Artist: Ron Hicks

Το ρήμα Θέλω

Είναι περασμένα μεσάνυχτα αλλά ο Μορφέας αρνείται να ‘ρθει να με πάρει.

Τα βλέφαρα μου είναι φορτωμένα με τόνους κούρασης, το σώμα μου μουδιασμένο λες και το ‘χουν τσιμπήσει χιλιάδες σκορπιοί ενώ το ταβάνι θολώνει και χορεύει παρόλο που κάποιες στιγμές προσπαθώ να εστιάσω το βλέμμα μου πάνω στην παλιά ρωγμή στη γωνία ακριβώς δίπλα στη ντουλάπα.

Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που επισκεύασα και έβαψα το σπίτι. Πρέπει να το βάλω στο πρόγραμμα κι αυτό. Αυτό το καταραμένο πρέπει της ζωής μου, να το πάλι. Είμαι σίγουρη πως όταν πεθάνω, πάνω από το νεκροκρέβατο μου κάτω από την κουκούλα του Χάρου, θα αιωρείται ένα μεγάλο περήφανο αχόρταγο πρέπει.

Αν είχε μορφή θα ήταν ένα άσχημο ανθρωπόμορφο τέρας που κατατρώει τις ζωές και τις ψυχές των ανθρώπων. Αν δεν κρατούσε δρεπάνι -όπως ο Χάρος- σίγουρα θα χρησιμοποιούσε τα γυμνά του χέρια για να πνίξει τις επιθυμίες τους. Το γέλιο της ευχαρίστησης του κάθε φορά που ένα θέλω θα θυσιαζόταν στο βωμό του, θα αντηχούσε ως τα πέρατα της γης. Θα κατέπνιγε ακόμη και τον θρήνο εκείνου που σκότωσε την επιθυμία του για να προλάβει μια αναγκαιότητα. Ένα μαυροφορεμένο, σκληρό και αδυσώπητο πρέπει που αντί για αίμα ρουφά ακούραστα τον αυθορμητισμό των ανθρώπων.

Ποιος είπε πως τα πρέπει είναι αναγκαίο μέρος της ζωής; Κι αν είναι, γιατί πρέπει να καταλαμβάνουν τόσο πολύ χώρο; Γιατί πρέπει πίσω από κάθε νικηφόρο πρέπει, να βρίσκεται ένα ηττημένο θέλω;

Τα σιχαίνομαι αυτά τα βράδια της ανείπωτης αλήθειας μου που με κρατούν ξύπνια. Εκείνη φωνάζει μέσα μου κι εγώ προσποιούμαι πως δεν την ακούω. Προσπαθώ να φέρω στο νου μου την τελευταία φορά που κυνήγησα με πάθος ένα θέλω μου. Που το άρπαξα πριν φύγει από τα χέρια μου, που το κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου, που έτρεξα ανέμελα πλάι του, που το φρόντισα και του έδωσα την σημασία που του άξιζε.

Αντίθετα έρχονται στο μυαλό μου αμέτρητες στιγμές που συνεχώς έτρεχα να προφτάσω ένα πρέπει. Μια δουλειά, μια υποχρέωση, ένα καθήκον που κανείς τελικά δεν υπολογίζει διότι το αποτέλεσμά του είναι προϊόν αναγκαιότητας και υποχρέωσης. Κανείς δεν εκτιμά την προσπάθεια ή την επιλογή να υπακούσεις σε όσα προστάζει το πρέπει.

Δεν προσπαθώ πλέον να ξεγελάσω και να παρηγορήσω τον εαυτό μου. Το πρέπει είναι μια ακόμη επιλογή μου. Θέλεις από φόβο, από δισταγμό ή αμφιβολία, η ουσία είναι πως πνίγω στα βάθη του ανολοκλήρωτου και ανικανοποίητου τις επιθυμίες μου και ακολουθώ τη σίγουρη οδό που με θέλει οπαδό των προσταγών της κοινωνίας και των υποδείξεων των άλλων.

Νομίζω πως πια ακόμη και τα ίδια τα θέλω μου συνήθισαν την αναβλητικότητά μου και έμαθαν να μη με τσιγκλάνε. Ζουν καταχωνιασμένα πάνω από τόνους πρέπει. Παράτησα εγώ την επιθυμία να κυνηγώ τα όνειρά μου, με παράτησε κι εκείνη με τη σειρά της. Σταμάτησα να αποζητώ τη δίψα να τα δω να πραγματοποιούνται. Έβαλα πολύ νερό στο κρασί μου και τώρα πια δεν θυμάμαι τη γεύση του. Πίνω από συνήθεια, όχι από δίψα.

Θέλω να κλείσω τα μάτια και να χαθώ στα νερά των θέλω μου. Μου έχει λείψει η αίσθηση της έξαψης και της λαχτάρας κάθε φορά που μια βαθιά επιθυμία μου παίρνει σάρκα και οστά. Αντ’ αυτού έμεινα εγώ ένα κρέας με ένα μάτσο κόκκαλα, χωρίς μια ουσιαστικά ζωντανή καρδιά. Αναπνέω και ζω για τους άλλους.

Τον αδικώ τον εαυτό μου, το ξέρω. Δεν είμαι εντάξει απέναντί του. Δοκιμάζω τις αντοχές του. Τον απογοητεύω συχνά με την επιμονή μου να ακούω τις σειρήνες των κοινωνικών συμβάσεων όταν όλα μέσα μου επιθυμούν να αρμενίζουν ψάχνοντας την Ιθάκη των «θέλω» μου. Μου έχει λείψει ένα ταξίδι στ’ ανοιχτά.

Θέλω ένα ταξίδι μαζί σου στ’ ανοιχτά, μ’ ακούς;

Γύρισε και κοίταξε τη μητέρα της που κοιμόταν ήρεμη, χαμένη στους λαβύρινθους του δικού της κόσμου. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που η άνοια της στέρησε το μίτο της διαύγειας του μυαλού της.

«Θέλεις να ταξιδέψεις μαζί της αλλά δεν μπορείς» ψιθύρισε στον εαυτό της. Τον κατηγόρησε για όλες τις φορές που ένα πρέπει την εμπόδισε να αφιερώσει λίγο παραπάνω χρόνο σε ένα από τους σημαντικότερους ανθρώπους της ζωής της.

Δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ πριν πόσο εύκολα μπερδεύονται τα θέλω με τα πρέπει και γίνονται δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν είχε φανταστεί πως θα ευχόταν να πρέπει να αφιερώσει χρόνο στη μαμά της και η ζωή να μην ήθελε να την κάνει το χατίρι.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η μαμά της γύρισε και την κοίταξε με μάτια βουρκωμένα που έκλειναν μέσα τους όσα δεν μπορούσε να πει. Έγειρε πιο κοντά της και της έπιασε το χέρι.

«Θα το κάνουμε αυτό το ταξίδι ακόμη κι αν χρειαστεί να κάθομαι σ’ αυτή την πολυθρόνα για ώρες, μέρες, μήνες, μ’ ακούς;» της είπε και προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα που ορμητικά χτυπούσαν τον εξωτερικό υμένα του ματιού της.

 

Αυτή τη φορά ήθελε να πρέπει και έπρεπε να ήθελε να ταξιδέψει μαζί της. Μια βαθιά επιθυμία της χόρευε στον ίδιο ρυθμό με μια επιτακτική ανάγκη της, σαν ένα.

Το καράβι των θέλω της είχε μόλις ανοίξει πανιά ψάχνοντας την Ιθάκη του…

 

Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα

Πρώτη δημοσίευση: tovivlio.net

 

Thessaloniki Arts and Culture  

 

 

Διαβάστε επίσης

Close