Τρίχες Κατσαρές #6 - Νηστικό αρκούδι δε χορεύει

Τρίχες Κατσαρές #6 – Νηστικό αρκούδι δε χορεύει

– Καλή μου Στέλλα.
– Ορίστε, κυρία Ρίτσα μου.
– Μη με λες κυρία Ρίτσα μου.
– Πώς να σας λέω; Κυρία Ευτέρπη μου; Αφού Ρίτσα σας λένε.

– Αφού Ρίτσα με λένε, Ρίτσα θα με λες.
– Δηλαδή, να αφήσω έξω το κυρία;
– Κι εκτός από το κυρία, ν’ αφήσεις έξω και τη μπουγάτσα.
– Γιατί;
– Γιατί δεν έχει θέση μες το μαγαζί.
– Έχει όμως στο στομάχι μου. Πεινάω κυρία Ρίτσα μου.
– Τί σου είπα μόλις τώρα, μωρέ;
– Με είπατε «γιατί δεν έχει θέση μες το μαγαζί».
– Πριν από αυτό;
– Ε…με είπατε «εκτός από το κυρία, ν’ αφήσεις έξω και τη μπογάτσα».
– Μπουγάτσα, είπα.
– Μπου, μπο, το ίδιο είναι.
– Μπου, μπο, άφησες κάτι από αυτά που ζήτησα;
– Όχι.
– Οχιά κι αστρίτης.
– Μα από σεβασμό και μόνο…
– Από σεβασμό και μόνο, να τερματίσουν οι μπουγάτσες. Έχει παραγίνει το κακό. Φεύγουν από εδώ μέσα οι πελάτισσες σαν κουραμπιέδες αμυγδάλου…
– Τί εννοείτε;
– Εννοώ πως ανοίγω το σεσουάρ, πετάει η ζάχαρη στα ύψη κι όπου βρει κεφάλι προσγειώνεται. Κομμένες οι μπουγάτσες!
– Τώρα, απ’ όσο μπορώ να αντιληφθώ, αυτό που μάλλον σας ενοχλεί τελικά δεν είναι η μπογάτσα σαν μπογάτσα, αλλά η άχνη ζάχαρη που έχει πάνω, ίσως και η κανέλλα.
– Ακριβώς.
– Ωραία. Από σήμερα θα φέρνω με τυρί. Λύθηκε το πρόβλημα.
– Τυρόπιτες φέρνε. Μπουγάτσα μην ξαναδώ….
– Μα μπογάτσα θα φέρνω, αλλά όχι με κρέμα, με τυρί. Άντε με σπανάκι. Άντε με κιμά.
– Φέρε και πίτα κολοκύθι, και πίτα μπάμια, τί με νοιάζει!
– Δεν θέλω άλλη πίτα για πρωινό! Μπογάτσα θέλω που με πιάνει.
– Εμένα να δεις τι πιάνει, Στέλλα!
– Τί;
– Είμαι εδω πάνω ένα τρίμηνο κι όλα ωραία και καλά, αλλά να κουβαλάω και το λεξικό του Μπαμπινιώτη για να εξηγώ τι θέλω να φάω! Βοήθεια…
– Θα σας βοηθήσω εγώ, ευχαρίστως, γιατί έχετε λάθος. Μπογάτσα ονομάζεται το φύ…
– Πιάσε αμέσως τη βούρτσα μη σε ονομάσει η κυρά-Τασία…Και κόψε το το κυρία Ρίτσα, γιατί θα κόψω δρόμο και θα με ψάχνεις στη Βουρβουρού, ακούς;
– Ακούω…
– Ίσιωνε. Εδώ. Τη φράντζα. Ευχαριστώ.
– Παρακαλώ.
– Υπομονή κυρία Τασία μου. Τελειώνουμε.
– Δεν μού πάει όμως να σας λέω Ρίτσα, να το ξέρετε. Από σεβασμό. Δεν είμαστε φίλες.
– Θα γίνουμε. Το βλέπω.
– Κι εγώ το βλέπω, Ρίτσες μου.
– Τί είναι πάλι αυτό;
– Με κόψατε την κρέμα, με κόψατε το κυρία, μη με κόψετε και τον πληθυντικό. Όλα δικά σας τα θέλετε!
– Στέλλα, κρατάω βούρτσα, σταμάτα…
– Καλέ, τώρα μόλις άρχισα. Δεν έχετε δει τίποτα…

…μουρμούρισε κλείνοντας το μάτι στον Νικόλα το ψάρι, που έγλυφε ηδονικά κανέλλα και ζάχαρη από τα τειχώματα, μάλλον για τελευταία φορά. Από αύριο η φίλη του η Στελλίτσα θα έφερνε μονάχα αλμυρές μπογάτσες…

– …αν και τώρα που το καλοσκέφτομαι, Ρίτσες μου, θα φέρνω και με κρέμα, απλώς δεν θα τις πασπαλίζω με επιπλέον ζάχαρη…

Άχνη δεν έβγαλε η Ρίτσα.
Αφενός της κυρά-Τασίας το αυτί στεκόταν κορδωμένο για ν’ αρπάξει ό,τι μπορεί. Αφετέρου το δικό της, είχε ήδη αρπάξει και επεξεργαζόταν μία συμβουλή απ’ τη μεριά του ενυδρείου: «τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι».

Διαβάστε επίσης

Close