Artist: Esther Hernandez

Αν δεν αγαπηθείς ως παιδί με υγιή τρόπο από τους γονείς, πως θα αναγνωρίσεις την αγάπη;

Μόνο όταν αγαπάμε τον εαυτό μας και στο βαθμό που τον αγαπάμε μπορούμε να αγαπήσουμε τους άλλους.

Ο έρωτας είναι ενθουσιασμός, γεμάτος ερωτηματικά που απευθύνονται στο Εγώ, η αγάπη γεμάτη βεβαιότητα και εμπιστοσύνη που ενισχύουν το μαζί.
Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιεί κάποιος όταν ερωτεύεται είναι κυρίως τρεις.

Ο πρώτος μηχανισμός είναι η προβολή.
Ο ερωτευμένος προβάλλει τα θετικά όπως και τα δύσκολά του στοιχεία, την ανάγκη του αλλά και την επιθυμία του.
Προβάλλει τη λύπη του, για παράδειγμα, δεν λυπάμαι εγώ, εσύ είσαι εκείνος που λυπάσαι, προβάλει τη χαρά του, πόσο χαρούμενος νιώθεις που είμαστε μαζί.
Προβάλει τις ικανότητές του, δεν είμαι εγώ δημιουργικός, εσύ είσαι.

Προβάλει την ανάγκη του, δεν είμαι εγώ τόσο ερωτευμένος εσύ είσαι.
Προβάλει την επιθυμία του, θέλω να δεσμευτώ μαζί σου, θεωρώ πως μπορείς να δεσμευτείς και εσύ.
Προβάλει τον εαυτό του στο άλλο πρόσωπο. Με λίγα λόγια ερωτεύεται τον εαυτό του.
Όσο περισσότερο πλήρης νιώθει, προβάλει λιγότερο, κατανοεί τις προβολές που κάνει και αυτό που διερευνά στη σχέση του είναι αν μπορεί να ακουμπήσει τις πλευρές του εαυτού του, να εξυγιάνει τις ελλειμματικές, να εξελίξει τις θετικές.

Ο δεύτερος μηχανισμός είναι η μετάθεση.
Αλλάζω την κατεύθυνση ενός συναισθήματος, μιας ορμής, μιας έγνοιας ή μιας συμπεριφοράς από το αρχικό αντικείμενο σε ένα άλλο, επειδή η αρχική κατεύθυνση προκαλεί για κάποιο λόγο άγχος.
Μεταθέτω αλλού το συναίσθημά μου, την έγνοια μου τη συμπεριφορά μου και όχι εκεί που αληθινά θέλω, γιατί η αρχική πηγή μου προκαλεί δυσφορία είτε επειδή την απαγορεύω στον εαυτό μου λόγω εντολών που έχω λάβει, είτε γιατί δεν πιστεύω πως μου αξίζει, είτε γιατί νιώθω ένοχος και θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου κ.α.

Για παράδειγμα, θέλω να αφοσιωθώ στις δημιουργικές μου ικανότητες, κάτι το οποίο θα με κάνει να αισθανθώ καλά με την αυτονομία μου, αλλά επειδή αυτό δεν μου επιτράπηκε στο παρελθόν, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου την ανεξαρτησία που επιθυμώ.
Αφοσιώνομαι λοιπόν όχι στη δέσμευση με τις ικανότητές μου αλλά στην προοπτική της δέσμευσης με έναν άνθρωπο και δίνομαι εκεί με πολλαπλάσιο πάθος στερώντας το από μένα.

Αυτό όμως έχει σαν αποτέλεσμα να σκορπίζομαι, να μην εξελίσσω τις ικανότητές μου από τη στιγμή που δεν δεσμεύομαι μαζί τους και φυσικά όπου αφοσιώνομαι να μην εξελίσσεται ούτε αυτό, από τη στιγμή που το ενδιαφέρον μου δεν είναι γνήσιο αλλά μετάθεση που απορρέει από το φόβο ανάληψης της ατομικής ευθύνης.
Όσο πιο επαρκής νιώθω, εξελίσσω τις ικανότητές μου, αντλώ ικανοποίηση από ό,τι κάνω σε προσωπικό επίπεδο και η σχέση δεν γίνεται αυτοσκοπός ούτε και μέσο. Όσο πιο επαρκής νιώθω, συναντώ ανθρώπους που και εκείνοι είναι αυτόνομοι, ικανοποιημένοι από αυτό που νιώθουν και είναι και μοιράζομαι ουσιαστικές επικοινωνιακές στιγμές μαζί τους.

Ο τρίτος μηχανισμός είναι η μεταβίβαση.
Όταν κάποιος συναντά ένα πρόσωπο, δεν βλέπει απαραίτητα αυτό που είναι το άλλο πρόσωπο, τουλάχιστον στην αρχή της σχέσης.
Βλέπει αυτό που οι σημαντικοί άνθρωποι της ζωής του ένιωσαν για εκείνον στο παρελθόν, στην πραγματικότητα ή στη φαντασίωσή του.

Βιώνει εκ νέου την ανασφάλεια που βίωσε από το γονιό του, την ελλειμματική ανταπόκριση, την έλλειψη εμπιστοσύνης κ.α.
Βιώνει εκ νέου την σχέση που βίωσε ή φαντασιώθηκε πως βίωσε, μια σχέση με συγκρούσεις, με φόβους δίωξης και με συναισθήματα κατάθλιψης.

Γιατί το κάνει αυτό; Μα, για να δοθεί ένα νέο καλύτερο πεπρωμένο.
Αγαπά πολύ ή μισεί πολύ ένα πρόσωπο που δεν του αναλογεί τόση αγάπη ή τόσο μίσος, γιατί όπως λέει ο Νίτσε αυτό που επιθυμεί να είναι να γίνει αυτό που είναι, εγγράφοντας ξανά την προσωπική του ιστορία μέσω ενός άλλου προσώπου.

Στην πραγματικότητα δεν αγαπά το πρόσωπο αλλά την αναβίωση που κάνει στο πρόσωπο που επιλέγει.
Όσο καλύτερα γνωρίζει τον εαυτό του, αναγνωρίζει τις μεταβιβάσεις που κάνει και διερευνά αν αναπαράγει ό,τι βίωσε ως παιδί επιλέγοντας ανθρώπους που του το θυμίζουν ή αναγνωρίζει ότι ίσως υποσυνείδητα δίνει ρόλους στον εαυτό του και στους άλλους για να παίξουν ένα πανομοιότυπο σκηνικό ή βλέπει ότι το άλλο πρόσωπο μπορεί να έχει κοινά χαρακτηριστικά με πρόσωπα που του θυμίζουν το παρελθόν αλλά αυτό που τον κάνουν να νιώθει είναι ουσιαστικό.

Όταν κάποιος αγαπά, αγαπά τον άλλον άνθρωπο για αυτό που είναι, αγαπά ολάκερο το είναι του άλλου. Για να φτάσει όμως σε αυτό το σημείο, πρέπει να αναγνωρίζει τις προβολές, τις μεταθέσεις, τις μεταβιβάσεις που κάνει, να αγαπά δηλαδή τον εαυτό του, να εκτιμά την αληθινή του αξία.

Όταν αγαπά τον εαυτό του, αγαπά στον άλλον την αλήθεια του, την αξία του, τον υγιή τρόπο που εξελίσσεται, τον σεβασμό στην ελευθερία του, αυτό το είναι αγαπά. Αγαπά δηλαδή εκείνα που με ελεύθερο τρόπο ο ίδιος επιτρέπει στον εαυτό του και επιλέγει έναν άνθρωπο που τον υποστηρίζει στην αλήθεια του, στην ελευθερία του, στην εξέλιξή του.

Κείμενο: Αγγελική Μπολουδάκη – Ειδικός Ψυχικής Υγείας

 

 

Διαβάστε επίσης

Close