Ό,τι κρατάς με τη βία το σκοτώνεις

Ό,τι κρατάς με τη βία το σκοτώνεις

Once in a belewe moon, από τη Luna Sirano

ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ: ΣΤΟ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΑΝΤΑ.
ΣΤΙΓΜΗ: ΛΥΚΑΥΓΕΣ.
ΣΚΗΝΙΚΟ: ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΑ ΕΡΕΙΠΙΑ.
ΧΙΟΝΙ.

Αυτός : Βρήκε στην μυρωδιά της την Παραμύθα του.
Εκείνη: Βρήκε στην αγκαλιά του την Ιθάκη της.

Αυτός: Φοβήθηκε.
Eκείνη: Πίστευε.

Αυτός: Έφυγε.
Εκείνη: Τον άφησε να φύγει.

‘Ηταν λίγο πρίν ξημερώσει… η ώρα που θυμόμαστε τα όνειρα.

Αυτός, έσυρε το παγωμένο του κορμί την άκρη του δρόμου και μέσα στη θολούρα της αέναης πάλης του ένα φώς τον διαπέρασε, σήκωσε το βλέμμα του και τότε… αντίκρυσε Εκείνη.

Εκείνη, άπλωσε το χέρι της και τον οδήγησε σ’έναν άλλο κόσμο μαγεμένο για να τον σώσει από τον εφιάλτη του. Σ’έναν άλλο κόσμο που βρίσκεται καλά κρυμμένος μέσα σ’αυτόν εδώ.

Αυτός, την ακολούθησε.
Εκείνη, πέρασε μερόνυχτα δίπλα του μέχρι που του γιάτρεψε όλες τις πληγές και μπόρεσε να σταθεί ξανά στα πόδια του.

Αυτός, θέλησε να την ευχαριστήσει μα φοβήθηκε πως αν την αγγίξει θα την καταστρέψει γιατί ήταν στη φύση του αυτό να κάνει.
Εκείνη, τον καθησύχασε πως δεν κινδυνεύει από τα χέρια του μονάχα απ’το φιλί του. Ένα φιλί είναι όρκος με τίμημα βαρύ που θα πρέπει να πληρώσει.

Αυτός, της υποσχέθηκε πως τα χείλη του, τα δικά της δεν θ’αγγίξουν όσο αυτός τα λογικά του έχει.
Εκείνη, του χαμογέλασε.

Αυτός, της ζήτησε στον κόσμο της να μείνει.
Εκείνη, του είπε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον και πώς το συντομότερο πρέπει αυτός να φύγει γιατί όσο μένει κινδυνεύει.

Αυτός, της ζήτησε να τον μαγέψει, να τον κάνει έναν απ’αυτούς και να τον κρατήσει κοντά της.
Εκείνη, του ψιθύρισε πώς ”ότι κρατάς με τη βία το σκοτώνεις… Αν σε μαγέψω θα’ναι σαν την ψυχή σου εγώ να φυλακίζω και κάτι τέτοιο, εγώ, ποτέ δεν θα μπορούσα να σου κάνω.”

Αυτός, της ορκίστηκε πως μονάχα δίπλα της θέλει να ζεί…
Εκείνη, τον παρακάλεσε να φύγει γρήγορα πρίν μαγευτεί ολότελα απ’τον δικό της κόσμο.

Αυτός, της ζήτησε να του πεί ποιός είναι ο τρόπος για να την κάνει δική του.
Εκείνη, του είπε πώς όσο κι αν το λαχταράει η καρδιά της, είναι από άλλον κόσμο, κι άνθρωποι κι αερικά δεν θα’ναι ποτέ ίδιοι, πρέπει απλά να την ακούσει και να φύγει.

Αυτός, έκανε να φύγει, τη χάρη να της κάνει, μα κοντοστάθηκε κάτω απ’το φώς του φεγγαριού με βλέμμα μαγεμένο κι εμεινέ εκεί ν’ακούει τη μελωδία αερικών που έπαιζε γι’αυτόν… αυτό ήταν, σιγά σιγά του κλέβαν την ψυχή του.
Εκείνη, δάκρυσε, προσπάθησε μάταια να τον συνεφέρει.

Αυτός, την κοίταξε στα μάτια κι άρπαξε ένα φιλί της με τη βία.
Εκείνη, τον έσπρωξε μακρυά τα δάκρυα της κρυστάλλωσαν κι έπεσαν στο χώμα… ”μόλις εσύ μ’έδεσες για πάντα να σου ανήκω κι αυτός είναι όρκος δυνατός που δεν μπορώ να σπάσω, μα ξέρω πως το τίμημα εγώ θα το πληρώσω… δεν έπρεπε ποτέ τόσο κοντά με τις πληγές σου να’ρθω… φύγε θνητέ, τρέχα μακρυά να σώσεις την ψυχή σου.”

Αυτός, για μια στιγμή, σα να ξύπνησε από όνειρο, κατάλαβε τι μεγάλο κακό της είχε προκαλέσει.”Πώς μπορώ τώρα εγώ τον όρκο να κρατήσω και κανένα τίμημα εσύ να μην πληρώσεις. Ότι μου πείς εγώ αυτό θα κάνω. συγχώρα με, χάνω τα λογικά μου…”
Εκείνη, του είπε πώς πρέπει σε κάθε μπλέ φεγγάρι να την επισκέπτεται, αν μια φορά τη λησμονήσει εκείνη θα χαθεί για πάντα στο δάσος των σκιών.

Αυτός, της υποσχέθηκε πως αυτό θα κάνει μιας και η καρδιά του της ανήκει απ’την πρώτη στιγμή που την αντίκρυσε. Την αγκάλιασε σφιχτά κι αναστέναξε.
Εκείνη, σκέφτηκε ότι αυτός δεν μπορεί παρά την προδώσει… ”είναι στο αίμα του”… είπε στον εαυτό της, μα κάπου εκεί, για μιά στιγμή μονάχα, μες στην αγκαλιά του ησύχασε.

Αυτός, μόλις άρχισε να παίζει ξανά η μελωδία έτρεξε όσο πιό μακρυά μπορούσε…
Εκείνη, έμεινε να τον κοιτάζει που φεύγει.

Αυτός, λίγο πρίν περάσει την Πύλη, της φώναξε…”Πάντα θα έρχομαι, πάντα να με περιμένεις, δεν θα σ’αφήσω ποτέ…”
Εκείνη, αναστέναξε.

Και τα χρόνια περνούσαν… κι Αυτός κράτησε την υπόσχεση του και κάθε που είχε μπλέ φεγγάρι γιοματό έτρεχε να την συναντήσει… Εκείνη γέμιζε με λάμψη κάθε φορά που περνούσε λίγες στιγμές μαζί του κι αυτές οι στιγμές της ήταν αρκέτες για να γεμίζουνε οι σκέψεις της τις νύχτες… είχε αρχίσει να πιστεύει σ’αυτόν…

Σ’αυτόν;;;

Όχι… όχι σ’αυτόν… σ’αυτήν πίστευε… πίστευε πως θα μπορούσε ν’αλλάξει το πεπρωμένο.

Μα καταβάθος ήξερε… ήξερε πως είναι στη φύση του ανθρώπου να κυριεύεται από μια ακατάσχετη μανία ν’αποκτήσει αυτό που δεν μπορεί να έχει, και μόλις το αποκτάει… να το λησμονεί. Και δεν άργησε να έρθει εκείνη η νύχτα που επιβεβαίωσε τον φόβο της.

Το φεγγάρι ήταν ντυμένο με μπλέ βαθύ σάβανο κι εκείνη στεκόταν στο μέρος τους και τον περίμενε… τον περίμενε… οι Πύλες ήταν ανοιχτές και το βλέμμα της καρφωμένο στο μονοπάτι που ένωνε τους δύο κόσμους… ώσπου πέρασαν τρία μερόνυχτα κι αυτός δεν φάνηκε.

Στο επόμενο φεγγάρι συνέβη ακριβώς το ίδιο… και τα χρόνια περάσαν… και τα φεγγάρια γέμιζαν και άδειαζαν… κι Εκείνη είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη της… είχε σχεδόν ξεθωριάσει ολόκληρη… είχε αρχίσει να χάνεται… και κάπου εκεί… λίγο πρίν μείνει μονάχα η σκιά της άκουσε έναν ψίθυρο.

Απόσπασμα από το θεατρικό έργο: ONCE IN A BELEWE MOON της LUNA SIRANO.

Διαβάστε επίσης

Close