Λέτε ψέματα; Μάθετε γιατί!

Λέτε ψέματα; Μάθετε γιατί!

Ο μέσος φυσιολογικός ενήλικας θα απαντούσε πως φυσικά είναι κακό να λέμε ψέματα.

Μερικά λεπτά όμως αργότερα θα αρνιόταν να απαντήσει σε ένα ενοχλητικό τηλεφώνημα λέγοντας πως δεν είναι εδώ και θα δικαιολογούσε την πλήξη του να βγει το βράδυ με φίλους λέγοντας πως είναι κουρασμένος.Το συμπέρασμα; Όλοι λέμε ψέματα. Υπάρχουν φυσικά διαβαθμίσεις στα ψέματα που λέμε, από τα γνωστά «αναγκαστικά» ψέματα που λέμε για να μην στεναχωρήσουμε κάποιον μέχρι τη μυθομανία.

Αλήθεια τι φταίει;

-Aπό μικρή ηλικία εκπαιδευόμαστε ασυνείδητα στο να λέμε ψέματα. Φαντάζομαι όλοι θα έχετε στο περιβάλλον σας γονείς που παροτρύνουν τα παιδιά τους να πουν πόσο ωραία είναι η θεία τους ή πόσο πολύ αγαπούν τον παππού τους. Όσο αθώο και χαριτωμένο κι αν ακούγεται, τα παιδιά μεγαλώνοντας μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τέτοιες συναισθηματικά φορτισμένες εκφράσεις προς όφελός τους.

-Οι περισσότεροι άνθρωποι λέμε ψέματα επειδή επιδιώκουμε με αυτά να φαινόμαστε καλύτεροι, σπουδαιότεροι, πιο ικανοί και πιο αρεστοί από ότι πιστεύουμε ότι είμαστε. Το ψέμα σου επιτρέπει να χειραγωγείς τον τρόπο με τον οποίο σε βλέπουν οι γύρω σου. Η ανάγκη λοιπόν της ένταξης και της αποδοχής μας οδηγεί στην διαστρέβλωση της αλήθειας.

-Συχνά η ανασφάλεια που νιώθουμε και η χαμηλή μας αυτοεκτίμηση, μας οδηγεί στο ψέμα. Το ένα ψέμα φέρνει το άλλο και στο τέλος εγκλωβιζόμαστε στα ίδια μας τα ψέματα, αδυνατώντας να διακρίνουμε την πραγματικότητα από την αυταπάτη. Το ψέμα λειτουργεί σαν κάλυμμα που σκεπάζει κομμάτια του εαυτού μας που δεν θέλουμε να φανερώσουμε. Χωρίς ψέματα νιώθουμε ότι δεν είμαστε αρκετά έξυπνοι, ενδιαφέροντες και σημαντικοί για να ασχοληθεί κάποιος μαζί μας.

-Τα ψέματα δεν είναι πάντα «κακά» ή ανήθικα. Τα λεγόμενα «λευκά» ή «κατά συνθήκη» ψεύδη δεν βλάπτουν τους άλλους στην πράξη ούτε ηθικά. Για παράδειγμα αν δεν μεταφέρω το αρνητικό σχόλιο που άκουσα για την αδερφή μου στην ίδια, το κίνητρό μου είναι να την προστατεύσω και να μην την στεναχωρήσω.

Παρόλα αυτά, σε κάθε περίπτωση το ψέμα καλύπτει ένα κενό. Κενό στην ψυχή που εμφανίζεται ως φόβος, έλλειψης θάρρους και πίστης στον εαυτό. Αρνητικές σκέψεις μας βασανίζουν που δύσκολα ελέγχονται και μας οδηγούν στην εύκολη λύση του ψέματος.

Υπάρχει άραγε σωτηρία από τα ψέματα; Ο Νίτσε διατυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την απάντηση. «Δεν με ενοχλεί που μου είπες ψέματα, με ενοχλεί που από δω και πέρα δεν μπορώ να σε πιστεύω». Ίσως ο ίδιος φόβος της απόρρριψης και έλλειψης εμπιστοσύνης από τους γύρω μας είναι το μόνο που μπορεί να μας «σώσει» από το να λέμε ψέματα.

Η αλήθεια μπορεί να είναι επικίνδυνη αλλά είναι συνάμα λυτρωτική. Ας μην ξεχνάμε πως λέγοντας ψέματα δεν κοροιδεύουμε κανέναν άλλο περισότερο από ότι κοροιδεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Κλείνω με μια ιστορία για προβληματισμό και σκέψη… Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, « Θα σου πω μια ιστορία».

Ήταν ένα μπαρ της συμφοράς, σε μια από τις πιο κακόφημες γειτονιές της πόλης. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, βγαλμένη λες από αστυνομικό μυθιστόρημα. Σε μια γωνία, ένας μεθυσμένος και νυσταλέος πιανίστας έπαιζε ένα ανιαρό μπλουζ, ενώ μετά βίας διακρινόταν μέσα στο ημίφως και τους καπνούς από τα δύσοσμα τσιγάρα. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε με μια κλοτσιά. Ο πιανίστας έπαψε να παίζει κι όλα τα βλέματα στράφηκαν προς την είσοδο. Ήταν ένας γίγαντας όλο μυς που φούσκωναν την μπλούζα του, γεμάτος τατουάζ στα σιδερένια μπράτσα του. Μια φοβερή ουλή στο μάγουλο έκανε ακόμα πιο σκληρή την τρομακτική του φάτσα. Με φωνή που σου πάγωνε το αίμα, φώναξε:

Ποιος είναι ο Πήτερ;

Βαριά σιωπή έπεσε στο μπαρ. Ο γίγαντας έκανε δυο βήματα, άρπαξε μια καρέκλα και την πέταξε στον καθρέφτη.

Ποιος είναι ο Πήτερ, είπα.

Ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος με γυαλιά σηκώθηκε από την καρέκλα του, σ’ένα κοντινό τραπέζι. Δίχως να κάνει καθόλου θόρυβο, πήγε προς τον γίγαντα και με φωνή που μόλις ακούστηκε, ψιθύρισε.

Εγώ…Εγώ είμαι ο Πήτερ.

Α…Ώστε εσύ είσαι ο Πήτερ, ε;Κι εγώ είμαι ο Τζακ.

Με το ένα χέρι τον σήκωσε στον αέρα και τον πέταξε πάνω στον καθρέφτη. Τον σήκωσε και του έριξε δυο γροθιές κι έμοιαζε σαν να του έσπαζε το κεφάλι. Του έκανε θρύψαλα τα γυαλιά. Του έσκισε τα ρούχα και τέλος τον πέταξε στο πάτωμα και πήδηξε πάνω στο στομάχι του. Ο γίγαντας πήγε στην έξοδο και προτού φύγει, φώναξε:

Εμένα, κανένας δεν με κοροιδεύει!Κανένας!

Κι έφυγε.

Μόλις έκλεισε η πόρτα, έτρεξαν 2-3 άλλοι να βοηθήσουν το θύμα. Ο ανθρωπάκος άρχισε να γελάει. Στην αρχή γελούσε σιγανά, αλλά μετά ξέσπασε σε χάχανα. Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Μήπως είχε τρελαθεί από το πολύ ξύλο;

Δεν καταλάβατε τίποτα, είπε. Και συνέχισε να γελάει. Εγώ τον κορόιδεψα αυτόν τον βλάκα.

Οι άλλοι είχαν σκάσει από περιέργεια και τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις.

Πότε;

-Πού;

-Πώς;

-Kαμιά γυναίκα;

-Χρήματα;

-Τι του έκανες;

-Toν έστειλες φυλακή;

O τυπάκος εξακολουθούσε να γελάει.

Όχι, όχι. Μόλις τώρα ξεγέλασα αυτόν τον βλάκα μπροστά σε όλο τον κόσμο. Γιατί εγώ..χα χα χα…Εγώ…Εγώ δεν είμαι ο Πήτερ!

Γράφει η Χριστίνα Βαγενά, ΜSc Συμβουλευτική Ψυχολογία, Γνωστική-Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία, [email protected].

Φωτογραφία εξωφύλλου: Man Ray

Thessaloniki Arts and Culture http://www.thessalonikiartsandculture.gr

Διαβάστε επίσης

Close