la petite fille aux coquelicots, Punkinmom (Caroline)

Τα λουλούδια

Σήμερα το πρωί περπατούσα στους δρόμους αμέριμνα. Οι δρόμοι τόσο γεμάτοι, που μπορούσαν να με αδειάσουν.

Μου ήρθε η εικόνα σου μες το νου και με ξάφνιασε…

Σπασμένο πορσελάνινο βάζο, πεσμένα αναμαλλιασμένα λουλούδια και νερό. Νερό που άφησε τον λασπωμένο λεκέ του, πάνω στο διψασμένο μου χαλί, κι εκείνο τον ρούφηξε λαίμαργα.
Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο απο τότε. Μοιάζει με εικόνα δίχως λέξεις…

Νομίζω πως τα λουλούδια, ήτανε κίτρινα καζάνια και λίγες λευκές μαργαρίτες.
Τι σημασία έχει τώρα, ίσως να με ρωτούσε κάποιος περαστικός.

Κοιτάζω απέναντι απο την διασταύρωση ένα μικρό πράσινο πάρκο.  Περνώ απ’ τη διάβαση, απορροφημένη σχεδόν αφηρημένη θα έλεγα. Γύρω μου κόσμος περπατά γρήγορα  και ανέκφραστα.
Κατευθύνομαι προς το πάρκο, ανέγγιχτη συναισθηματικά, ίσως και αρκετά αποστασιοποιημένη, απο τους ανθρώπους που με προσπερνούν. Πλησιάζω σε ένα, όχι και τόσο καλοστεκούμενο, παγκάκι, και δίχως δεύτερη σκέψη, κάθομαι να ξεκουράσω την αόρατη λογική μου.

Παίρνω βαθειά ανάσα και ξεφουσκώνω τον άτοπο στεναγμό που με έπνιγε.
Κοιτάζω γύρω μου και διαπιστώνω πως υπάρχουν όμορφοι ανθισμένοι θάμνοι, και κάποια γέρικα σκιερά πλατάνια, που κλέβουν σταλιά-σταλιά τις ζωηρές αχτίδες του ήλιου.

Μια απρόσμενη ανακούφιση μ’ αγκαλιάζει, σα δροσούλα, μαζεύοντας όλη τη σκοτεινιά που φώλιαζε μέσα μου. Έρχεται και κάθεται δίπλα μου ένα παιδάκι. Μου κίνησε το βλέμμα, η αδιάκριτη ταλαιπωρία που ήταν ζωγραφισμένη πάνω στην όψη του. Παρατηρώντας το, δεν έμεινα ασυγκίνητη απο το γλυκό και αληθινό χαμόγελο του.  

Τα μάτια μας διασταυρώθηκαν και κείνο με ρώτησε ευγενικά και κάπως διστακτικά, αν ήθελα να πάρω ένα απο τα τριαντάφυλλα που κρατούσε στο χέρι.  Γέλασα αυθόρμητα και μάλιστα όχι απλώς γέλασα, μα ξεκαρδίστηκα στα γέλια… Το παιδί με κοιτούσε σαστισμένο και απορημένο…

Και που να το βάλω το τριαντάφυλλο, τώρα που δεν έχω βάζω; Σκέφτηκα.

– Αν δεν θέλετε δεν με πειράζει. Αποκρίθηκε.

– Είναι τόσο μυρωδάτα τα λουλούδια σου που πραγματικά θέλω να μου δώσεις. Κι όχι ένα, πέντε θα πάρω, και άκου τι θα τα κάνω, τώρα που δεν έχω βάζο. Υπάρχει ένα μικρό παρτέρι έξω απο το σπίτι μου. Εκεί θα τα φυτέψω και θα τα φροντίσω με πολύ αγάπη για να μεγαλώσουν και να μου χαρίζουν την ευχαρίστηση της ομορφιάς τους.

– Πολύ καλή η σκέψη σας, δεν μου έχουν ξαναπεί κάτι τέτοιο. Συνήθως αγοράζουν κάποιοι κύριοι που συνοδεύονται απο κοπέλες και τους τα προσφέρουν για να τα βάλουν στα βάζα τους, απο ότι ακούω να συζητούν μπροστά μου.
 

Ξεδιαλέγοντας τα πέντε πιο ζωντανά τριαντάφυλλα του, μου λέει.
– Ορίστε όμορφη Κυρία, αυτά τώρα είναι δικά σας, να φτιάξετε το όμορφο παρτέρι που μου περιγράψατε και ξέρετε κάτι; Σας τα κάνω δώρο.

– Ευχαριστώ παιδί μου, όμως γιατί δεν δέχεσαι τα χρήματα που σου προσφέρω;

– Είναι που ξέρω πως τούτα εδώ τα λουλούδια, θα πιάσουν τόπο…
 

 

Γράφει η Μαγδαληνή – Αρτεμισία Καμπούρη
                                                                                                      

 

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close