Εκστασιασμένα εστέκονταν κοντά τους
πεντέξι σκαλοπάτια, αρνούμενα να καταλάβουν ότι
ο χρόνος κι η αναμονή εχάναν την αξία των απέναντι στα μάτια•
κι έφτανε για τους ερωτευμένους των δρόμων αυτό το σέπιο φως,
κι η εξακρίβωση πως εν τέλει, ωραία τους ταίριαζ΄ η ζωή στα σκότη.
Δακρυσμέν΄από βροχή εστέκονταν μπροστά τους πεντέξι σκαλοπάτια,
θυμούμενα τότ΄εναν άστεγο που ξάπλωσ΄επάνω τους γεμάτος τρυφερότη,
και νιώσανε πως έρωτας, είναι να γίνετ΄ο καημός σου δικός μου καημός.
Φορτωμέν΄ από τύψεις εστέκονταν κοντά τους
πεντέξι σκαλοπάτια, αρνούμενα το κάλλος τους πως είναι η φθορά.
Εσκύψαν από πάνω τους• τ΄ αρώματα κατάρτια
ενός πλοίου μοναχικού, με σημαία τ΄αγιασμένα μας γινάτια
εσκίζανε τον ουρανό, για μια στερνή φορά.
Πονεμέν΄ άπ΄ αναμνήσεις εστέκονταν κοντά τους
πεντέξι σκαλοπάτια, θυμούμενα μιαν άγνωστη παρτενέρ
και διαλεχτή. Για ΄κείνην θα ΄γραφε στίχους ο Απολλιναίρ•
για ΄κείνην, την κάποιου Νοέμβρη αυθόρμητο ιμερτή
που ΄ξερ΄ ένας άστεγος τ΄ όνομά της και τη φώναζε Βροχή.
Το είχαν ως πράξη ύστατη μεταξύ τους ερωτική:
εκείνη να στάζει ψεύτικη απ΄τα δικά του μάτια,
κι εκείνος να τη γεύεται ως θάνατο και να μεθά.
Τ΄ όνομά της αρχίζει κατάκοπος να σιγοτραγουδά:
”Βροχή, Βροχή, την τελευταία μου σου αφήνω πνοή,
και φεύγω ως ανάμνηση πάνω σε πεντέξι σκαλοπάτια”.
Γράφει ο Βαλάντης Γαούτσης
Thessaloniki Arts and Culture