Artist: Χριστίνα Ζώη

Ένα όνειρο, μπλε! από τη Χριστίνα Ζώη

Ήρθα να σε δω απόψε παιδί μου…

Τι κάνεις; Πως είσαι;

Η φιγούρα, σαν αερικό με γαλάζια και άσπρα πέπλα, κάθισε εκεί απέναντί του… στη μεγάλη καρέκλα μες στο σκοτάδι.

Τα πέπλα της θρόισαν καθώς καθόταν, αέρας ήταν κι όπως καθόταν οι άκρες από τα πέπλα της τον χτυπούσαν στο πρόσωπο. Κόλλησε στο κρεβάτι του εκείνος, να απομακρυνθεί, το φοβόταν τούτο το απόκοσμο πράγμα. Τα  μάτια του όμως ήταν ορθάνοιχτα μες στο σκοτάδι. Κόλλησε την πλάτη του στο κρεβάτι και κοιτούσε συνέχεια το πλάσμα απέναντί του.

Η φωνή συνέχισε την κουβέντα της… μα μεταμορφωνόταν  καθώς μιλούσε. Μία, ήταν μια όμορφη κοπέλα, με καθαρό πρόσωπο, και μακριά ίσια μαλλιά… μία σα να μιλούσε μια γριά, μια θεία μακρινή, μια γυναίκα απλή,  που τάχα μου ήρθε επίσκεψη και μιλούσε σε ένα αόρατο κοινό. Έλεγε μα τι ωραία που τα είχαν κάνει όλα, πόσο όμορφα ήταν εδώ, σ’ αυτό το σπίτι και πόσο θαύμαζε ο κόσμος αυτό το μέρος. Ένα σωρό κολακείες όμως, και λοιπά και λοιπά…

Η κοπέλα πλησίασε το κρεβάτι του, άρχισε να του χαϊδεύει το πρόσωπο και τον ρωτούσε σα να ήταν άρρωστος: τι κάνεις, πως είσαι, έφαγες τίποτα; Μετά πήγε στη σερβάντα σα να έκανε μια δουλειά και γύριζε πάλι και τον ρωτούσε διάφορα. 

Όλα καλά, του έλεγε και όλο τον ρωτούσε και τον επαινούσε: μα τι ωραία που τα έχεις κάνει, μπράβο σου μωρό μου, μπράβο σου… και η μικρή σου χάρηκε ε;  Έτσι… έτσι μπράβο! Μα, σιγά να μιλάμε, να μην ξυπνήσουμε τη γυναίκα που κοιμάται δίπλα σου…

Μετά η κοπέλα άφησε τις δουλειές της, γύρισε στη θέση της και σα να μεταμορφώθηκε πάλι… τώρα φάνηκε μια άλλη γυναίκα πίσω από τα διάφανα γαλάζια πέπλα. Φορούσε μαύρα ρούχα, καλοκαθόταν στην καρέκλα της κι έπινε τον καφέ της αργά με ευχαρίστηση που την κάλεσαν σ’ αυτό το ωραίο σπίτι και μπορούσε να λέει τα δικά της… κι έλεγε τάχα μου:

Εξαιρετική οικογένεια, όλοι αυτό λένε σας λέω, πολύ εξαιρετική οικογένεια! Και ο γιός, πάρα πολύ εξαιρετικός, άσε, όλοι τα καλύτερα, λένε… έχει κι ένα κοριτσάκι, εξαιρετικό παιδί! Και η μάνα του κυρία, σωστή κυρία…! μα όλη η οικογένεια είναι εξαιρετική! Και κοιτούσε γύρω της μην πιστεύοντας πως την κάλεσαν σ’ αυτό το ωραίο σπίτι, ναι θα τους έλεγε ό,τι ήθελαν να ακούσουν, αρκεί να καθόταν εκεί, σ’ αυτή την καρέκλα, πίνοντας αργά τον βαρύ γλυκό καφέ …! Και να μιλάει σα να μη συμβαίνει τίποτα, σ’ αυτό το θέατρο, το  χωρίς κοινό, το θέατρο της φαντασίας της.

Και ξαναμεταμορφώθηκε η μαύρη γυναίκα, έγινε ξανά  η κοπέλα με τα πέπλα. Καθόταν στην καρέκλα και, σα να μη μπορούσε πια να σηκωθεί… δεν άντεχε, φαινόταν ότι την είχε τσακίσει ο πόνος! Ήταν μια ζωγραφιά πια, μια φιγούρα με  μπλε και άσπρα χρώματα. Τα χρώματα είχαν γίνει πολύ έντονα στα ρούχα της… τη βάραιναν, δεν μπορούσε να σηκώσει το σώμα της, έμενε εκεί απελπισμένη, μη μπορώντας να βάλει δύναμη να σηκωθεί.

Το πρόσωπό της είχε την έκφραση του πόνου, ήταν χλωμή, άσπρη, με μόνες φανερές πια τις άσπρες και μπλε πινελιές της. Τα ρούχα της έρεαν, όλο κυματισμούς, την κρατούσαν, δεν την άφηναν να σηκωθεί. Και δίπλα στην καρέκλα της, όρθιοι δύο μεταλλικοί κυλινδρικοί στύλοι γκρίζοι, που… σα να προσπαθούσε να πιαστεί.

Και όπως τους κοιτούσε ο άνδρας που έβλεπε ο όνειρο, είδε τους στύλους να αλλάζουν κι αυτοί, να  γίνονται δύο άνδρες με πρόσωπα.

Η κοπέλα μεταμορφώθηκε ξανά… έγινε μια ηλικιωμένη φιγούρα τώρα πια, που συνέχιζε ένα μονόλογο σε μια μισοαρχινισμένη συζήτηση:  Ναι παιδί μου που λες, όλα καλά, μαθαίνω για σένα πολύ καλά πράγματα…  έλεγε. Μαθαίνω πας πολύ καλά, έχεις την υγεία σου και είσαι χαρούμενος.

Μα, η γριά σα να απέφευγε το βλέμμα του, σα να υποκρινόταν, σα να ήθελε να τα πει για να ξεφύγει από τη δύσκολη κατάσταση που βρισκόταν. Ναι παιδί μου, είμαι πολύ ευχαριστημένη εκεί που είμαι, μαθαίνω  τόσο καλά πράγματα… πάντα ήμουν περήφανη για σένα το ξέρεις. Τώρα πρέπει να φύγω όμως, έκατσα πολύ σήμερα. Θα ‘ρχομαι να σε βλέπω στον ύπνο σου παιδί μου, πάντα έρχομαι, το ξέρεις.

Την κοίταζε καλά καλά. Να της μιλήσει τώρα; Εντάξει, της λέει τελικά, μπορείς να φύγεις, να μη σε κρατάω άλλο.

Και σκέφτηκε ότι ναι, τελικά άδικα ταράχτηκε, σα να φαινόταν όλα καλά, τίποτα δεν άλλαξε. Κάτι όμως του κίνησε την απορία… Μισό λεπτό! Ποιοι είναι αυτοί δίπλα σου; τη ρωτάει ανήσυχος. Σα να μην την πίστευε τη γριά, μια μικρή τόση δα αμφιβολία του έμεινε, που τον συντάραζε. Ήταν άραγε κάτι το τόσο προφανές αυτό που έβλεπε ή ζούσε μες στο όνειρο; Ξανάκανε την ερώτηση πιο δυνατά: Ποιοι είναι αυτοί δίπλα σου;

Η γριά έστρεψε αλλού το βλέμμα της, σα να ήθελε να ξεφύγει από τις απαντήσεις. Τίποτα παιδί μου, να δύο αστυνομικοί  είναι, ήρθαν εδώ τα παλληκάρια να με προσέχουν. Είμαι μεγάλη γυναίκα, δεν πρέπει να βγαίνω μόνη μου έξω σ’ αυτήν την ηλικία. Γι’ αυτό δόξα τω θεώ έχω αυτούς να με προσέχουν. Όχι, δεν είναι επειδή ήρθα να σε δω, μη νομίσεις!

Μαθαίνω τόσα καλά για σένα, πάντα χαίρομαι να έρθω να σε δω, αλλά να αυτή τη φορά είχα και τα παιδιά από δω, δε μ’ αφήνουν στιγμή, με προσέχουν πάρα πολύ, δόξα τω θεώ! Όχι δε με συνοδεύουν επειδή ήρθα να σε δω, μη νομίσεις…., δεν έχει σχέση με σένα. Τώρα όμως πρέπει να φύγω, δεν είναι να μείνω άλλο! Να είσαι καλά παιδί μου και να προσέχεις τον εαυτό σου, εντάξει;

Η γριά σα να σηκώθηκε να φύγει, σαν ένα σώμα μες στο άλλο σώμα. Οι αστυνομικοί την κράτησαν να σηκωθεί. Και τότε πάλι σα να μεταμορφώθηκαν όλα ξανά πάλι… η κοπέλα ξαναεμφανίστηκε στη θέση της γριάς… και με το ζόρι προσπάθησε να σηκωθεί.

Οι αστυνομικοί με τα χέρια  την τράβηξαν ξανά… έδωσε μία και σηκώθηκε με όλο το βάρος πάνω της. Τα άσπρα της πέπλα κινήθηκαν δεξιά και αριστερά καθώς σηκωνόταν. Έδωσε μία και σηκώθηκε όρθια, αφήνοντας στην καρέκλα τα δύο άλλα σώματα…

 

Γράφει η Χριστίνα Ζώη, 23/11/2017

 

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close