Αφιέρωμα Ταινίας: Fight Club (1999)

Αφιέρωμα Ταινίας: Fight Club (1999)

Σκηνοθεσία: David Fincher

Ηθοποιοί: Edward Norton, Brad Pitt, Helena Bonham Carter, Meat Loaf, Zach Grenier, Richmond Arquette, David Andrews, George Maguire, Eugenie Bondurant, Rachel Singer, Christina Cabot, Tim DeZarn, Ezra Buzzington, Sydney ‘Big Dawg’ Colston

Της Κασσάνδρας Γαλάτου (Movie Heat)

“The first rule of Fight Club is: You do not talk about Fight Club.” Εγώ όμως θα πάρω το θάρρος και θα μιλήσω, καθώς επέλεξα να είναι το πρώτο μου αφιέρωμα για τις ταινίες των 90’s. Έπειτα από τα εξαιρετικά αφιερώματα στο “Heat” (1995) και στο “Beauty and the Beast” (1991) από τον Άγγελο και την Χριστίνα αντίστοιχα, κι ενώ αναμένουμε το “Titanic” (1997) από την Μαίρη, το “Fight Club” (1999) μου φάνηκε η ιδανική επιλογή. Αποτελεί μια ταινία που με στιγμάτισε σε μεγάλο βαθμό και τολμώ να πω πως είναι από τις ταινίες εκείνες που με έκανε να αγαπήσω και να παθιαστώ τόσο πολύ με τον κινηματογράφο. Αναμφίβολα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια από τις πιο γνωστές και πετυχημένες ταινίες της εν λόγω δεκαετίας, αλλά και όλων των εποχών. Πριν ξεκινήσω, προειδοποιώ: σε περίπτωση που δεν έχετε δει την ταινία, 1ον: σπεύσατε!!! και 2ον: μην διαβάσετε το παρακάτω αφιέρωμα πριν την δείτε, λόγω spoilers.

Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, όταν η ταινία πρωτοκυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1999, δεν πήρε και τις καλύτερες κριτικές και έκοψε έναν σχετικά χαμηλό αριθμό εισιτηρίων. Ένας από τους λόγους ήταν η έντονη και ωμή παρουσίαση της βίας. Το θέμα είναι πως η βία αυτή δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά παίζει σημαντικό δραματουργικό αλλά και συμβολικό ρόλο. Το έργο εκτιμήθηκε με την πάροδο του χρόνου, καθιστώντας το ένα συναρπαστικό cult αριστούργημα. Ο David Fincher δημιούργησε ένα διαχρονικό έργο τέχνης, σκοτεινό, ειρωνικό, διάχυτο από κοινωνικούς προβληματισμούς και με ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη ψυχεδελική ατμόσφαιρα. Ίσως η καλύτερη κινηματογραφική στιγμή του σκηνοθέτη μέχρι στιγμής (και να σημειώσω ότι έχει κάνει ΤΑΙΝΙΑΡΕΣ!). Από όπου και αν πιάσεις την ταινία είναι μοναδική: σκηνοθεσία, μουσική, ερμηνείες (δεν περιμένεις τίποτα λιγότερο έχοντας στο cast ονόματα όπως Edward Norton, Brad Pitt και Helena Bonham Carter). Εκεί όμως που η ταινία ξεπερνά τον εαυτό της είναι στο σενάριο, γραμμένο από τον Jim Uhls και βασισμένο στο βιβλίο του Chuck Palahniuk.

12557783 10201268263624218 1354497304 o

Όλα ξεκινάνε από έναν πλούσιο γιάπη, θύμα του καταναλωτισμού (Edward Norton) ο οποίος… δεν μπορεί να κοιμηθεί. Δεν του λείπει τίποτα, η ζωή του όμως είναι άδεια, μέσα στον υλικό της κορεσμό. Όταν η αϋπνία ξεκινά να του γίνεται καθημερινότητα, απευθύνεται σε μια ομάδα υποστήριξης καρκινοπαθών, και όλως παραδόξως, παρακολουθώντας τις συνεδρίες τους, κοιμάται ξανά. Οι ομάδες υποστήριξης γίνονται κάτι σαν εθισμός για τον πρωταγωνιστή. Εκεί γνωρίζει την Marla Singer (Helena Bonham Carter), μια μυστηριώδη, λίγο τρελή και αλλόκοτα σέξι γυναίκα, η οποία, όπως και ο ίδιος, δεν πάσχει από κάποια ασθένεια, δεν έχει κανενός είδους πρόβλημα (λέμε τώρα), και παίζει κι αυτή τον ρόλο του «τουρίστα» στις συνεδρίες. Η γνωριμία αυτή είναι πολύ σημαντική για τον γιάπη, ακόμα πιο σημαντική δε η «γνωριμία» του με τον Tyler Durden (Brad Pitt).

12506769 10201268265264259 1397223847 n

O Tyler αποτελεί πρότυπο για τον πρωταγωνιστή και διαθέτει όλα όσα θα ήθελε να έχει και ο ίδιος: είναι άνετος, δυναμικός, ανεξάρτητος, ηγετική φυσιογνωμία, εμφανίσιμος και καλός στο κρεβάτι. Για κάποιον πολύ παρατηρητικό θεατή, το γεγονός πως το όνομα του πρωταγωνιστή – γιάπη δεν αναφέρεται ποτέ, και άλλες μικρές αλλά πολύ σημαντικές λεπτομέρειες, όπως το ότι η φιγούρα του Tyler Durden εμφανίζεται σε κάποια σημεία σαν σφήνα μιλιδευτερολέπτων σε πλάνα (για πάρα πολύ παρατηρητικούς) πριν εμφανιστεί επίσημα στην ταινία, αλλά και αρκετοί διάλογοι και ατάκες, μπορούν να τον οδηγήσουν στην αποκάλυψη του εξαιρετικού plot twist της ταινίας μια ώρα αρχύτερα. Βέβαια, δεν γνωρίζω κάποιον που να κατόρθωσε αυτό το δύσκολο εγχείρημα. Ο πρωταγωνιστής, λοιπόν, πάσχει από διπολική διαταραχή προσωπικότητας. Η γέννηση του Tyler μέσα του αποτελεί μια επανάσταση, ένα έναυσμα για να αλλάξει την μίζερη ζωή του κατά 360 μοίρες. Όντας αδύναμος, επινοεί έναν μέντορα, μια φυσιογνωμία πιο δυνατή από τον «ίδιο». Καίει το λουξ, άνετο και πανάκριβα επιπλωμένο διαμέρισμά του για να μείνει σε ένα τρισάθλιο, ετοιμόρροπο και βρωμερό σπίτι. Ο γιάπης είναι πραγματικά ερωτευμένος με τον καναπέ του IKEA, με τις πράσινες ρίγες και την σικάτη γκαρνταρόμπα του, ο Tyler όμως υποστηρίζει πως “The things you own, end up owning you”. Οπότε… μπουρλότο. Η αρχή της επανάστασης.

Ο πρώτος καυγάς μεταξύ του γιάπη και του Tyler, ο οποίος πυροδοτείται με την πασίγνωστη ατάκα “I want you to hit me as hard as you can” και χωρίς κάποιον ουσιαστικό λόγο, ερμηνεύεται ουσιαστικά ως μια εσωτερική μάχη ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και το alter ego του. Ο καυγάς αυτός είναι η αρχή μιας πολύ εκκεντρικής λέσχης, του Fight Club. Η λέσχη αυτή ξεκινά με τον αφηγητή – πρωταγωνιστή και τον Tyler (συνεχίζω ηθελημένα να τους περιγράφω ως δύο διαφορετικά πρόσωπα, κάτι το οποίο με διασκεδάζει πολύ για κάποιο λόγο), επεκτείνεται όμως σύντομα. Σιγά σιγά, αριθμεί πάρα πολλά μέλη, τα οποία βρίσκουν στο Fight Club μια διαφυγή, μια συναρπαστική ευκαιρία για εκτόνωση, περιπέτεια και αλλαγή στην ανούσια και μονότονη ζωή τους. Κυριεύοντας τον αντίπαλο, τα μέλη αισθάνονται για λίγα λεπτά κερδισμένοι και σημαντικοί. Ξεπερνούν για λίγο το υποτιμημένο εγώ τους και καλύπτουν την τρομερή ανασφάλειά τους. Ο τρόπος με τον οποίο η Λέσχη εξελίσσεται από μια απλή διέξοδο εκτόνωσης για ένα μάτσο μίζερους και πιεσμένους ανθρώπους, σε αναρχική-επαναστατική ομάδα με τεράστιες διαστάσεις, είναι τρομερός. Αποτελεί πλέον έναν ολόκληρο στρατό, ο οποίος έχει διαφορετικά σχέδια από το να πλακώνει απλώς ο ένας τον άλλον. Πλέον, ο θυμός αυτός διοχετεύεται ενάντια στον καπιταλισμό, με οργανωμένα σχέδια καταστροφής.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως ολόκληρη η ταινία αποτελεί ένα σχόλιο στην τρομερά καταναλωτική περίοδο των 90’s, στην προσκόλληση στον υλισμό, τα media, το lifestyle, στα ανούσια θέλω και στην αδιαφορία για τα πραγματικά προβλήματα. Ας το παραδεχτούμε, τα 90’s ήταν μια τρομερά καλή εποχή, αλλά ήταν η αρχή του κακού, ακόμα και για την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα παγκοσμίως. Η βία και η οργή που παρουσιάζεται στην ταινία, μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα ξέσπασμα σχετικά με παράλογες νοοτροπίες, όπως αυτή της υλικής ολοκλήρωσης που ισούται με την ολοκλήρωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.

Άλλη μια μαεστρία της ταινίας είναι πως κατορθώνει να μας βάλει με πανέξυπνο τρόπο στην λογική του «κακού». “You had to give it to him. He had a plan. And it started to make sense in a Tyler-sort of way.” Ως θεατές, διακρίνουμε μια λογική βάση σε κάθε πράξη του Tyler, ακόμα κι αν δεν συμφωνούμε. Ο David Fincher έχει καταφέρει κάτι παρόμοιο και σε άλλες ταινίες του, όπως π.χ. στο “Seven” (1995).

12207666 10201268268344336 1978542635 n

Δεν πρέπει, σαφώς, να ξεχνάμε την Marla Singer, μια από τις πιο cult φυσιογνωμίες που έχουν υπάρξει στον κινηματογράφο. Οι ατάκες της αφήνουν ιστορία, η εμφάνισή της και η συμπεριφορά της επίσης. Ερμηνευμένη από την καταπληκτική Helena Bonham Carter (πραγματικά δεν θα μπορούσε να ταιριάξει ένας ρόλος με μια ηθοποιό τόσο πολύ), η Marla είναι πραγματικά τρελή. “Marla’s philosophy of life was that she might die at any moment. The tragedy, she said, was that she didn’t.” Ακόμα και η ίδια όμως φαίνεται πως κωλύεται να διαχειριστεί την διπολική προσωπικότητα του Tyler. Είναι πολύ «τρελάρας» ακόμα και για αυτήν, γεγονός που γεννά ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό παιχνίδι και μια πολύ ιδιόμορφη ερωτική σχέση. “You met me at a very strange time in my life”, όπως της λέει χαρακτηριστικά και ο ίδιος.

Η προσέγγιση της διπολικής διαταραχής μέσα στην ταινία γίνεται με εξαιρετικό τρόπο. Ο Fincher σου δίνει την ανατρεπτική απάντηση στο αίνιγμα με τον τρόπο του, εσύ όμως δεν είσαι ικανός να την δεις, όπως και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Από τη στιγμή κατά την οποία ο αφηγητής – πρωταγωνιστής συνειδητοποιεί τη φύση του προβλήματός του, ζει έναν εφιάλτη, κατά τον οποίο αντιλαμβάνεται την διπολική του διαταραχή, δεν μπορεί όμως να την διαχειριστεί. Καταδιώκεται από τον ίδιο του τον εαυτό. Η αλήθεια είναι πως όλοι κρύβουμε έναν Tyler Durden μέσα μας. Το θέμα είναι πόσο εμείς τον αφήνουμε να μας επηρεάσει, πόσο γίνεται «εμείς», πώς τον διαχειριζόμαστε και κυρίως πώς θέλουμε να τον διαχειριστούμε: με καλό ή κακό τρόπο.

12506922 10201268269344361 135922381 n

Το τέλος της ταινίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο επικά και αναγνωρίσιμα φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου. Ένα αλλόκοτο ζευγάρι, πιασμένο χέρι-χέρι, παρακολουθεί την κυριολεκτική ισοπέδωση της οικονομίας, υπό το – πλέον κατάλληλο – soundtrack των Pixies “Where is my Mind”. Ψυχρά χρώματα και ένα… ακατάλληλο καρέ-σφήνα, το οποίο ο Tyler Durden θα ευχαριστιόταν πολύ.

Το “Fight Club” ανήκει πλέον αναμφίβολα στα all-time classics. Μια ταινία–σπουδή στον ανθρώπινο ψυχισμό, εκκεντρική στο σύνολό της, σκληρή, με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και καταγγελτική διάθεση, γρήγορο ρυθμό, εκπληκτικές ερμηνείες (Norton–Pitt: απλά οι ιδανικές επιλογές για την ενσάρκωση του τόσο ιδιαίτερου δίδυμου–δίπολου), καταιγιστική σκηνοθεσία και γενικά… τρομερή! Θα μπορούσα να την επαινώ για ώρες και όσο περισσότερες φορές την βλέπω, τόσο πιο πολύ πείθομαι πως δεν μπορώ να βρω τίποτα αρνητικό σε αυτό το σπουδαίο δημιούργημα.

Μια πραγματικά μαγευτική κινηματογραφική εμπειρία. Αναρχία. Χάος. Σαπούνι.

Για το Movie Heat,
Κασσάνδρα Γαλάτου

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και κινηματογραφικά νέα, επισκεφτείτε τη σελίδα μας στο: facebook.com/movieheat

Thessaloniki Arts and Culture, http://www.thessalonikiartsandculture.gr

Διαβάστε επίσης

Close