Τρίχες Κατσαρές #7 - Αλλα ντ΄άλλα τα μεγάλα και της... Κυριακής... το γάλα

Τρίχες Κατσαρές #7 – Αλλα ντ΄άλλα τα μεγάλα και της… Κυριακής… το γάλα

– H τσυρία Ρίτσα;
– Η ίδια.
– Xαίρομαι πολύ. Μαραθάτση Τσυριατσή.
– Μαρα… τσί;

– Μαραθάτση. Σύζυγος του Μανώλη Μαραθάτση, νύφη του Βαντζέλη Μαραθάτση, ξαδέρφη του Μανούσου Μαραθάτση που εμπορεύεται γραβιέρες σ’ όλη τη Βόρεια Ελλάδα και που μένει πάνω απ’ το διαμέρισμα τση τσυρίας Μαρίας τση Κόλλια, που έρχεται εδώ και κάνει τσι μπούκλες. Ετσείνη μου είπε να έρθω. “Τση τσυρίας Ρίτσας πήγαινε”, είπε. “Είναι καινούργια στην πόλη, αλλά βαστάει το χαλινάρι τση βούρτσας”. Και ήρθα.

– Καλώς ήρθατε κυρία…
– …Τσυριατσή, είπαμε. Για τους φίλους Τσιτσή.
– Τσιτσί, σαν να λέμε κρέας.
– Τσιτσή, σαν να λέμε Τσυριατσή, σαν να λέμε ανάμεσα Σάββατο και Δευτέρα.
– Σαν να λέμε από την Κρήτη, ε;
– Από την Κρήτη, ναι, πού το καταλάβατε;
– Είναι που τσιτσιρίζει τ’ αυτί μου σαν λαδάκι στο τηγάνι…
– Τσί;
– Τσίπο… τίποτα… λέω, γιατί αφήσατε τη λεβεντογένα που έχει τέσσερις Νομούς και δυο πελάγη και ήρθατε να καλοκαιριάσετε στον Θερμαϊκό;
– Έχουμε σόι εδώ πάνω και πρέπει πού και πού να συναντιόμαστε. Να μη χάνονται οι δεσμοί.
– Μπούκλες θα κάνετε κι εσείς, σαν την κυρία Μαρία;
– Όι, βέβαια. Ίντα να τις κάνω εγώ τσι μπούκλες; Ίσιο το θέλω το μαλλί, να τσυματίζει. Απλώς, τώρα που καλοκαίριασε, ζήλεψα λίγες ανταύγιες, ξανθωπές, σαν ήλιος.
– Ανταύγιες σε τούτο το μαλλί; Αυτό είναι σαν το ράσο του παπά!
– Το αφήνουμε μακρύ εμείς οι Κρητικές…
– Μαύρο εννοώ. Κατράμι. Κορακί. Τί ανταύγιες γυρεύετε σε αυτή την τρίχα; Λυσσάξατε όλες στην ανταύγια τούτη τη βδομάδα. Μού ταράζετε και τον Νικόλα!
– Ποιός είναι ο Νικόλας; Έshετε κοπέλι βοηθό;
– Κοπέλα έχουμε βοηθό. Σήμερα έχει το ρεπό της. Ο Νικόλας είναι το ψάρι, εκεί, στο ενυδρείο. Στις ανταύγιες σηκώνει παλίρροια. Πάει το νερό κι έρχεται, πάει κι έρχεται…
– Ναι, κατέχω, πλυμμηρίδα κι άμπωτη, αλλά γιατί; Γιατί ωρέ Νικολό σεληνιάζεσαι;
– Φοβάται από το αλουμινόχαρτο που βλέπει στα κεφάλια σας.
– Αλήθεια λέτε;
– Το μαγαζί ήταν μεζεδοπωλείο πριν γίνει κομμωτήριο και του έχει μείνει τραύμα ψυχικό. Όλοι τον απειλούσαν πως θα τον ψήσουν ριγανάτο, σαν τσιπούρα.
– Α, το κακορίζικο! Δεν σε ψήνουμε εσένα, βρε… ησύχασε. Θα κάνουμε τσι ανταύγιες μας όμορφα – όμορφα και θα σου πω κάτι μύθους εγώ κρητικούς, για ψαρούκλες τρανές που δεν φοβούνται τίποτα, ναι;
– Ναι, ναι, αλλά καθίστε επιτέλους κυρία Κική μου, Κυριακή μου, όπως προτιμάτε… Καθίστε να δούμε τι κάνουμε με την τρίχα σας κι αφήστε τη λαογραφία για έπειτα. Ώσπου να βγάλουμε εδώ ξανθή ανταύγια, θα ξημερώσει του Άη-Λια, βοήθεια μας…

… είπε η ταλαίπωρη Ρίτσα, κάνοντας τον Σταυρό της και παρατηρώντας μέσα απ’ τον καθρέφτη, λίγο τις σκούρες τρίχες με το ανοιχτό όραμα, λίγο το σαλονικιώτικο καλοκαίρι που έσερνε το βήμα του έξω από την πόρτα. Ο κόσμος σήκωνε ιδρωμένος ολόκληρο Χειμώνα στις τσέπες του.

Νοστάλγησε την Αθήνα της, μετά από καιρό. Σα να είδε εκεί μπροστά και μια λωρίδα Αργοσαρωνικού. Μπλε. Καταμεσίς του Ιουλίου θα πήγαινε για μπάνιο απογευματινό στα κολπάκια στο Μάτι. Μπορεί κι από την άλλη πλευρά, κατά το Σούνιο, για να βλέπει κατάματα τον νυσταγμένο ήλιο, ωσότου εκείνος βουτήξει τελικά στο νερό κι αποκοιμηθεί. Θάλασσα και ουρανός πορτοκαλί, σαν του ροδάκινου.

– Ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι των Χανίων, με ρατσή και ντάκο, τί άλλο θέλετε, τσυρία Ρίτσα! Ακούστε που σας λέω. Στη Μεγαλόνησο να μας έρθετε φέτος για διακοπές…

Όμως η Ρίτσα είχε ήδη σαλπάρει κι έπιανε άλλα νησιά. Ταπεινότερα; Αίγινα, Αγκίστρι, Ύδρα, Σπέτσες. Έπλεε με το νου. Οι μέρες της δουλειάς θα περνούσαν μια – μια, υπομονετικά. Τις μετρούσε σαν κουκούτσια κερασιών που φτύνονται ένα – ένα στο πιατάκι. Και κάποιο βράδυ, δεν αργούσε, θα χυνόταν πάνω σε μια γνώριμη αμμουδιά ή σε μια χούφτα βότσαλα. Ακριβώς σαν μια ομήγυρη κουκουτσιών, που χύνεται έξω από θυσιασμένο πεπόνι.

Ο Νικόλας που είχε μόλις χαλαρώσει ακούγοντας μινωϊκά παραμύθια δια στόματος… Τσυριακής, ξαναταράχτηκε. Μυρίστηκε τα πλάνα της κυράς του. Ποιός θα τον τάιζε αν σηκωνόταν κι έφευγε για μέρες; Έφερε δυο βόλτες γύρω από τον εαυτό του και καταπίνοντας απομεινάρια χθεσινών τροφών, κατάφερε να βρει τη δύναμη και να φωνάξει: Τον Αλωνάρη δούλευε, καλό Χειμώνα να χεις.

Ορίστε μας!

Διαβάστε επίσης

Close