Artist: Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι

Χαμένη αγκαλιά, από τον Στράτο Κιαπίδη

Έμενε στο κέντρο, σ’ ένα από ’κείνα τα στενά της Άνω Πόλης – κοντά στην πλατεία Τσιτσάνη, αν δεν κάνω λάθος.

Λεπτός, ασπρουλιάρης, με μαύρα μαλλιά. Παλιότερα ήταν πάντα καλοντυμένος. Τώρα, μοιάζει ρακένδυτος, με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μεγάλα σκοτεινά του μάτια.

Δεν βγαίνει πια απ’ το σπίτι, φυτοζωεί εκεί μέσα• μόνο καπνίζει και πίνει χωρίς να τρώει σχεδόν τίποτα όλη μέρα. Οι παλιοί του συγκάτοικοι έχουν φύγει από καιρό. Τέλειωσαν τις σπουδές τους και γύρισαν στα μέρη τους – ο Γιώργης στην Κρήτη και η Βάσω στη Δράμα. Αυτός ήταν Θεσσαλονικιός και ήταν ο μόνος από εκείνη την παρέα που δεν έχει αποφοιτήσει ακόμη.

Πλέον δεν πατάει το πόδι του στη σχολή, ούτε στα στέκια όπου σύχναζαν για να πίνουν καφέδες και τσίπουρα με τις ώρες, μες σε γέλια και μουσικές. Η φοιτητική ζωή… Τα νιάτα ξοδεύονται μέσα σε καφενεία και τεκέδες. Καμιά επανάσταση δεν έχει μείνει πια για να γίνει. Τα φοιτητικά χρόνια πνίγηκαν στα πιοτά και τον καπνό, η ζωή περνάει σαν σύννεφο πάνω απ’ την πόλη – τη σκεπάζει και τη σκοτίζει, χωρίς ποτέ να την ακουμπά.

Σήμερα η μέρα είναι μουντή, άχρονη, άρρωστη όπως κι αυτός. Πριν δυο μήνες, όταν έτρεχε να προλάβει το τρένο για την Κωνσταντινούπολη, λιποθύμησε και τον βρήκαν σε μιαν άκρη του δρόμου. Τον πήγαν στο Ιπποκράτειο, όπου διαγνώστηκε με καρκίνο στον εγκέφαλο. Το πολύ τέσσερις μήνες τού έδωσαν οι γιατροί. Από τότε έκλεισε τις πόρτες, κατέβασε τα τηλέφωνα, σφραγίστηκε μες στο σπίτι του και δεν θέλει να βλέπει κανέναν.

Εδώ που τα λέμε, δεν είχε μείνει και κανένας για να ’ρθει να τον δει• οι γονείς του είχαν μετακομίσει στο χωριό από τότε που ο πατέρας του βγήκε στη σύνταξη και του αφήσανε το μικρό πατρικό σπίτι, μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του. Αυτός δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα για την αρρώστια. «Πόνος που μοιράζεται, είναι πόνος διπλός». Είχε γίνει στοιχειό. Ο θάνατος είχε αρχίσει ήδη να του δίνει την όψη του, τη σκελετωμένη, μαρμάρινη, ψυχρή του όψη. Κάθε μέρα που περνούσε έμοιαζε όλο και πιο πολύ με φάντασμα, με χτικιό.

Σήμερα όμως δεν θα ήταν μια οποιαδήποτε μέρα, σήμερα θα μαζευόταν η παλιά παρέα. Είχαν κανονίσει να του κάνουν έκπληξη, να θυμηθούν τα παλιά, τα ανέμελα, αιώνια φοιτητικά χρόνια. Ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ όταν ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα του. Δεν κουνήθηκε καθόλου – ήταν ανάσκελα στον καναπέ, μέσα στο στενό δωμάτιο που έμοιαζε και βρομούσε σαν χωματερή. Ξαναχτύπησε η πόρτα.

«Άνοιξε, Φάνη! Άνοιξε, εμείς είμαστε!»
Το βλέμμα του ζωντάνεψε. Έπιασε με σπασμωδικές κινήσεις το πακέτο με τα τσιγάρα και έβαλε ένα στο στόμα του άτσαλα. Κατέβασε τα πόδια απ’ τον καναπέ κι απόμεινε καθισμένος. Η πόρτα ξαναχτύπησε.

«Άνοιξε, Φάνη! Ξέρουμε ότι είσαι μέσα, άνοιξε! Φέραμε το αγαπημένο σου ποτό!»
Κονιάκ εφτάρι. Δεν ήταν πια το αγαπημένο του ποτό – το είχε βαρεθεί. Άναψε το τσιγάρο και σηκώθηκε. Έμοιαζε με παλιό φαντάρο που τον σήκωναν για μια ακόμη σκοπιά, μια από τις τελευταίες που του έμεινε να κάνει• σε λίγο θ’ απολυόταν. Ξεκλείδωσε την πόρτα και πήγε πάλι προς τον καναπέ. Η πόρτα άνοιξε και χύθηκαν μέσα οι παλιοί του συγκάτοικοι, μαζί με δύο άτομα ακόμη – δεν τους ήξερε αυτούς.

Έξω η νύχτα ήταν κρύα και ολοσκότεινη, ασέληνη κι ανέφελη κι ανώφελη και γυμνή. Τα κάστρα ήταν καράβια που προστάτευαν την Άνω Πόλη και το Γεντί Κουλέ φάρος βυζαντινός. Ο Θερμαϊκός απλωνόταν μολυβένιος, άδηλος• μια αρχαία πλατιά οδός.

Τα αυτοκίνητα στην παραλία, κάτω απ’ τα φανάρια, δίπλα απ’ τα πολύκοσμα, καλοστημένα μαγαζιά, τα βαπόρια αγκυροβολημένα στη μέση του δρόμου και τα φώτα πολύχρωμα κάτω απ’ τον βορινό ουρανό που βρέχει ομπρέλες. Οι κοπέλες βαμμένες, με ωραία σφικτά κορμάκια και ψηλές μπότες. Τα αγόρια παρέες με τέρμα το γκάζι, τέρμα τη μουσική, τέρμα. Έτοιμοι – πανέτοιμοι όλοι για πόλεμο, για έρωτα, για θάνατο.
Τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν κι έκατσαν όλοι τριγύρω του, σαν σε δείπνο μυστικό.

«Είμαι άρρωστος. Σε λίγο θα πεθάνω».
«Τι είν’ αυτά που λες; Είσαι με τα καλά σου; Μην λες βλακείες!»
«Έχω καρκίνο.
Στο ψυγείο έχει μπύρες, αν θέλετε».
Ακολούθησε σιγή. Ο Γιώργης, πράγματι, σηκώθηκε κι έφερε μπύρες απ’ το ψυγείο.

Η Βάσω έκανε να τον ξαναγκαλιάσει, μα δεν την άφησε – την έδιωξε, όπως ο πελάτης διώχνει τη σερβιτόρα που του φέρνει τα ρέστα – είναι το πουρμπουάρ που θα της αφήσει. Οι άλλοι δύο ήταν φίλοι της, τους είχε φέρει από τη Δράμα για το Σαββατοκύριακο.

Ο ένας ήταν από Λάρισα κι ο άλλος επίσης από Δράμα. Κώστα έλεγαν τον Λαρισαίο και Θεόφιλο τον Δραμινό. Αυτοί έστεκαν αμίλητοι κι άνοιξαν το κονιάκ. Το κλίμα είχε βαρύνει. Αυτή του η δήλωση τους είχε ρίξει όλους στα τάρταρα, το κέφι εξαφανίστηκε. Σε λίγο ήταν όλοι αμίλητοι και κοιτούσαν το πάτωμα. Τι να έκαναν; Να έφευγαν;

«Πάμε να βγούμε». Είπε τότε αυτός, προς έκπληξη όλων.
«Σοβαρά μιλάς τώρα; Εσύ φαίνεσαι χάλια».

Δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται. Έβαλε ένα παλιό, αγαπημένο του μπλου-τζιν, το καρό του πουκάμισο, τις αρβύλες, το μακρύ παλτό του. Τσάκωσε κάτι ψιλά μέσα από ένα βάζο εκεί κοντά και βγαίνοντας άφησε την πόρτα ανοικτή. Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν και αφού γούρλωσαν τα μάτια και ανασήκωσαν τους ώμους, βιάστηκαν να τον προλάβουν. Στην πλατεία άραζε μια παρέα παίζοντας ρεμπέτικα τραγούδια και γυροφέρνοντας τσιγάρα και μπουκάλια. Δεν φυσούσε αλλά είχε κρύο και ξαστεριά.

«Ζούμε στο μέλλον». Αναφώνησε ο Κώστας, καθώς κατηφορίζανε όλοι μαζί δίπλα απ’ τα εβραϊκά νεκροταφεία. Τι εννοούσε; – κανείς δεν είχε όρεξη να μάθει.
Μπροστά μόνος ο Φάνης και πίσω οι άλλοι, τσούρμο τεσσάρων ατόμων. Πέρασαν απέναντι απ’ το Τούρκικο προξενείο και έστριψαν δεξιά, στην Ολύμπου. Κατευθύνθηκαν προς το Μπιτ-Παζάρ.

Στον δρόμο είχε κόσμο – φοιτητές. Ο Φάνης, απότομα, άνοιξε την πόρτα ενός μαγαζιού και μπήκε μέσα. Ήταν ένα μπαράκι που έπαιζε ροκ μουσική, με μεγάλη μπάρα και άφθονη μπύρα. Είχε κόσμο αλλά δεν ήταν γεμάτο. Πήγε κι έκατσε σ’ ένα σκαμπό στο μπαρ. Οι άλλοι μαζευτήκανε γύρα του όπως οι παίκτες ομάδας κυκλώνουν τον προπονητή σε έκτακτο τάιμ-άουτ. Μετά άρχισαν τα ποτά…

Η μουσική έπαιζε δυνατά, τα σφηνάκια πηγαινοερχόντουσαν, λύθηκαν οι ψυχές, άνοιξαν οι καρδιές, ζωντάνεψαν οι μνήμες. Σε καμιά ώρα ήταν όλοι αγκαλιά, ένα κουβάρι ανθρώπινες ψυχές, μέσα σ’ ένα στέκι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης – στο κέντρο του κόσμου. Πέρασαν ώρες… Είχαν μεθύσει όλοι. Βγήκαν έξω με γέλια, κρεμασμένοι ο ένας απ’ τον άλλον, στραβοπατώντας και τραγουδώντας. Δεν υπήρχε πια φόβος, δεν υπήρχε πια κόσμος, δεν υπήρχε αύριο.

Έφτασαν και στάθηκαν στην Καμάρα βγάζοντας φωτογραφίες με τα κινητά. Πριν από λίγους αιώνες, κάποια άλλη παρέα στεκόταν εδώ μεθυσμένη, ντυμένη με πορφυρά, βυζαντινά ρούχα και ξύλινα παπούτσια• τα κορίτσια θα είχαν μακριές, περίτεχνες πλεξούδες και τ’ αγόρια θα φορούσαν γάντια και στη ζώνη τους θα κρέμονταν σπαθιά.

Φωτογραφίες που θα στολίσουν τραπέζια, σε περίοπτες θέσεις, μέχρι να ξεθωριάσουν και να χαθούν, μην αφήνοντας τίποτα πίσω, παρά μια κραυγή που διαπερνά τους αιώνες και που είναι πάντα η ίδια – η κραυγή των ζωντανών• που περιπαίζουν τους «αείμνηστους» νεκρούς, τους τιμημένους νεκρούς των αιώνων, όλους τους «σοφούς» και τους «μεγάλους», που τίποτα δεν αξίζουν μπροστά σ’ ένα γέλιο ζωηρό… Η ίδια πάντα παρέα, μόνο μ’ άλλα ρούχα, άλλα μαλλιά, άλλα όπλα, ώσπου κι αυτά, όπως όλα, να τα μελανιάσει ο καιρός, να τα σβήσει…

Διέσχισαν την πλατεία Ναυαρίνου και προχώρησαν προς τη θάλασσα.
«Τι ωραία βραδιά! Θυμάστε που ’μασταν φοιτητές, πώς ξενυχτούσαμε συνέχεια; Τι ωραία χρόνια!» Είπε η Βάσω, και χτύπησε τον Φάνη στον ώμο φιλικά.
«Απόψε είναι πιο ωραία». Αποκρίθηκε ο Φάνης, δείχνοντας τον ουρανό.

Το παρελθόν είναι κάτι από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις. Η μνήμη είναι μια ανεξέλεγκτη λειτουργία, ακούσια – όπως αυτή της καρδιάς.
«Σήμερα θ’ αλλάξουμε τον κόσμο!» Φώναξε ο Θεόφιλος και χαμήλωσε το βλέμμα – ήξερε ότι έλεγε ψέματα.

Είχαν φτάσει τώρα στη Φιλικής Εταιρείας, λίγο πάνω απ’ τον Λευκό Πύργο, όταν ο Φάνης κατέρρευσε. Έτρεξαν όλοι από πάνω του να τον συνεφέρουν, μα τίποτα. Τον βαρούσαν σφαλιάρες, του έριχναν νερό απ’ τα μπουκαλάκια που ’χαν μαζί τους – τίποτα. Η Βάσω έβαλε τα κλάματα. Πρώτος μίλησε ο Γιώργης.

«Παίρνω το 166».
Εκείνη την ώρα ο Φάνης χτύπησε το πόδι του στο πάτωμα και όλοι κοκάλωσαν.
«Μέχρι τον Πύργο». Ψέλλισε με γέρικη φωνή μικρού παιδιού.
«Ποιον Πύργο!» Φώναξε ο Γιώργης, «Εσύ δεν μπορείς να σταθείς».
Ο Φάνης τον κλώτσησε με ό,τι δυνάμεις τού είχανε απομείνει. Και μετά επανέλαβε.
«Μέχρι τον Πύργο».

Ξανακοιτάχτηκαν όλοι με το ίδιο εκείνο βλέμμα που είχαν κοιταχτεί λίγες ώρες νωρίτερα, όταν ο Φάνης βγήκε απ’ το σπίτι και τους παράτησε. Μετά τον ανασήκωσαν και συνέχισαν προς τον Πύργο.
Η νύχτα είχε μεστώσει. Ήταν γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα και το φεγγάρι εμφανίστηκε αχνό, σαν ένα σχιστό χαμόγελο πίσω απ’ τις πλάτες τους, πάνω απ’ τις κεραίες του Χορτιάτη.

Ο Φάνης ξαναζωντάνεψε – τα γέλια επανήλθαν και συνεχίστηκαν έως και την παραλία. Μονάχα ο Γιώργης είχε κατσουφιάσει, μονάχα ο Γιώργης είχε ξεμεθύσει… Φτάσανε κάτω απ’ το σύμβολο της πόλης και πιαστήκανε όλοι χέρι χέρι σαν σε κυκλικό παραδοσιακό χορό, θέλοντας να μετρήσουν πόσες αγκαλιές είναι η περίμετρος του Λευκού Πύργου.

Μετά από πολλές καταμετρήσεις, μες σε γέλια και παιχνίδι, βρήκανε ότι είναι ακριβώς σαράντα-τρεις αγκαλιές…
 
                                          ………………………………………..
 
Ο Γιώργης και η Βάσω σκοτώθηκαν μαζί, σε ένα αυτοκινητιστικό, όταν η Βάσω τον επισκέφτηκε στην Κρήτη το 2013. Ο Κώστας και ο Θεόφιλος δεν ξαναήρθαν ποτέ στη Θεσσαλονίκη μετά από αυτό το συμβάν. Δεν υπάρχουν νέα τους.

Οι γιατροί πέσανε έξω. Ο Φάνης ξεπέρασε τον καρκίνο χωρίς χημειοθεραπείες και πλέον κατεβαίνει κάθε βράδυ στα σκαλάκια, μπροστά στη θάλασσα, καπνίζει πίνοντας εφτάρι κονιάκ και πριν φύγει, κάθεται μόνος του και μετράει σε αγκαλιές την περίμετρο του Λευκού Πύργου – και τις βγάζει πάντοτε σαράντα-δύο.

                                                                     

Γράφει ο Στράτος Κιαπίδης
Το κείμενο εκδόθηκε στη συλλογή διηγημάτων: Παράξενες Μέρες στη Θεσσαλονίκη, από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες.

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close