέριο μηχανής, τότε που τα πρωινά των καλοκαιρινών διακοπών μου στην επαρχία ανεβαίναμε στον μουτζούρη, στεκόμασταν όρθιοι στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες, ποτισμένοι με ιδρώτα και αντηλιακό και το σακίδιο μόνο με τα απολύτως απαραίτητα είδη θαλάσσης και μερικά σπιτικά σάντουιτς στον ώμο.

—Συγνώμη που άργησα, μου λέει με πλατύ χαμόγελο βγάζοντας με από τις αναμνήσεις μου. Για να είμαι ειλικρινής, συμπλήρωσε κάνοντας μου νόημα να προχωρήσω προς την πόρτα του συρμού, απεχθάνομαι την αναμονή. Προτιμώ να με περιμένουν παρά να περιμένω. Είναι άλλωστε ο λόγος που έρχομαι στους σταθμούς μόλις ελάχιστα λεπτά πριν την αναχώρηση.

—Μιλάτε και γράφετε πάντα με διάθεση αυτοκριτικής ή είναι απλώς ένας τρόπος να κεντρίσετε την περιέργεια του κοινού αναμειγνύοντας την επιστημονική με την βιωματική τεκμηρίωση; τον ρώτησα ενώ περπατούσα πίσω του ανάμεσα στα καθίσματα.

—Βλέπω δε χάνετε τον καιρό σας, νεαρέ, απάντησε γελώντας ενώ τακτοποιούσε την βαλίτσα του πάνω από τις θέσεις μας.

Κάθισε από τη μεριά του παραθύρου κάνοντας μου νόημα να καθίσω στη θέση απέναντι του. Έστρεψε το κεφάλι του προς το παράθυρο την ώρα που οι ρόδες άρχισαν να μουγκρίζουν πάνω στις ράγες. Το τοπίο άλλαζε σε κάθε σπρώξιμο της μηχανής και εκείνος φαινόταν να το απολαμβάνει.

—Τα πολύ πρωινά ταξίδια, συνέχισε, έχουν ένα μεγάλο αβαντάζ. Σου δίνουν τη δυνατότητα να δεις την ομορφιά της φύσης όταν ξυπνά. Δεν υπάρχει πιο δυνατή αίσθηση από το βίωμα. Την ώρα που η ημέρα διαδέχεται τη νύχτα τελείται μια μικρή μυσταγωγία, μια τελετή παράδοσης και παραλαβής της οποίας δεν είμαστε πάντοτε ενεργά μέλη. Τώρα, για παράδειγμα, είμαστε απλοί παρατηρητές ή ίσως —όπως θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί— θορυβώδεις εισβολείς. Για να απαντήσω, λοιπόν, στην ερώτηση σας, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τη ζωή. Δεν χρειάζεται να είναι προσωπικές εμπειρίες όλα όσα κατά καιρούς λέγονται ή γράφονται. Δεν είναι εφικτό, άλλωστε. Είναι όμως σημαντικό οποιοσδήποτε καταπιάνεται με κάτι να το κατανοεί και να το εξετάζει σε βάθος. Δεν πρέπει να «αγγίζει» όσα δεν κατέχει και πρέπει να κατέχει μόνο όσα τον αγγίζουν.

—Αυτός είναι, λοιπόν, ο λόγος που δεν αναφέρεστε συχνά στον πόνο; Ή όταν το πράττετε, είστε λιτός στις περιγραφές σας; Είναι δύσκολο να τον παρατηρεί κανείς χωρίς να συμμετέχει;

—Με ρωτάτε γιατί δεν μιλάω συχνά για τον πόνο. Γιατί δεν τον σκαλίζω με λέξεις, γιατί δεν τον μεγεθύνω με έντονες περιγραφές. Ας πούμε πως… ο πόνος είναι αρκετός από μόνος του. Δεν χρειάζεται να τον ενοχλώ τις φορές που κοιμάται ή να τον κάνω εντονότερο τις στιγμές που ζωηρά ξύνει τις πληγές. Ο πόνος είναι ιερός γιατί είναι η σιωπηλή δοκιμασία του καθενός. Κι εγώ δεν θέλω να δοκιμάζω τις αντοχές των άλλων, μόνο να τις βοηθώ ν’ αντέχουν.

—Πόσο πιστεύετε πως διαρκεί ο πόνος της προδοσίας;
—Για πάντα και καλά κάνει αν με ρωτάτε. Ο πόνος σου υπενθυμίζει την απογοήτευση που ένιωσες όταν κάποιος που πίστεψες τελικά σε πρόδωσε. Σου θυμίζει πως όσο κι αν προσπαθείς να συγχωρήσεις τον εαυτό σου, εσύ ήσουν ο πρώτος που αγνόησες τα σημάδια προσποιούμενος πως όλα ήταν εντάξει. Εκείνον που διέπραξε την προδοσία μπορεί κάποια στιγμή να τον συγχωρήσεις. Τον εαυτό σου, βαθιά μέσα σου, ίσως ποτέ. Γιατί το να λυτρωθείς θα ήταν μεγαλύτερη προδοσία.

Εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν στρέψει το βλέμμα του στη θέα έξω από το βαγόνι, διέκρινα στο πρόσωπο του έναν μορφασμό πόνου αναμεμειγμένο με νοσταλγία, λες και κάποια απρόσκλητη ανάμνηση είχε μόλις ζωγραφιστεί στο τζάμι.

—Με αυτόν τον τρόπο, όμως, όταν δηλαδή ο πόνος υποβόσκει, πόσο εύκολο είναι να βάλει κανείς ουσιαστική τελεία σε μια ιστορία που είτε συνέχεια είτε ανά διάστημα τον βασανίζει;

Γύρισε και με κοίταξε ξανά έχοντας φανερά συνέλθει από το σύντομο ταξίδι της μνήμης.

—Για κάθε ιστορία που δεν μπαίνει τελεία, υπάρχει πάντα ένα ερωτηματικό που παραμένει στη θέση του γιατί όποια απάντηση κι αν λαμβάνει, δεν του είναι ποτέ αρκετή ώστε να φύγει από τη μέση.

—Όμως, αν δεν «πενθήσεις» για ένα συναίσθημα ή μια σχέση που τελείωσε, δεν επέρχεται πραγματική λύτρωση, μουρμούρισα περισσότερο μονολογώντας και λιγότερο θέτοντας μια ερώτηση.

—Δεν πρέπει να πενθείς για ό,τι θεϊκό σ’ έστειλε -έστω για λίγο- σε κάποιον επίγειο παράδεισο, τόνισε με διάθεση νουθεσίας την ώρα που διασχίζαμε ακόμη ένα τούνελ.

—Καθηγητά, ψέλλισα διστακτικά από φόβο μήπως οι λέξεις που ήμουν έτοιμος να ξεστομίσω χάνονταν στη διαδρομή από το νου στη γλώσσα μου, ποια είναι η γνώμη σας για τα απωθημένα της ζωής;

Με κοίταξε διερευνητικά πάνω από τα γυαλιά του. Ένιωσα τη ματιά του να διαβάζει τις πιο μύχιες σκέψεις μου και μικρές σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να εμφανίζονται στο μέτωπο μου.

—Τα απωθημένα ανήκουν κατά βάση στο παρελθόν. Είναι καταστάσεις που για κάποιο λόγο δεν είχαν την διαδρομή που θέλαμε ή τέλειωσαν διαφορετικά από ό,τι επιθυμούσαμε. Όσο τα απωθημένα του παρελθόντος συνυπάρχουν αρμονικά με τις προσδοκίες του μέλλοντος, εξασφαλίζεται η ισορροπία. Όταν όμως μπερδεύονται στα πόδια του παρόντος και διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Τις περισσότερες φορές οδηγούν σε τέλμα, σε μια κατάσταση αέναης, σχεδόν εμμονικής επανάληψης. Ο καθένας μας οφείλει στον εαυτό του να τον προσέχει, να φροντίζει να ξυπνά και να κοιμάται μ’ έναν στόχο, ένα όνειρο ή έναν έρωτα . Έτσι ξέρει πως κάπου είναι ή κάπου θέλει να πάει. Η στασιμότητα —ειδικά εκείνη που δημιουργεί το σαράκι του ανολοκλήρωτου— δεν υπήρξε ποτέ καλή ερωμένη.

Από τα μεγάφωνα ανακοινώθηκε η άφιξη στον επόμενο σταθμό. Ήταν τυχαίο ή μοιραίο;

—Καθηγητά, φώναξα ενώ σηκώθηκα αποφασιστικά από τη θέση μου, θα πρέπει να ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη μιαν άλλη φορά. Εδώ κατεβαίνω.

Με κοίταξε αυτάρεσκα διασκεδάζοντας με την παρόρμηση μου.

—Κι αν δεν τα καταφέρουμε; Αν αυτή είναι η πρώτη και τελευταία σας ευκαιρία;

—Πάντα θα υπάρχουν ευκαιρίες για τους ανθρώπους που τις κυνηγούν, καθηγητά.

Το πρόσωπο του φώτισε στο άκουσμα της απάντησης. Έγνεψε καταφατικά και ανανεώσαμε σιωπηλά το ραντεβού μας. Γύρισα την πλάτη και κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Η κόρνα του τρένου σταμάτησε, οι πόρτες άνοιξαν, πήρα μια βαθιά ανάσα και κατέβηκα. Οι ράγες αυτού του ταξιδιού κατέληγαν σ’ έναν μόνο προορισμό.

Ένιωσα τους δαίμονες του παρελθόντος μου να χορεύουν ταγκό εκστασιασμένοι την ώρα που χτύπησα το κουδούνι χωρίς να ξέρω αν θα μου απαντήσει κάποιος. Η παρουσία μου δεν προκάλεσε κανένα σημάδι έκπληξης στα μάτια που την αντίκρισαν.

—Τι θέλεις;, με ρώτησε λες και είχαμε να μιλήσουμε από χθες.

—Να πάρουμε το τρένο για τη θάλασσα, όπως τότε, απάντησα και άπλωσα το χέρι μου.

Κατηφορίσαμε προς τον σταθμό, σταθήκαμε μπροστά στην αποβάθρα και κοιταχτήκαμε. Ξύπνησαν μνήμες γεμάτες με στιγμές και συναισθήματα. Ήμασταν πια έτοιμοι να κάνουμε αυτό το ταξίδι. Πάνω σ’ αυτές τις ράγες βρισκόταν η αλήθεια μας.

Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα

Πρώτη δημοσίευση: tovivlio.net,  με τίτλο “Αλήθειες πάνω στις ράγες”

 

Thessaloniki Arts and Culture

 

 

Διαβάστε επίσης

Close