''Μαμά, βαριέμαι...''

”Μαμά, βαριέμαι…”

Προσοχή στο «βαριέμαι» το σχολείο, τα μαθήματα κοκ.

Μπορεί να υποδηλώνει προβλήματα στον μαθησιακό τομέα ή στο σχολικό περιβάλλον και πρέπει να οδηγούν αμέσως στον δάσκαλο.Είναι η πιο συνηθισμένη φράση που λένε τα παιδιά.

Πόσο όμως και πότε το εννοούν οι λιλιπούτειοι; Λέγεται πολύ από τα μοναχοπαίδια, και από τα υπερπροστατευμένα παιδιά. Λέγεται τα Σαββατοκύριακα, τα βροχερά απογεύματα, τις γιορτές, από νήπια, παιδιά, εφήβους.

Λέγεται με ένταση, με απαίτηση, με παράπονο. Κι έχει πάντοτε τον ίδιο αποδέκτη: τον ενήλικα που φροντίζει το παιδί, που ουσιαστικά καλείται να αποκωδικοποιήσει το «βαριέμαι» και να δώσει λύσεις στις ανάγκες που υποδηλώνονται με αυτό.

Το «βαριέμαι» έχει πολλές αποχρώσεις κι ερμηνείες.

Για παράδειγμα είναι διαφορετικό εκείνο της εφηβείας σε σχέση με το βαριέμαι» της σχολικής και της προσχολικής ηλικίας. Το σίγουρο είναι ότι το παιδί επιχειρεί να στείλει ένα μήνυμα: «θέλω παρέα», «δεν ξέρω τι να κάνω», «είμαι δυστυχισμένος», «ακούστε με…». Συνεπώς, οι γονείς πρέπει να έχουν τα αυτιά τους τεντωμένα στα «βαριέμαι», ιδίως εάν αυτά εκστομίζονται με ένταση και συχνότητα μεγάλη, πχ μία φορά την ημέρα, μία φορά κάθε δυο τρεις ημέρες .

Τι μπορεί να κρύβει το «βαριέμαι»

* Καταρχάς, μπορεί το παιδί να λέει «βαριέμαι» και να το εννοεί! Μπορεί να δηλώνει την πραγματική ανία του παιδιού τη συγκεκριμένη ώρα που το λέει. Δεν ξέρει τι να κάνει, με τι να ασχοληθεί. Κι αισθάνεται την ανάγκη να το μοιραστεί με τους γονείς του –πόσες φορές δεν έχουμε σκεφτεί κι εμείς οι ενήλικες το ίδιο;

* Το παιδί αναζητεί τη διέγερση που προσφέρει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής. Από πολύ μικρή ηλικία πολλά παιδιά διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια ή βλέποντας τηλεόραση. Αυτό ωστόσο λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, διότι όταν δεν βρίσκονται μπροστά σε μία οθόνη δεν ξέρουν τι να κάνουν, δεν βρίσκουν τρόπο να νιώσουν την έντονη διέγερση που νιώθουν εμπρός στην οθόνη, και αυτό τα αποσυντονίζει. Η διάθεσή τους πέφτει και λένε «βαριέμαι».

* Μπορεί να υποδηλώνει την ανάγκη του παιδιού για καθοδήγηση. Αυτό αφορά κυρίως παιδιά προσχολικής ή πρώιμης σχολικής ηλικίας, τα οποία δεν βρίσκουν εύκολα τρόπο να αξιοποιήσουν τον χρόνο τους χωρίς καθοδήγηση. Στις μικρότερες ηλικίες αυτό είναι αναμενόμενο κάποιες φορές , αλλά σε μεγαλύτερα παιδιά δείχνει ότι αυτά δεν έχουν αναπτύξει την αυτονομία τους.

* Το παιδί προσβλέπει στο γονιό για την ψυχαγωγία του. Πολλοί γονείς, φροντίζουν διαρκώς να γεμίζουν κάθε στιγμή του ελεύθερου χρόνου των παιδιών. Προκειμένου να έχουν ένα παιδί που γκρινιάζει «βαριέμαι», προτιμούν να του παρέχουν πράγματα που να το κρατούν απασχολημένο και ευχαριστημένο. Έτσι, όμως το παιδί εξαρτάται συνεχώς από τον γονιό του.

* Μπορεί να κρύβει κατάθλιψη. Στα παιδιά του γυμνασίου το «βαριέμαι» είναι συνέπεια της συναισθηματικής και ορμονικής καταιγίδας που βιώνουν. Σημαίνει ότι δεν ξέρω τι να κάνω, δεν ξέρω ποιος είμαι και τι είμαι και τι θέλω να κάνω. Καταρχάς θεωρείται φυσιολογικό. Πρέπει να προβληματίζει τον αποδέκτη εφόσον λέγεται κατ’ επανάληψη, συνοδεύεται από απομόνωση του παιδιού, απομάκρυνση από τους φίλους του, άρνηση για δραστηριότητες -όλα αυτά είναι καμπανάκια κινδύνου, που πρέπει να οδηγήσουν τον γονιό σε προσέγγιση του παιδιού του. Υπάρχει το ενδεχόμενο της κατάθλιψης και πιθανόν να χρειάζεται βοήθεια από ειδικό.

ΒΟΧ. Η εορταστική περίοδος μοιάζει να πυροδοτεί το «βαριέμαι» των παιδιών. Οι προετοιμασίες τα ψώνια, το πρόγραμμα των οικογενειακών υποχρεώσεων, περιθωριοποιούν τα παιδιά, με αποτέλεσμα αυτά να γκρινιάζουν και να ζητούν επιμόνως την προσοχή. Αυτό που μπορείτε να κάνετε είναι να φροντίζετε -στον βαθμό που είναι εφικτό- να οργανώνετε επισκέψεις και συγκεντρώσεις όπου να υπάρχουν κι άλλα παιδιά, συνομήλικά τους.

Επίσης, να έχετε μαζί σας παιχνίδια, είτε τα αγαπημένα τους, είτε κάποια ηλεκτρονικά παιχνίδια που θα τα απασχολήσουν –αν και όχι με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Ωστόσο, να έχετε υπόψη σας ότι τα παιχνίδια δεν θα αποδειχθούν αρκετά εάν είστε σε συγκεντρώσεις με μεγάλους. Θα χρειαστεί να αφήσετε κάποιες φορές την παρέα σας και να πάτε κοντά στο παιδί, να παίξετε λίγο μαζί του, να το ενθαρρύνετε να συνεχίσει το παιχνίδι του και να το επιβραβεύσετε για την ωραία συμπεριφορά του.

Η στάση των γονιών

-Ρωτάμε το παιδί τι σημαίνει το βαριέμαι, γιατί το λέει, πώς αισθάνεται

-Επαναπροσδιορίζουμε τη δική μας θέση. Αναλογιζόμαστε εάν ασχολούμαστε με το παιδί όσο πρέπει κι όσο χρειάζεται

-Δίνουμε χώρο στους φίλους του και σε αθλητικές δραστηριότητες

-Το αφήνουμε να το διαχειριστεί μόνο του. Είναι κάτι φυσιολογικό, που συμβαίνει πού και πού.

 

Γράφει η Παναγιώτα Σιγανού
Συνεργάστηκε η  Αλεξάνδρα Καππάτου, ψυχολόγος, παιδοψυχολόγος, συγγραφέας

Πηγή: akappatou.gr

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close