Atul Gawande: “Τα γηρατειά έχουν αλλάξει”

Atul Gawande: “Τα γηρατειά έχουν αλλάξει”

Στο παρελθόν, το να γεράσει κανείς ήταν σπάνιο, και όσοι το κατάφερναν υπηρετούσαν έναν ιδιαίτερο σκοπό: να λειτουργούν ως θεματοφύλακες των παραδόσεων, των γνώσεων και της ιστορίας. Κατά κανόνα, διατηρούσαν το κοινωνικό τους στάτους και την εξουσία τους ως κεφαλές της οικογένειας μέχρι τον θάνατό τους.

Σε πολλές κοινωνίες, οι ηλικιωμένοι όχι μόνο ενέπνεαν σεβασμό και υπακοή, αλλά έμπαιναν επικεφαλής ιερών τελετών και ασκούσαν πολιτική εξουσία. Μάλιστα, οι γέροντες απολάμβαναν τόσο μεγάλο σεβασμό, ώστε οι άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι είναι μεγαλύτεροι στην ηλικία απ’ ό,τι πραγματικά, όχι μικρότεροι, όταν έπρεπε να δηλώσουν την ηλικία τους.

Οι άνθρωποι ανέκαθεν έλεγαν ψέματα για τα χρόνια τους. Οι δημογράφοι αποκαλούν αυτό το φαινόμενο «ηλικιακή συσσώρευση» και έχουν επινοήσει σύνθετους ποσοτικούς ακροβατισμούς προκειμένου να εντοπίζουν τα πολυάριθμα ψέματα στις απογραφές.

Έχουν επίσης παρατηρήσει ότι κατά τον 18ο αιώνα, στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, τα ψέματα άλλαξαν κατεύθυνση. Ενώ σήμερα οι άνθρωποι συχνά δηλώνουν μικρότερη ηλικία στους απογραφείς, η μελέτη παλαιότερων απογραφών φανερώνει ότι στο παρελθόν δήλωναν μεγαλύτερη από την πραγματική. Η αξιοπρέπεια των γηρατειών ήταν ακατανίκητος πόλος έλξης.

Σήμερα, όμως, το γήρας δεν έχει την ίδια αξία, γιατί δεν είναι τόσο σπάνιο. Στην Αμερική του 1790, οι άνθρωποι άνω των 65 αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από το 2% του πληθυσμού· σήμερα φτάνουν στο 14%. Στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία ξεπερνούν το 20%. Η Κίνα είναι τώρα η πρώτη χώρα στον κόσμο με πάνω από 100 εκατομμύρια ηλικιωμένους

Όσο για τον ρόλο των ηλικιωμένων ως αποκλειστικών θεματοφυλάκων των γνώσεων και της σοφίας, στις μέρες μας έχει πια κι αυτός διαβρωθεί, χάρη στην τεχνολογία των επικοινωνιών — ξεκινώντας με την ίδια τη γραφή και περνώντας στο διαδίκτυο κι ακόμη παραπέρα.

Οι νέες τεχνολογίες, εξάλλου, δημιουργούν νέα επαγγέλματα και απαιτούν νέες γνώσεις, πράγμα που υπονομεύει ακόμα περισσότερο την αξία της πολύχρονης πείρας και της έμπειρης κρίσης. Κάποτε ίσως να στρεφόμασταν σ’ έναν γέροντα για να μας εξηγήσει τον κόσμο. Σήμερα μπαίνουμε στο Google και, αν δυσκολευόμαστε με τον υπολογιστή, ρωτάμε έναν έφηβο.

Ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ότι η αυξημένη μακροβιότητα έχει επιφέρει μια αλλαγή στη σχέση νέων και γέρων. Παραδοσιακά, οι γονείς που έφταναν στα γεράματα αποτελούσαν αναγκαία πηγή σταθερότητας, συμβουλών και οικονομικής προστασίας για τις νέες οικογένειες που έψαχναν τρόπους να νιώσουν ασφαλείς.

Επειδή δε οι γαιοκτήμονες τείνουν να διατηρούν την περιουσία τους μέχρι τον θάνατο, το παιδί που θυσίαζε τα πάντα προκειμένου να φροντίζει τους γονείς του μπορούσε να περιμένει ότι θα κληρονομήσει όλο το υποστατικό ή τουλάχιστον μεγαλύτερο τμήμα του απ’ ό,τι το παιδί που είχε σηκωθεί να φύγει. Αλλά από τη στιγμή που οι γονείς ζουν σημαντικά περισσότερο, έχουν προκόψει εντάσεις.

Για τους νέους, το παραδοσιακό οικογενειακό σύστημα έχει πλέον καταστεί λιγότερο πηγή ασφάλειας και περισσότερο αγώνας για άσκηση εξουσίας — στην περιουσία, στα οικονομικά, αλλά και στις πιο θεμελιώδεις αποφάσεις όσον αφορά τον τρόπο ζωής.

[..] Η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη έχει αλλάξει δραστικά τις ευκαιρίες των νέων. Η ευμάρεια ολόκληρων κρατών εξαρτάται από την προθυμία των παιδιών να δραπετεύσουν απ’ τα δεσμά των οικογενειακών προσδοκιών και να χαράξουν το δικό τους μονοπάτι — να αναζητήσουν δουλειές οπουδήποτε κι αν βρίσκονται αυτές, να κάνουν ό,τι δουλειά θέλουν, να παντρευτούν όποιον θέλουν

[..] Νομίζουμε, με ένα αίσθημα νοσταλγίας, ότι θέλουμε γεράματα ίδια με εκείνα που έζησε ο παππούς μου. Όμως ο λόγος που δεν ζούμε έτσι στο τέλος είναι γιατί δεν το θέλουμε πραγματικά. Το ιστορικό μοτίβο είναι σαφέστατο: μόλις οι άνθρωποι αποκτήσουν αρκετούς πόρους και βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για να εγκαταλείψουν τούτο τον τρόπο ζωής, σηκώνονται και φεύγουν.

Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι πως, μακροπρόθεσμα, φαίνεται ότι τους ηλικιωμένους δεν τους πειράζει ιδιαίτερα που φεύγουν τα παιδιά τους. Οι ιστορικοί έχουν εξακριβώσει ότι οι ηλικιωμένοι της βιομηχανικής εποχής δεν υπέφεραν οικονομικά ούτε ήταν δυστυχισμένοι επειδή είχαν μείνει μόνοι τους.

Αντιθέτως, καθώς οι οικονομίες αναπτύσσονταν, συνέβη μια αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης των περιουσιών. Καθώς τα παιδιά έφευγαν απ’ το σπίτι για να αναζητήσουν ευκαιρίες αλλού, οι γονείς που ζούσαν πιο πολλά χρόνια ανακάλυπταν ότι μπορούσαν να νοικιάσουν ή και να πουλήσουν τη γη τους αντί να την αφήσουν κληρονομιά.

Τα αυξανόμενα εισοδήματα και κατόπιν τα συστήματα συνταξιοδότησες επέτρεπαν σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να συγκεντρώνουν αποταμιεύσεις και ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να διατηρούν τον οικονομικό έλεγχο της ζωής τους στα γεράματα και να απελευθερώνονται από την ανάγκη να δουλεύουν μέχρι να πεθάνουν ή να γίνουν εντελώς ανήμποροι. Άρχισε να διαμορφώνεται η ριζοσπαστική έννοια της «συνταξιοδότησες», της αποχώρησης από την ενεργό επαγγελματική δράση.

Το προσδόκιμο ζωής, που δεν ξεπερνούσε τα 50 το 1900, σκαρφάλωσε πάνω από τα 60 μέχρι το 1930, καθώς άρχισαν να εμπεδώνονται οι βελτιώσεις στη διατροφή, την υγιεινή και την ιατρική περίθαλψη. Το μέγεθος των οικογενειών μειώθηκε από περίπου εφτά παιδιά στα μέσα του 19ου αιώνα σε λίγο πάνω από τρία το 1900. Κατέβηκε επίσης η μέση ηλικία στην οποία μια μητέρα έκανε το τελευταίο της παιδί — ενώ πριν το έκανε λίγο πριν την εμμηνόπαυση, τώρα έπεσε στα 30 ή και πιο κάτω.

Αποτέλεσμα ήταν ότι απείρως περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν αρκετά για να δουν τα παιδιά τους να ενηλικιώνονται. Στις αρχές του 20ού αιώνα, μια γυναίκα θα ήταν 50 χρονών, όταν το τελευταίο της παιδί θα έκλεινε τα 21, αντί πάνω από 60 έναν αιώνα νωρίτερα. Οι γονείς είχαν πολλά χρόνια, τουλάχιστον μία δεκαετία, ίσως και παραπάνω, προτού οι ίδιοι ή τα παιδιά τους αρχίσουν να ανησυχούν για τα γεράματα

Οπότε, αυτό που έκαναν ήταν να συνεχίσουν τη ζωή τους, ακριβώς όπως και τα παιδιά τους. Χάρη στις νέες ευκαιρίες που είχαν, οι γονείς και τα παιδιά άρχισαν να βλέπουν τον αποχωρισμό σαν μια μορφή ελευθερίας. Κάθε φορά που οι ηλικιωμένοι έχουν τα οικονομικά μέσα, επιλέγουν αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες ονομάζουν «οικειότητα από μακριά».*

Ενώ στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα το 60% των ανθρώπων άνω των 60 ετών ζούσαν με κάποιο παιδί τους, τη δεκαετία του 1960 αυτό το ποσοστό είχε πέσει σε μόλις 25%. Το 1975 είχε κατέβει και άλλο, στο 15%. Αυτό το μοτίβο παρατηρείται παγκοσμίως. Μόλις το 10% των Ευρωπαίων άνω των 80 ζουν με τα παιδιά τους, και σχεδόν οι μισοί ζουν τελείως μόνοι τους, χωρίς σύζυγο.

Στην Ασία, όπου η ιδέα τού να αφήσεις έναν ηλικιωμένο γονιό να ζήσει μόνος του θεωρείται παραδοσιακά μεγάλη ντροπή —όπως το έβλεπε κι ο πατέρας μου—. συντελείται και εκεί η ίδια ριζοσπαστική μετατόπιση. Στην Κίνα, την Ιαπωνία και την Κορέα, οι εθνικές στατιστικές δείχνουν ταχύτατη αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων που ζουν μόνοι τους.

Στην πραγματικότητα, όλα αυτά είναι σημάδια τεράστιας προόδου. Οι επιλογές που έχουν στη διάθεση τους οι ηλικιωμένοι έχουν πολλαπλασιαστεί.

[…]Αναμφισβήτητα, δεν έχει υπάρξει καλύτερη εποχή στην ανθρώπινη ιστορία για να είσαι γέρος. Έχει γίνει αναδιαπραγμάτευση στα όρια εξουσίας ανάμεσα στις γενιές, και όχι πάντα με τον τρόπο που ενίοτε νομίζουμε. Οι ηλικιωμένοι δεν έχασαν κοινωνικό στάτους και έλεγχο, αλλά μάλλον τα μοιράζονται.

Ο εκσυγχρονισμός δεν υποβίβασε τους ηλικιωμένους. Υποβίβασε την οικογένεια. Πρόσφερε στους ανθρώπους —στους νέους και στους γέρους— έναν τρόπο ζωής με περισσότερη ελευθερία και περισσότερο έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας να μην είναι πια τόσο δεσμευμένη η μία γενιά από την άλλη. Μπορεί να έχει χαθεί η εξιδανίκευση των ηλικιωμένων και ο σεβασμός προς αυτούς, αλλά όχι επειδή αντικαταστάθηκε από την εξιδανίκευση των νέων. Έχει αντικατασταθεί από την εξιδανίκευση του ανεξάρτητου εαυτού.

Μόνο που αυτός ο τρόπος ζωής παρουσιάζει ένα πρόβλημα. 0 μεγάλος σεβασμός που τρέφουμε για την ανεξαρτησία δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη την πραγματικότητα του τι συμβαίνει στη ζωή: αργά ή γρήγορα, η ανεξαρτησία γίνεται αδύνατη. Κάποια στιγμή παθαίνουμε σοβαρές αρρώστιες ή αναπηρίες. Είναι τόσο αναπόφευκτο όσο κι η δύση του ήλιου.

Και τότε ανακύπτει ένα νέο ερώτημα: αν ζούμε για να είμαστε ανεξάρτητοι, τι κάνουμε όταν δεν μπορούμε πια να διατηρήσουμε την ανεξαρτησία μας;

Atul Gawande, ”Εμείς οι θνητοί, τα όρια της ιατρικής και τι έχει πράγματι σημασία όταν το τέλος πλησιάζει”. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Πηγή: antikleidi.com

Διαβάστε επίσης

Close