Τρίχες Κατσαρές #1 - Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός

Τρίχες Κατσαρές #1 – Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός

Όταν ηΡίτσα η κομμώτρια, πληροφορήθηκε από το συμβολαιογραφείο πως ο Φίλιππος Ταβερνίδης του Δημητρίου, αποθανών αιφνιδίως λόγω ανακοπής, κληροδοτούσε σε εκείνην το κατάστημα επί της οδού Κατούνη – περιοχή Λαδάδικα – γέμισε χαρά και σκέψεις. Καλό το μαγαζί, αλλά είναι στη Θεσσαλονίκη, ενώ εκείνη ζει στην Αθήνα. Χρυσό το μαγαζί, αλλά είναι μεζεδοπωλείο, ενώ εκείνη ονειρευόταν καριέρα σε κομμωτήριο. Τις χάρες όλες έχει το μαγαζί, αλλά πως δικαιολογείται το ρημάδι στον περίγυρο;

Με το συγχωρεμένο, βλέπονταν κάθε χρόνο στο πασχαλινό τραπέζι και τούτο πιότερο γενά, παρά σκοτώνει ερωτήματα. Η χήρα να εισπράτει εκατό ψωροευρώ, τ’ ανίψια ούτε ένα και ηΡίτσα η κομμώτρια, δευτεροξαδέρφη από μάνα, του μπατζανάκη του κουμπάρου του αναδεξιμιού του μακαρίτη, να καρπώνεται το μαγαζί στα Λαδάδικα, μαζί με εξήντα τρεις χιλιάδες ευρώ μετρητά; Η εκ φύσεως οξύτατη περιέργεια των συγγενών, προβλημάτισε αρκετά την Ρίτσα, η οποία παρόλο που καθημερινώς ασχολήτο με τρίχες και μάλιστα άλλων, φυλάκιζε εντός της ανεκτίμητη σοφία. Κάθε πρόβλημα για να λυθεί, ήξερε, πρέπει αρχικά να το αποδεχτείς. Προέβη λοιπόν, σε αποδοχή κληρονομιάς.

Ένεκα και της γενικής κρίσης που της είχε κόψει την πελατεία, ένεκα και της προσωπικής της κρίσης ως προς τα πράγματα, την πήρε την απόφαση. Παράτησε τη γκαρσονιερούλα στα Πετράλωνα, συμβούλεψε τις γυναίκες της γειτονιάς να βρούνε άλλη να τους ισιώνει ή να τους σγουραίνει το μαλλί και τη διάθεση, ετοίμασε δύο βαλίτσες με ρούχα και δώδεκα με καλλυντικά και ανηφόρισε για τη Θεσσαλονίκη. Μία νύχτα μόνο διανυκτέρευσε σε ξενοδοχείο και την επόμενη είχε κιόλας καπαρώσει διαμέρισμα. Στην παραλιακή. Μικρό και παλαιό. Με θέα θάλασσα. Η καλά κρυμμένη φιλοσοφία της, την είχε σκουντήξει: μεγαλύτερη σημασία έχει το που κοιτάς, παρά το που είσαι.

Εκείνη κοίταξε την πόρτα του μαγαζιού. Ξεκλείδωσε βιαστικά, παρατήρησε με ηρεμία, ονειρεύτηκε, φτερούγισε. Ύστερα πέταξε. Όλη την παλιατζούρα που είχε μαζευτεί στην αποθήκη, τις σκουριές, τα άχρηστα. Τον εξοπλισμό της κουζίνας τον πούλησε δεύτερο χέρι. Έβαψε, σκούπισε, σφουγγάρισε. Αντί για κάδρα που φωνάζουν «Καλή Όρεξη», κρέμασε οβάλ καθρέφτες που φωνάζουν ποιος είσαι. Μπροστά τους οι καρέκλες του μεζεδοπωλείου. Σε αυτές θα κουρεύει, θα βάφει, θα χτενίζει τις νέες πελάτισσες. Άλλαξε και την πινακίδα. «Ritsa’s Coiffure».

Παραμονές των εγκαινίων, λιβάνισε τη φωτογραφία του «θείου», πίσω από το ταμείο. Αυτός τη βοήθησε να σταθεί όρθια. Aυτός, που την είχε μόνο ξάπλα. Που κατέβαινε στην Αθήνα να τη δει και τρόμαζε να τον κατεβάσει από πάνω της. Που την νταχτάριζε στα γόνατα κι ακόμη πιο ψηλά . Που της υποσχόταν πως θα πεθάνει νωρίς και το κράτησε. Που δεσμεύτηκε να τη φροντίσει και το έκανε. Έχει πλέον το δικό της μαγαζί! Το καμαρώνει. Νοικοκυρεμένο κι ελπιδοφόρο. Στο βάθος λαμπυρίζουν τα νερά του ενυδρείου και ο Νικόλας κολυμπά ήρεμος. Αυτό το ψάρι, της είχε εκμυστηρευτεί ο μακαρίτης, είναι παροιμιώδες. Λέει μία παροιμία την ημέρα. Αυτήν ακριβώς που χρειάζεσαι ν’ ακούσεις. Αμέσως μόλις φάει. Τρώει τώρα. Πρώτη φορά απ’ τα δικά της χέρια. Μια χουφτίτσα από το πράσινο κουτί με την αποξηραμένη γλιστρίδα.

Ως τ΄Απριλιού τις δεκαοχτώ, να χεις τα μάτια σου ανοιχτά.

Περάσανε οι δεκαοχτώ, άραξε πάνω σ’ ένα αυγό.

ΗΡίτσα η κομμώτρια χαμογέλασε, όταν κλειδώνοντας την πόρτα του μαγαζιού, ξαναδιάβαζε την κολλημένη με σελοτέυπ ανακοίνωση: «Από τις 18 Απριλίου κοντά σας».

Διαβάστε επίσης

Close