“Ποτέ δε μπορώ να πω αυτό που θέλω… Προσπαθώ να πω κάτι, αλλά οι λέξεις που βρίσκω είναι όλες λάθος – λάθος ή και ακριβώς αντίθετες απ’ αυτές που θα ’θελα. Προσπαθώ να διορθώσω τα λόγια μου, αλλά τα κάνω χειρότερα….Λες και είμαι χωρισμένη στα δύο και παίζω κρυφτό με τον εαυτό μου ή κυνηγητό κι ο μισός εαυτός μου κυνηγάει τον άλλον μισό γύρω απ’ αυτόν τον χοντρό ψηλό στύλο. Ο άλλος μισός μου εαυτός έχει τις σωστές λέξεις. Όμως ο εαυτός μου δεν μπορεί να τον πιάσει…”
(Νορβηγικό Δάσος, 2000)
“Εδώ λοιπόν, σ’ αυτό το σκοτάδι με την παράξενη σπουδαιότητά του, οι αναμνήσεις μου άρχισαν ν’ αποκτούν μια δύναμη που δεν είχαν ποτέ πριν. Οι αποσπασματικές εικόνες που αναβίωναν μέσα μου ήταν κατά μυστήριο τρόπο πολύ ζωηρές και λεπτομερείς, σε σημείο που να νομίζω ότι θα μπορούσα να τις αγγίξω με τα χέρια…”
(Το κουρδιστό πουλί, 1995)
“Και όταν η καταιγίδα τελειώσει, δεν θα θυμάσαι καν πώς κατάφερες να επιβιώσεις. Δεν θα είσαι καν σίγουρος ότι έχει τελειώσει. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: όταν βγεις από την καταιγίδα δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που μπήκε. Και αυτό είναι το νόημα της καταιγίδας…”
(Ο Κάφκα στην Ακτή, 2005)
”Kοιτάζω τα κτίρια που απλώνονται αντικριστά στις σιδηροτροχιές και αναρωτιέμαι ποιό παράθυρο να είναι δικό της. Σκέφτομαι τη θέα από εκείνο το παράθυρο και προσπαθώ να καταλάβω που θα μπορούσε να ήταν. Αλλά δε μπορώ ποτέ να θυμηθώ. Ίσως να μη μένει πιά εκεί. Αλλά αν μένει, μάλλον θα ακούει ακόμα εκείνο τον ίδιο δίσκο του Burt Bacharach από την άλλη πλευρά του παραθύρου της. Θα έπρεπε να έχω κοιμηθεί μαζί της; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα αυτού του διηγήματος. Η απάντηση με υπερβαίνει. Ακόμα και τώρα, δεν έχω ιδέα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν τα καταλαβαίνουμε ποτέ, όσα χρόνια κι αν αφιερώσουμε, όση εμπειρία κι αν συγκεντρώσουμε. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάζω από το τραίνο ψηλά στα παράθυρα των κτιρίων εκεί που μπορεί να είναι και το δικό της. Το καθένα από αυτά θα μπορούσε να είναι το δικό της παράθυρο, μου φαίνεται κάποιες φορές, κι άλλες φορές σκέφτομαι ότι κανένα από αυτά δεν μπορεί να είναι το δικό της. Απλά υπάρχουν τόσο πολλά από αυτά.”
(Ο Ελέφαντας εξαφανίζεται, 1993)