Για την αυτοβιογραφία του Ευάγγελου Παπαστράτου

Για την αυτοβιογραφία του Ευάγγελου Παπαστράτου

Tό κείμενο που ακολουθεί δεν αποτελεί, μικρή έστω, μελέτη.

Ούτε κατά κανένα τρόπο προτίθεται να εισέλθει σε αγρούς αλλότριους αυτών της, ευρεία εννοία, λογοτεχνίας -και εν προκειμένω… «καπνοχώραφα». Δύο διαφορετικής τάξεως λόγοι συνέβαλλαν στην συγγραφή του:

1) Από την χειρονομία χάρη στην οποία, πριν μερικούς μήνες, η αυτοβιογραφία του Ευάγγελου Α. Παπαστράτου Η δουλειά και ο κόπος της ήρθε στα χέρια μου, ως την ανάγκη να γραφεί το κείμενο κι ακόμη μέχρι την τελευταία του γραμμή, ελκυστήρας του στάθηκε μια καρδιακή κατάσταση: η Ευγνωμοσύνη.

2) Από πλευράς πάλι «Κανόνων Ζωής», όπως θα έλεγε ο Κώστας Τσιρόπουλος, σημαντικό ρόλο έπαιξε για την γράφουσα μια συγκεκριμένη θέση: Τόσο η λογοτεχνία όσο και οι ποικίλες, προφορικές ή γραπτές μαρτυρίες (ημερολόγια, λευκώματα, καταγραφή μνημών, βιογραφίες κ. ά.) συμπληρώνουν, κατά τρόπο συχνά αποκαλυπτικό, την «επίσημη» ιστοριογραφία και συνεισφέρουν στην επιστήμη της ιστορίας.

Αφορμάται λοιπόν το κείμενο από μια διπλή βάση: Ευγνωμοσύνης όσο και Επιθυμίας συνεισφοράς προς την κατεύθυνση αυτού που ονομάζω «Θάρρος της Μνήμης».

Papastratos logo

Θεώρησα επομένως πρώτο χρέος μου να μιλήσω για έναν βίο γύρω από την Δουλειά και τον Κόπο της από την αρχή του βίου του συγγραφέα του έως την τελευτή του, επειδή το βιβλίο ταυτοχρόνως αγγίζει δύο μεγάλες συλλογικές μας πληγές, τις οποίες (όχι πρωτοτυπώντας αλλά ούτε και αυθαιρετώντας) αποκαλώ: η αγωνία της Ιστορίας και η απώθηση της Μνήμης .

(Οι ιστορικοί πρόσφατα την ονόμασαν Άρνηση). Κι αμέσως θα αναφερθώ σε δύο αρετές, για τις οποίες οφείλουμε να κοπιάσουμε, ιδίως στον καιρό μας: εννοώ το Θάρρος του αντικρίσματος της Ιστορίας και στο Θάρρος της Μνήμης, όπως ήδη ειπώθηκε.

Καμία από τις αρετές αυτές δεν μπορεί να ριζώσει σε εδάφη μισαλλόδοξα, σε χώματα ιδεολογικών η άλλων προκαταλήψεων, παρά μόνον εκεί που η νηφάλια και αγαθή προαίρεση προτιμά το αληθές από τις ψευδαισθητικές φαντασιώσεις, ακόμη και τις πλέον προσφιλείς.

papastratos3

Το βιβλίο Η δουλειά και ο κόπος της είναι πρωτίστως προκλητικά ανοιχτό σε ιστορική και κοινωνιολογική διερεύνηση. Η ιδιομορφία του βρίσκεται στο χρονικό εύρος που καλύπτει αναφορικά με τον εν Ελλάδι βίο: από την αγροτική (και έως αρχαϊκή στη δομή της) υπαίθρια Στερεά Ελλάδα/Ρούμελη, μέχρι τη μεταπολεμική προέλαση της λεγόμενης νεωτερικότητας.

Ο Παπαστράτος γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1884 στο παλιό Βραχώρι. Τον Δεκέμβρη του 1944, μέσα σε συνθήκες αναγκαστικού εγκλεισμού, καταπιάστηκε με την πρώτη καταγραφή των αναμνήσεων της ζωής του. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1964, «έκλεισε κι αυτήν την εκκρεμότητα» (σύμφωνα με τον απαρέγκλιτο κανόνα του βίου του: «να μην παρατά δουλειές μισοτελειωμένες»), αφού τις επεξεργάστηκε εκ νέου, κάνοντας αλλαγές και προσθήκες εξ αιτίας των όσων είχε προσθέσει η εικοσαετία που στο μεταξύ παρήλθε φέρνοντάς τον στα ογδόντα του χρόνια. Τις τύπωσε λοιπόν σε βιβλίο αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας του, και αυτή η ιδιωτική έκδοση μοιράστηκε μόνο στα μέλη της οικογένειάς του.

Πολύ πρόσφατα, το 2012, δηλαδή 48 χρόνια αργότερα, στον τόπο που ευεργετήθηκε με μια σχολή που φέρει το όνομά του, χάρη σ’ έναν γείτονα που δεν είναι αμνήμων ούτε αγνώμων – το όλως εναντίον, μαζί με την πληροφορία για την νέα έκδοση, μου δόθηκε και η αρχική έντυπη μορφή του βιβλίου.

Η δουλειά και ο κόπος της – Από τη ζωή μου του Ευάγγελου Α. Παπαστράτου δεν είναι λογο-τέχνημα, χωρίς να του λείπουν λογοτεχνικές χάρες, ιδίως στα πρώτα της κεφάλαια για την παιδική και την πρώιμη νεανική ηλικία του συγγραφέα. Ένας πλήρης κόσμος ανασταίνεται με δύναμη, αμεσότητα και αυθεντικότητα.

Ο αναγνώστης αισθάνεται πως ο συγγραφέας δεν ψεύδεται αφ’ ενός και αφ’ ετέρου εμφορείται από πνεύμα δικαιοσύνης. Το λαογραφικό υλικό είναι πλούσιο: τοπωνύμια και ιδιόλεκτα σώζονται με αυθόρμητο τρόπο, γιατί είναι εμφανές το χάρισμα ενός αφηγητή που, εμπλεκόμενος στην αφήγηση μετέχει συναισθηματικά, χωρίς να χάνει το μέτρο μιας αναγκαίας απόστασης από πράγματα και γεγονότα.

Οι περιγραφές του παραπέμπουν σε κλασικούς συγγραφείς μας, έτσι ωσάν να κρατά κανείς στα χέρια του το πρωτογενές χωροχρονικό υλικό από το οποίο εκείνοι έπλασαν τα έργα τους. Όχι μόνο όμως σε δικούς μας αλλά και άλλους πέραν των ορίων της χώρας μας. Αμέσως δίνω ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά αξέχαστα, λιγότερο όμως προικισμένα με τέτοια μεγαλειώδη δύναμη όπως αυτήν των σελίδων 55-56.

Σ’ αυτές μια Ελλάδα πλωτών ποταμών, όχι μόνο ανατρέπει την αντίληψη για τον «στενό μας τόπο» που τον «κλείνουν δύο μαύρες συμπληγάδες» κατά την χαρακτηριστική εναγώνια διατύπωση του Σεφέρη, αλλά μας φέρνει στο Υψηλόν και το Απέραντο, σελίδων, παραδείγματος χάριν, από την κλασσική αμερικάνικη η την σκανδιναβική λογοτεχνία, όπου ανασαίνει κανείς μιαν όλως άλλη τοπιογραφία και ζωή.

Ανακαλείται αυτομάτως ο κόσμος των βουνών στη θαυμαστή Ιστορία του Rip Van Winkle από τον Washington Irving γραμμένο στις αρχές του ίδιου αιώνα (1819) ή ο ευωδιαστός αέρας από το Τραγούδι της Ζωής της Σέλμα Λάγκερλεφ.

Πέραν αυτών των «Χαμένων Κόσμων», τι έχει σήμερα να μας πει σήμερα η αυτοβιογραφία ενός αγροτόπαιδου που ξεκίνησε στα δώδεκά του μπακαλόγατος κι αργότερα υπαλληλάκος σε εμπορικό του Αγρινίου, για να αναδειχθεί εκτός από ακάματος δουλευτής, σε πολίτη του κόσμου, σε ευεργέτη της πατρίδας (κατά την παράδοση των μεγάλων ευεργετών), σε αποφασιστικό καινοτόμο κατά την μετακίνησή του από το καπνεμπόριο στην καπνοβιομηχανία που ίδρυσε μαζί με τ’ αδέλφια του;

Οι αξίες που αναδεικνύουν λέξεις οι οποίες επαναλαμβάνονται στο βιβλίο είναι: φιλεργεία, κόπος, μέτρο, ευγνωμοσύνη, ιδανικό, ένα νόημα πέραν της στενής κερδοσκοπίας και των προσωπικών φιλοδοξιών, μια πίστη .

Όπως εξαρχής ξεκαθάρισα ό,τι με ώθησε στην απόφαση να ασχοληθώ με την συγκεκριμένη αυτοβιογραφική μαρτυρία, είναι κυρίως η καλλιέργεια του θάρρους της συλλογικής μνήμης: το να τολμούμε να ανασύρουμε στο φως του τώρα, δηλαδή στο φως των ερευνών και των επανεκτιμήσεων/επανεξετάσεων, κάθε εκδήλωση της συλλογικής μας ζωής, προσπαθώντας να δούμε πίσω από «ταμπέλες» και «κατηγοριοποιήσεις»

Να τολμούμε κατ’ ουσίαν να είμαστε ευγνώμονες για όσα αξίζει να είμαστε, σε συμφωνία με την απλότητα της φωνής της καρδιάς μας, κι όχι μόνο στη βάση των θεωρητικοποιήσεων και της επιστημοσύνης, που ωστόσο αδιαμφισβήτητα έχουν την μεγάλη τους αξία.

Επιστρέφω λοιπόν στην ευγνωμοσύνη και την εκφράζω στον γείτονά μου Σταύρο Γιαλαμά, του οποίου η μεγάλη εκ μητρός προσφυγική οικογένεια (από την Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας) έστησε με την δημιουργία κιόλας του προσφυγικού συνοικισμού στις υπώρειες του Υμηττού, το πρώτο καπνοπωλείο και γνώρισε από πολύ κοντά και επί μακρόν τους περισσότερους καπνοβιομηχάνους.

Προβαίνοντας στην ευγενική χειρονομία να μου δανείσει το βιβλίο για την Δουλειά και τον Κόπο της, μου τόνισε πως στο οικογενειακό τους μικρεμπόριο ξεχώριζαν την, μακράν οποιασδήποτε συγκρίσεως, εντιμότητα και κυρίως φιλάνθρωπη πλευρά της προσωπικότητας του Παπαστράτου.

Ανάμεσα στα πάμπολλα μορφωτικά ιδρύματα με τα οποία συνεργάστηκε και πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και εκτός από την δράση του στις επιτροπές του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, παρέμεινε ισόβιο μέλος του Δ. Συμβουλίου του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου, της Παπαστρατείου Επαγγελματιικής Σχολής και του Ινστιτούτου Ερεύνης Νοσημάτων Θώρακος.

Την Παπαστράτειο, την ίδρυσε ο ίδιος το 1929 ως Νυκτερινή Σχολή . Το 1930 έγινε Δημοτική Σχολή και τελικά το 1932 έγινε Δημόσια Επαγγελματική Σχολή . Λειτουργεί έως σήμερα.

Μένει έκπληκτος κανείς από την ενεργητικότητα του ανδρός, την πληθώρα των ενδιαφερόντων του, τις καινοτόμες ιδέες και πραγματώσεις του, το πολυτάραχο της ζωής του, το αμετακίνητο ενδιαφέρον για τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις που με τα αδέλφια του ίδρυσαν εντός και εκτός Ελλάδας, την απίστευτη φιλεργία του.

Κλείνοντας το κεφάλαιο με τίτλο «Προς το τέρμα του ταξιδιού» γράφει εμφατικά: «Δουλέψαμε χωρίς να αδικήσουμε κανέναν. Από την δουλειά μας βγήκε η πληρωμή του κόπου μας. Πλουτίσαμε χωρίς όμως να ζαλιστούμε και να δημιουργήσουμε εχθρούς.

Κι όταν, με τις αλλεπάλληλες ζημιές που μας προξένησαν τα γεγονότα των τριάντα τελευταίων ετών, γίναμε σημαντικά φτωχότεροι απ’ όσο ήμασταν στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, δεν αλλάξαμε, δεν θυσιάσαμε τις αρχές μας, δεν εγκαταλείψαμε τα ιδανικά μας».

Και στον επίλογο των αναμνήσεων από το βίο του γράφει, με μια διάθεση σοφής όσο και γλυκιάς παραινετικότητας: «Όσο για μένα, πίστεψα από μικρός σε τέσσερα βασικά πράματα: την εργατικότητα, την επιμονή, την υπομονή και την τιμιότητα. Όταν πρωτόπιασα δουλειά έμαθα γρήγορα να μη θεωρώ προσβλητικό για μένα να κάνω σαν υπάλληλος και εργασίες που στο σπίτι μου δεν τις έκανα.

Έμαθα να μη φοβούμαι τη δουλειά. Ξυπνούσα χαράματα και δούλευα και 14 και 16 ώρες τη μέρα -όσο άντεχα- την εποχή που οι εργάτες δούλευαν 10 ή 12 ώρες. Δεν δούλευα μονάχα για να γίνει η δουλειά που μου είχαν αναθέσει τ’ αφεντικά μου, παρά για να μαθαίνω, για ν’ αποκτήσω την πείρα, που χωρίς αυτήν δεν θα κατάφερνα να προκόψω.

Φυσικά αυτό απαιτούσε να δείχνω θέληση, να θυσιάζω συχνά την επιθυμία μου να παίξω, να γλεντήσω, να χαζέψω. Στα νιάτα μου χάρηκα λίγο τα παιγνίδια και τα γλέντια, και μου έμεινε πάντα η νοσταλγία της αμεριμνησίας της πρώτης παιδικής μου ζωής που βάσταξε ως τα δώδεκα χρόνια μου –λιγότερο από πολλών άλλων.

Κατάλαβα εγκαίρως πως το να βάζει κανείς σε πειθαρχία τον εαυτό του, το να μάθει από μικρός να στερείται τις πρόχειρες ευχαριστήσεις είναι σωτήριο. Αλλιώς κινδυνεύει να παρασυρθεί από την αδυναμία του δικού του χαρακτήρα και τις παρέες του, που παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στην πρώτη μας ηλικία, και να σπαταλήσει το πολυτιμότερο κεφάλαιο που διαθέτει ο καθένας μας, τον καιρό του, τη ζωή του.

Ο νέος που ξεκινά για τον δύσκολο αγώνα της ζωής θα συναντήσει στο δρόμο του και δύστροπους ανθρώπους Δεν θα του είναι πάντα δυνατόν να τους αποφύγει χωρίς να συγκρουστεί μαζί τους. Συχνά θα ζημιώσει και θα αδικηθεί. Δεν είναι αυτός λόγος για να γίνει και ο ίδιος δύστροπος και σκληρός με τους άλλους.

Συνάντησα κι εγώ στη ζωή μου δύστροπους ανθρώπους. Προτίμησα να είμαι υποχωρητικός παρά να δίνω το δικαίωμα να με χαρακτηρίσουν σκληρό ή άδικο. Απέφυγα όμως να έχω στο εξής συναλλαγές μαζί τους, και για τούτο δεν βρέθηκα ποτέ στην ανάγκη να καταφύγω στα δικαστήρια. Τα παιδιά που ξεκινούν για τη ζωή , πρέπει να πιστεύουν σε κάτι, να έχουν κάποιο ιδανικό, πέρα από τον πόθο της οικονομικής επιτυχίας.

Χωρίς το ιδανικό αυτό να τα παρασύρει εντελώς στα σύννεφα, χρειάζεται να έχουν στο νου τους κάτι, που να τα ανεβάζει κάπως ψηλότερα από τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής. Και να επιζητούν την επιτυχία, όχι για να κερδίσουν, παρά για να μπορέσουν να υπηρετήσουν τα ιδανικά τους.

Δεν είναι δυνατόν να φτάσει κανείς όλα τα ιδανικά του. Πολλά θα μείνουν απρόσιτα. Αλλά το να πιστεύουμε σε κάτι και να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε θυσίες, και δυνάμεων και απολαύσεων, για να το πλησιάσουμε, είναι ένα κίνητρο που βοηθεί να προχωρήσουμε πολύ μακρύτερα παρά αν κινούσαμε με μοναδικό όνειρό μας να καλοπεράσουμε στη ζωή μας».

(….)

Άφησα για το τέλος τους συγκινησιακούς παράγοντες που αφορούν σε μένα την ίδια και ασφαλώς καθόρισαν δραστικά την επιλογή μου να ασχοληθώ με το βιβλίο: γόνος ανταλλαξίμων, γεννήθηκα και πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της δικής μου ζωής πολύ κοντά στην Παπαστράτειο Σχολή.

Οι ευκάλυπτοι που κατηφόριζαν από το βουνό και έθαλλαν υπερύψηλοι σε κάθε κεντρική οδό και πάροδο του παλιού συνοικισμού, μάλλον μετρημένοι πια, υψώνουν εντούτοις πάνω σε ορατές ογκώδεις ρίζες τα θαυμαστά φίλτρα των φυλλωμάτων τους, στοιχημένοι μπροστά στην Παπαστράτειο. Ακόμη!

Υδρόφιλοι λίαν, απλώνουν τις ρίζες τους, διάσπαρτες και στα διηγήματα της γράφουσας από το 1972 με τα Επτά της Άρκτου *, μέχρι το Κήπος Περίφρακτος** του 1992, μέχρι τις πιο πρόσφατες συλλογές διηγημάτων της. Είναι πάντα παρόντες με κάποιο τρόπο και η συγγραφέας δεν έχει αμφιβολία για το τρανό τους σύμβολο «Μεγίστων Πνευμόνων» στην σκέπη των οποίων προσδιορίστηκε ή μάλλον σφραγίστηκε η ζωή της.

Πνευμόνων χρείαν έχουμε και τώρα όλοι. Κατεπειγόντως αλλά και διαρκώς: τόσο στην φαντασιακή ψυχολογική ή πνευματική διάσταση της ύπαρξής μας όσο και στο πέρα για πέρα χειροπιαστό και ενθαδικό επίπεδο του τώρα. Κρίση Πνευμόνων περνάμε! Οξυγόνο μας λείπει. Φίλτρα ζωής είναι το αιτούμενο για μας και τους απογόνους μας κι όχι δύσπνοιες και ασφυξία θανάτου.

Έτσι λοιπόν: γιγαντωμένοι ευκάλυπτοι μπροστά στα Σχολεία, μπροστά στην Παπαστράτειο. Ήταν ο ίδιος ευκάλυπτος; Στάθηκε τουτέστιν Πνεύμονας για τον τόπο ο Ευάγγελος Π.;

Τα τελευταία χρόνια του, τον απασχολούσε πολύ, τον βασάνιζε ίσως, το θέμα των «Επιβλαβών Συνεπειών του Καπνού»*** …

Αλλά και στην Νέα Σμύρνη που έζησα πολλά χρόνια, υπήρχε κοντά μου το μεγάλο κτήμα Παπαστράτου: έξω από την υψηλή του περίφραξη, στα μάτια του διερχόμενου ή περιπατητή φάνταζε απέραντο, γεμάτο ελιές . Στα 1970 είχε μέσα κάρο με αλογάκι, ένα ηλικιωμένο ζεύγος, «προφανώς επιστάτες», σκεπτόμουνα κάθε φορά που, από την μισάνοιχτη πόρτα, τους διέκρινα μαζί κι ένα σπιτάκι, ωραίος μπακτσές, δενδρώνας.

Ήταν μια όαση μέσα στην πόλη που άλλαζε δραματικά. Ένας αληθινός Περίφρακτος Κήπος, όπου άκουγα πως μπορούσες να πας ν’ αγοράσεις φθηνά και φρέσκα ζαρζαβατικά. Εκεί αργότερα κτίστηκαν πάλι … σχολεία.

Για τον ιδρυτή της Παπαστρατείου, για τον κύριο του κτήματος, ποτέ δεν έτυχε να μάθω. Ούτε κανείς μου είπε, ούτε ενδιαφέρθηκα η ίδια, αν και δυο βήματα από το σπίτι μας κάποιος τον γνώριζε καλά! «Καιρός παντί πράγματι», αλήθεια.

Τώρα, στις χαλεπές μέρες όπου μας έφεραν (ανάμεσα στα τόσα) και το ύπουλα ολέθριο «να περνάμε καλά και …χαλαρά», κι όπου οι οικονομικές elite χαρακτηρίζονται κυρίως από αμοραλισμό ενός … ναρκωτικού εθισμού σε παροξυσμό απαίδευτης, κερδοκαιροσκοπίας, καθοδηγούμενες κατ’ ουσίαν από ισχυρό μηδενιστικό, κακόζηλο πνεύμα, τώρα ο, για πολλούς λόγους, γενναίος φίλος μου δάνεισε την πρώτη έκδοση (1964 ) του Η Δουλειά και ο Κόπος της.

Νομίζω πως ήταν πολύ καλή η ιδέα των εκδόσεων Gema να επανεκδώσουν το βιβλίο. Αξίζει να διαβαστεί ευρέως, να μελετηθεί, να κριθεί. Αξίζει να ανοιχτεί εξ αφορμής του ευρύνους διάλογος.

Δεν γνωρίζω αν ο Ευάγγελος Παπαστράτος είχε σκοτεινές πλευρές . Κάθε άνθρωπος έχει. Άλλης τάξεως όμως είναι η σκοτεινή ανθρώπινη φύση εν γένει και άλλης η διαβλητότητα μιας αμφίβολης η και ανύπαρκτης Ηθικής Βούλησης . Απ’ όσα διάβασα στις, χωρίς ωραιοποιήσεις, 250 αυτοβιογραφικές σελίδες , ευδιάκριτη θαρρώ πως υψώνεται στα μάτια του αναγνώστη μια ισχυρή γκάμα αξιών σε λειτουργία.

Μακάρι να το διαβάσουν τόσο οι εντελώς νέοι επιχειρηματίες όσο και οι «άπληστου μεταπολιτευτικού τύπου» ράθυμοι Νεοέλληνες νεόπλουτοι. Αν τους έχουν απομείνει και ίχνη ανθρωπιάς, θα έχουν την σπάνια ευκαιρία ακόμα και να αφυπνιστούν από την νέκρα του ύπνου τους, λαμβάνοντας ένα δυνατό μάθημα ήθους. Μοιάζει ανέφικτο αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει (ακόμα και ‘κει που όλα φαίνονται ανέλπιδα και χαμένα), πώς πότε και τι λειτουργεί αφυπνιστικά!

* Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Ν. Κ. ιδιωτική έκδοση.

** Διηγήματα ( 1987 -1992 ), Πλανόδιον, 1992

*** Αναφορά στο γνωστό θεατρικό μονόπρακτο του Α. Τσέχωφ.

Της Νατάσας Κεσμέτη

Πηγή: diastixo.gr

Εμείς το διαβάσαμε: peopleandideas.gr

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close