Τρίτη ηλικία: Να γίνουμε γονείς των γηραιών και ανήμπορων γονιών μας

Τρίτη ηλικία: Να γίνουμε γονείς των γηραιών και ανήμπορων γονιών μας

Γενικά

Όλοι θεωρούμε ως αυτονόητη την ανάληψη, από κάθε γονιό, της μέγιστης δυνατής ευθύνης για τη φροντίδα των παιδιών του. Δυστυχώς και παραδόξως, όμως, το αντίστροφο δεν θεωρείται το ίδιο αυτονόητο πλέον.

Πριν από κάποιες δεκαετίες, ήταν φυσικό και αδιαμφισβήτητο τα παιδιά να είναι αυτοί που θα αναλάμβαναν τη φροντίδα των ανήμπορων και υπερήλικων γονιών τους. Όσο, όμως, τα χρόνια περνούν, και παρόλο που η κοινωνία αποποιείται των δικών της ευθυνών απέναντι στα πιο ανήμπορά της μέλη, παρατηρείται πως όλο και λιγότερο πρόθυμα σε διάθεση και αριθμό παιδιά αναπληρώνουν αυτό το κενό, και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε λόγους οικονομικούς.

Σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά κυρίως στην πατρίδα μας -ιδιαίτερα τα τελευταία μαύρα, από κάθε άποψη, χρόνια της οικονομικής κρίσης- γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες των συνεπειών της τάσης της κοινωνίας να γυρνά κυριολεκτικά την πλάτη στις τεράστιες ανάγκες των πιο αδύναμων και ευάλωτων μελών της, μεταξύ αυτών, και οι υπερήλικες ξωμάχοι της ζωής. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Διαθέτουμε, ως πολιτισμένη και σύγχρονη χώρα που θέλουμε να αποκαλούμαστε, κάποια σοβαρή πολιτική περίθαλψης αυτών των ατόμων που να είναι αντάξια του ονόματος «ανθρωπιστική» ή «ανθρωποκεντρική»;».

Η απάντηση δεν θέλει ούτε σκέψη αλλά ούτε καν κάποιου είδους επιστημονική τεκμηρίωση. Ο καθένας που θα ρωτούνταν είναι βέβαιο πως θα απαντούσε αβίαστα με ένα μεγαλοπρεπέστατο «όχι».

Ο ρόλος των πολιτισμικών παραγόντων

Όπως και σε πολλές άλλες στάσεις ζωής, αλλά και ψυχής, οι πολιτισμικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο. Υπάρχουν χώρες όπου η φροντίδα των ανήμπορων, και όχι μόνο, γονιών από τα ίδια τα παιδιά τους είναι κάτι το αυτονόητο. Υπάρχουν, επίσης, και χώρες όπως π.χ. η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία, όπου η ευθύνη των παιδιών για τη φροντίδα των γονιών τους, όταν προκύψει ανάγκη, αποτελεί νόμο του κράτους.

Ίσως κάποιος αναρωτηθεί: έχει νόημα να γίνεται αυτό κάτω από την απειλή των συνεπειών του νόμου; Το ιδανικό θα ήταν να θέλουμε όλοι μας -όσο δύσκολο και αν είναι- να φροντίσουμε, στο μέτρο που ο καθένας μας μπορεί, τους γηραιούς και ανήμπορους γονείς μας, ως φυσική συνέπεια ενός άγραφου συμβολαίου ηθικής και συναισθηματικής αμοιβαιότητας μεταξύ των γενεών. Όπου και όταν οι δικές μας δυνατότητες δεν επαρκούν, εκεί να συνδράμει και η πολιτεία, γιατί όλοι όσοι έχουν βρεθεί στη θέση αυτή γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι και πόσο πολύ αλλάζει η ζωή και η καθημερινότητα αυτών που κουβαλούν στους ώμους τους μια τόσο βαριά ευθύνη.

Επειδή, όμως, δεν ζούμε σε έναν κόσμο αγγελικά πλασμένο, αλλά και επειδή, ως άνθρωποι που είμαστε, κουβαλάμε εντός μας «τόσο το θεό όσο και το διάβολο», το να υπάρχει κάτι που να μας υπενθυμίζει τις ευθύνες μας και να μας κινητοποιεί δεν βλάπτει. Έχει, εξάλλου, αποδειχθεί ερευνητικά πως στις χώρες εκείνες όπου υπάρχει νομοθετικά θεσμοθετημένη ευθύνη των παιδιών για τη φροντίδα των γονιών τους, η συχνότητα ανάληψης της ευθύνης αυτής είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη…

Όπως ακριβώς υπάρχουν νόμοι που αφορούν στις ευθύνες του κάθε γονέα απέναντι στα ανήλικα παιδιά του, κάτι ανάλογο είναι και να υπάρχουν νόμοι που να αφορούν στις ευθύνες των ενήλικων πλέον παιδιών απέναντι στους γερασμένους και ανήμπορους γονιούς τους που μετατρέπονται σε μικρά, ανήμπορα και εξαρτημένα «παιδιά» από την ανελέητη φθορά του χρόνου…

Θα πρέπει, επίσης να τονίσουμε πως δεν είναι όλοι κατάλληλοι για το ρόλο αυτού που θα φροντίσει το γονιό του. Οι γονείς εκείνοι που βρίσκονται «όμηροι» των διαθέσεων και των δυνατοτήτων ενός τέτοιου ατόμου αποτελούν ομάδα κινδύνου για άσκηση βίας στο σπίτι.

Το «διαζύγιο» των παιδιών από τους γονείς τους

Όποιον γονιό και αν ρωτήσουμε, για το ποια στιγμή της ζωής του θεωρεί ως την πιο ευτυχισμένη, η απάντηση που θα δώσει θα είναι η στιγμή που απέκτησε το παιδί ή τα παιδιά του. Είναι αλήθεια πως κανείς δεν μπορεί να μας πληγώσει περισσότερο όσο ένας πολύ δικός μας άνθρωπος και ιδίως εάν αυτός είναι το ίδιο μας το παιδί. Κατά συνέπεια, ίσως και ο πόνος του να «λησμονηθούμε» από το άτομο που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο αγαπούμε να είναι ο μεγαλύτερος από κάθε άλλον πόνο στη ζωή, μετά από αυτόν της απώλειας ενός τόσο αγαπημένου προσώπου.

Ευτυχώς, πολλά είναι ακόμα τα ενήλικα παιδιά που, από αίσθημα αλληλεγγύης και διάθεση ανταπόδοσης, στηρίζουν και φροντίζουν ουσιαστικά τους ηλικιωμένους και ανήμπορους γονιούς τους όταν -αργά ή γρήγορα- έρθει η στιγμή αυτή. Δυστυχώς, όμως, και στην περίπτωση αυτή, η διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα είναι σκανδαλωδώς εμφανής.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων -περίπου στο 90%- οι θυγατέρες και ως ένα βαθμό οι σύζυγοι των αγοριών είναι εκείνες που αναλαμβάνουν την όντως πολύ βαριά ευθύνη της φροντίδας του κατάκοιτου ή, για τον οποιονδήποτε άλλο λόγο, ανήμπορο να φροντίσει τον εαυτό του γονέα. Πολιτισμικοί παράγοντες και ανατροφή παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης.

Αρκετές είναι οι φορές, όμως, που ακούμε και για γονείς τα παιδιά των οποίων τους εγκαταλείπουν σε κάποιο γηροκομείο, που τους επισκέπτονται σπάνια ή και καθόλου, που «νοιάζονται» μέχρι να γραφεί στο όνομά τους κάποιο περιουσιακό στοιχείο κ.ά. Πως είναι, αλήθεια, δυνατόν να εγκαταλείπει ένα παιδί τον ηλικιωμένο ή/και ανήμπορο γονιό του στο έλεος της μοίρας του; Όσο φρικτή και αν θεωρείται πως είναι η εγκατάλειψη ενός μικρού και αδύναμου παιδιού από το γονιό του, άλλο τόσο απάνθρωπο είναι και το αντίθετο.

Ως άνθρωποι, παίρνουμε σχεδόν πάντα -και χωρίς καν, συνήθως, να το σκεφθούμε- το μέρος του αδύναμου, και πολύ καλά κάνουμε. Αν, όμως, σκεφθούμε λίγο πιο ψύχραιμα, πιθανότατα δεν θα μπορέσουμε, κάποια στιγμή, να αποφύγουμε ερωτήματα του τύπου: Τι μπορεί, αλήθεια, να οδηγήσει ένα παιδί σε μια τόσο ανάλγητη και απάνθρωπη συμπεριφορά; Είναι πάντα άμοιρος ευθυνών ο ίδιος ο γονιός;

Η απάντηση σε τόσο σημαντικά και συναισθηματικά φορτισμένα ερωτήματα δεν είναι καθόλου εύκολη. Θα εστιασθούμε, όμως, σε ορισμένους παράγοντες που παίζουν συχνά σημαντικό ρόλο σε μια τέτοιου είδους έκβαση. Ευθύς εξαρχής, θα πρέπει να τονίσουμε -και οι περισσότεροι φαντάζομαι πως θα συμφωνούν με αυτό- πως σχεδόν κανένα παιδί δεν γυρίζει αβασάνιστα την πλάτη του σε μια πραγματικότητα που θέλει το γονιό του να είναι ανήμπορος να φροντίσει από μόνος του τον εαυτό του.

1. Η ανάγκη συναισθηματικής επιβίωσης

Ένας λόγος μπορεί να έχει να κάνει με την ανάγκη μας να επιβιώσουμε συναισθηματικά. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά, για κάποιους, ισχύει και είναι ο μοναδικός τρόπος που διαθέτουν για να αντιμετωπίσουν το συναισθηματικό βάρος μιας αβάσταχτης για τους ίδιους πραγματικότητας. Είχα, πριν από αρκετά χρόνια, τη φοβερή εμπειρία -που σημάδεψε τη ζωή μου- να ζήσω την περίπτωση ενός 8χρονου παιδιού που νοσηλεύονταν για καρκίνο και του οποίου οι γονείς, όταν έμαθαν πως δεν έχει παρά λίγες μόνο εβδομάδες ζωής, εξαφανίστηκαν, αφήνοντάς το να πεθάνει μόνο του…

Ακόμα και ο πιο δυναμικός ενήλικας είναι το παιδί κάποιου και δίπλα του νιώθει, ίσως και σε ολόκληρη τη ζωή του, μικρό παιδί. Στα μάτια αυτού του ενήλικα, λοιπόν, μπορεί ακόμα να συνεχίζει να υπάρχει η εικόνα ενός γονέα δυναμικού, δραστήριου, προτύπου μοναδικού κ.τ.λ. Η σωματική ή/και νοητική φθορά στην οποία βρίσκεται πλέον ο γονιός του, έχοντας μετατραπεί, για παράδειγμα, από γλυκό, γενναιόδωρο και ήρεμο άτομο που ήταν σε κακότροπο, καχύποπτο και εριστικό, μπορεί να είναι δυσβάσταχτο για το ενήλικο παιδί και να μην είναι σε θέση να συνταιριάξει τη νέα αυτή πραγματικότητα με την εντελώς διαφορετικότερη εικόνα και πραγματικότητα που είχε μέχρι πρότινος εντός του. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η «εγκατάλειψη» του ανήμπορου γονιού του…

2. Η ικανότητα διαχείρισης θεμελιακών αλλαγών ζωής

Ένας άλλος λόγος -που σχετίζεται, ως ένα βαθμό, με τον προηγούμενο- έχει να κάνει με τις προϋποθέσεις και την ικανότητα κάποιου να διαχειρίζεται σημαντικές κρίσεις ζωής. Κάθε μεγάλη και σημαντική αλλαγή στη ζωή μας -ακόμα και επιθυμητή ή ευχάριστη- αποτελεί μία μορφή «κρίσης» η διαχείριση της οποίας εξαρτάται από προσωπικούς, κοινωνικούς και παράγοντες που έχουν σχέση με το άμεσο περιβάλλον μας. Κάποιοι από εμάς τα καταφέρνουν και άλλοι, πάλι, όχι.

Η μετάβαση από μια ζωή που, μέχρι πρότινος, ρυθμίζαμε στο μεγαλύτερό της βαθμό οι ίδιοι, σε μια ζωή που μας καθιστά φροντιστές του ανήμπορου γονιού μας -ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα άλλης επιλογής- είναι μια αλλαγή που κάποιοι από εμάς δεν αντέχουν ή που δεν διαθέτουν την ικανότητα να διαχειρισθούν διαφορετικά ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές πραγματικότητες. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αποστασιοποίηση από τη νέα κατάσταση ή η άρνηση της σοβαρότητάς της αποτελούν για κάποιους πιθανά ενδεχόμενα ή ακόμα και μονόδρομο…

3. Η ύπαρξη παλιών τραυματικών βιωμάτων

Λέγεται, συχνά, πως ο χρόνος θεραπεύει όλες τις πληγές. Προσωπικά, δεν ασπάζομαι την άποψη αυτή. Ο χρόνος ποτέ δεν μπορεί, από μόνος του, να θεραπεύσει μια βαθιά πληγή, χωρίς τη δική μας συνειδητή και ενεργητική προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Εάν, λοιπόν, υπάρχουν τέτοιου είδους «πληγές» στη σχέση μας με κάποιον ή και με τους δύο γονείς μας -και στην περίπτωση που οι πληγές αυτές απλά έπαψαν να αιμορραγούν, χωρίς όμως και να έχουν γιάνει- εύκολα μπορούν να αρχίσουν και πάλι να αιμορραγούν, ακόμα και στο παραμικρό απρόσεκτο άγγιγμα.

Μια βαθιά ρήξη στη σχέση γονέα-παιδιού έχει σχεδόν πάντα μια προϊστορία και δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Έτσι, λοιπόν, ένας γονιός που δεν έχει σεβασθεί τον πραγματικό εαυτό του παιδιού του, που το έχει προσβάλει επανειλημμένα και βάναυσα, στη διάρκεια ευαίσθητων περιόδων της ζωής του, και δεν του έχει δώσει αγάπη και τρυφερή φροντίδα άνευ ανταλλαγμάτων, αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον σταδιακό εκτροχιασμό της διαπροσωπικής τους σχέσης.

Ο γονιός ίσως να επικεντρώνεται στα πόσα πράγματα έχει συνήθως πρακτικά κάνει ή παράσχει –χωρίς να εστιάζεται και στην ποιότητα της σχέσης τους- θεωρώντας το παιδί του αχάριστο, το δε παιδί -από την πλευρά του- να νιώθει πως ο πραγματικός του εαυτός έχει συνθλιβεί κάτω από το τεράστιο βάρος της συναισθηματικής αναλγησίας του γονιού του.

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, οι αλληλοκατηγορίες μπορεί να αποτελούν τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας τους, ο καθένας τους να νιώθει την ανάγκη να υπερασπισθεί τον εαυτό του, με αποτέλεσμα την αμοιβαία ματαίωση, μια παράλληλη επικοινωνία, τη συναισθηματική απομάκρυνση του ενός από τον άλλον και, τελικά, την απροθυμία του παιδιού να θέλει να φροντίσει τον ανήμπορο γονιό του, όταν αυτό προκύψει.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω, επίσης, την περίπτωση ενός νεαρού άνδρα που παρακολουθούσα πριν από λίγα χρόνια και ο οποίος είχε μια πολύ κακή σχέση με τον αυταρχικό και σκληρό πατέρα του. Δεν είχαν συναντηθεί ή μιλήσει για 20 περίπου χρόνια και ο γιος δεν είχε πάει καν να επισκεφθεί τον πατέρα στο νοσοκομείο όπου για καιρό νοσηλεύονταν, πριν, τελικά, καταλήξει. Στην κηδεία του, ο γιος πήδηξε μέσα στον τάφο, αγκάλιασε το φέρετρο και σπάραζε φωνάζοντας: «Δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω πόσο σ΄αγαπώ. Γιατί δεν μου έδωσες αυτήν την ευκαιρία;»

Δεν είναι απαραίτητο, όμως, να έχουν υπάρξει συγκεκριμένες τραυματικές εμπειρίες σε κάθε περίπτωση. Αρκεί το παιδί να έχει βιώσει πως οι γονείς του δεν το καταλαβαίνουν ή πως το αγνοούν. Κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις, το παιδί μπορεί να «αδειάζει» από ενέργεια και να νιώθει θλίψη και τεράστιο συναισθηματικό κενό κατά τη διάρκεια ή μετά από κάθε συνάντηση με τον γονέα ή τους γονείς του.

Η οικογένεια θα πρέπει να σκεφθεί έγκαιρα αυτό το ενδεχόμενο

Για τα περισσότερα ηλικιωμένα άτομα, έρχεται κάποια στιγμή όπου δεν είναι πλέον σε θέση να φροντίζουν μόνα τον εαυτό τους. Στο σημείο αυτό, το άμεσο περιβάλλον των ανθρώπων αυτών θα πρέπει να βρει -ή μάλλον να έχει ήδη βρει- από κοινού την καλύτερη δυνατή λύση για όλους τους εμπλεκομένους.

Παρόλο που είναι δύσκολο να αρχίσουμε να μιλάμε για τα γηρατειά, και μάλιστα για την πλέον δυσάρεστη πλευρά τους, είναι πολύ σημαντικό αυτό να γίνεται έγκαιρα γιατί έχει αποδειχθεί πως βοηθά σημαντικά στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των όποιων δύσκολων καταστάσεων προκύψουν. Η όποια αποφυγή να δούμε κατάματα τα όσα αναπόφευκτα διαβλέπουμε πως, αργά ή γρήγορα, θα βρούμε μπροστά μας μόνο προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει. Το ενδεχόμενο να φθαρούν σημαντικές σχέσεις μας με αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς μας δεν είναι καθόλου χλωμό. Η κατανομή των ευθυνών, η διευθέτηση διαφόρων σημαντικών πρακτικών προβλημάτων και η ψυχολογική μας προετοιμασία για αυτά που θα επέλθουν βοηθούν πολύ.

Επίλογος
Αγωνιούμε, προβληματιζόμαστε και προσπαθούμε να αποκτήσουμε γνώση για τις κρίσιμες και ευαίσθητες περιόδους της εξέλιξης των μικρών ή ανήλικων παιδιών μας, για την ύπαρξη μιας ολοένα και καλύτερης φροντίδας στο σπίτι ή στους παιδικούς σταθμούς, για ένα καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα, για μια αναβαθμισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.ά., σπάνια, όμως, επιδεικνύουμε την ανάλογη έγνοια για μια πιο ανθρώπινη φροντίδα των ηλικιωμένων ατόμων, ακόμα και αν αυτά είναι οι ίδιοι οι γονείς μας, των χρόνιων ψυχικά πασχόντων ή άλλων ευάλωτων και ανήμπορων μελών της κοινωνίας αυτής. Μοιάζει σαν πολλοί από εμάς να θεωρούν πως η φροντίδα μη ουσιαστικά ενεργών ατόμων να είναι ταυτόσημη με το «πέταμα χρημάτων» και άρα περιττή και ανάξια λόγου ή περίσκεψης.

Για να καθησυχάσουμε την αγωνία αυτών των «ευαίσθητων» συνανθρώπων μας, θα ήθελα να τονίσω πως ένα ηλικιωμένο άτομο που είναι μόνο, φοβισμένο, ανήμπορο και, ενδεχομένως, σε σύγχυση δεν χρειάζεται όμορφα έπιπλα, τηλεόραση υψηλής ανάλυσης, ιταλικά έπιπλα κουζίνας και πατώματα από μάρμαρο Θάσου.

Αυτό που, κυρίως, απεγνωσμένα χρειάζεται ένα ηλικιωμένο άτομο -άσχετα από το πόσο βαριά άρρωστο, ανοϊκό ή αποσυρμένο στον εαυτό του είναι- δεν είναι τίποτα περισσότερο από την παρουσία ενός ανθρώπου δίπλα του που να του κρατά πότε-πότε το χέρι τρυφερά και να το κοιτά στα μάτια με βλέμμα που να αποπνέει έγνοια, ζεστασιά και ανθρωπιά.

Τίποτα από όλα αυτά δεν απαιτεί χρήματα, παρά μόνο την ύπαρξη συναισθηματικής γενναιοδωρίας και αυθεντικής έγνοιας για κάθε ανήμπορο συνάνθρωπό μας, ιδιαίτερα αν αυτός είναι ο ίδιος μας ο γονιός.

Η ικανότητα να μπορούμε να μπαίνουμε, έστω και για λίγο, στα «ρούχα», δηλαδή στη θέση, ενός ανήμπορου ατόμου και να φαντασθούμε τι εμείς οι ίδιοι θα θέλαμε σε μια τέτοια περίπτωση μόνο καλό θα μας έκανε.

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής

Πηγή: i-psyxologos.gr

Διαβάστε επίσης

Ετοιμάσου για τα... 150!

Ετοιμάσου για τα… 150!

Όταν κάποιος έχει γενέθλια λέμε να τα εκατοστήσεις! Αυτό σύντομα πρέπει να αλλάξει. Τα 100… ξεπεράστηκαν.
Τώρα πάμε με φόρα για τα 150… και βάλε!

Close