Αριθμώ μία προς μία τις μέρες μου

Αριθμώ μία προς μία τις μέρες μου

Αριθμώ μία προς μία τις μέρες μου. Όχι σαν τους παλιούς φαντάρους του εικοσιοχτάμηνου ή σαν τους υποψήφιους συνταξιούχους ύστερα από σαράντα χρόνια εργασίας ή σαν τις έγκυες που ετοιμάζονται για καισαρική, ανάποδα.

Δεν έχω κανέναν σοβαρό λόγο να τρέφω ελπίδες, να θέτω στόχους και να βάζω όρια για να τα ξεπεράσω και ό,τι εξ ανάγκης με κρατάει ακόμα είναι μια ενοχλητική συνήθεια μαζί με ένα πείσμα που βαίνει συνεχώς μειούμενο.

Ότι συνεχίζω να υπάρχω, αθροίζοντας φασούλι το φασούλι είκοσι έξι, είκοσι επτά, είκοσι οκτώ και σήμερα, είκοσι εννιά δηλαδή ολάκερες μέρες.

Έτσι διάγω τον βίο μου το τελευταίο διάστημα. Με ένα θετικό πρόσημο στις ακέραιες μονάδες μου, αδιαφορώντας για την αφαίρεση, τα κλάσματα και τις υποδιαιρέσεις και η μόνη αριθμητική πράξη που παραδέχομαι επιστημονικώς πέρα από την πρόσθεση είναι οι πολλαπλασιαστικοί χτύποι του επιτοίχιου ρολογιού, που γεμίζουν τον θάλαμο με τη βεβαιότητα της κανονικής ροής που έχουν οι μέρες και οι νύχτες μου και οι νύχτες και οι μέρες μου στην ασταμάτητη διαδοχή τους όλον αυτόν τον καιρό της άπραγης ξάπλας μου.

Οπότε το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σκέφτομαι. Εννοώ να μετράω και να σκέφτομαι. Για παράδειγμα, ότι είμαι σε διακοπές και απολαμβάνω τη νωθρότητα του πολυάσχολου αστού που νοίκιασε σπίτι τρία μέτρα από τη θάλασσα μόνο και μόνο για να κοιμάται όλη μέρα.

Ότι υπερασπίζομαι ανυποχώρητα και παρά την κοινωνική κατακραυγή το δικαίωμα στην τεμπελιά, όπως προβλήθηκε από τα κινήματα της δεκαετίας του ’70.

Ότι είμαι πρωτάκι του δημοτικού, που μόλις επέστρεψε από το απογευματινό παιχνίδι με τους φίλους του και ξαπλώνει ανάσκελα στο κρεβάτι για να παπαγαλίσει το αυριανό μάθημα της αριθμητικής με μια απορία ζωγραφισμένη στα μάτια.

Τελειώνουν, μαμά, ποτέ οι αριθμοί;Χαράμισα ολόκληρη τη ζωή μου στα πιο ηλίθια πράγματα και τώρα που νιώθω την απειλή του μηδενός να με τυλίγει κάτω από το λευκό σεντόνι του κρεβατιού μου αντιλαμβάνομαι ότι μου λείπουν οι πιο κρίσιμες απαντήσεις.

Ας πούμε: ποια οροσειρά πατούσε ο πολίτης Κέιν ψελλίζοντας στην τελευταία του πνοή τη λέξη χιόνι, γιατί στις στερνές του ώρες o Κοσμάς Πολίτης μιλούσε συνέχεια για μολόχες, πόσοι προσκεκλημένοι επισκέφτηκαν το κοινόβιο του Χάκκα και κυρίως αν μετά το είκοσι εννιά υπάρχει το τριάντα και αν μετά το τριάντα ακολουθεί το τριάντα ένα.

Για την ώρα μένω με την απορία. Με την απορία και με την αριθμητική μου. Μετράω νοερά με τα δάχτυλα των χεριών μου και μου βγαίνει σκάρτο κατά ένα δάχτυλο ο αριθμός τριάντα. Αντιλαμβάνομαι την κατάφωρη αδικία σε βάρος του μικρού δαχτύλου του αριστερού μου χεριού και νιώθω τις δημοκρατικές μου ευαισθησίες να αφυπνίζονται.

Ανοίγω τα μάτια, κουνάω το κεφάλι για να απαλλαγώ από το σεντόνι και σκάω ένα χαμόγελο στο ταβάνι. Θέλω να φωνάξω “φτου ξελεφτερία” για να ξορκίσω τα δαιμόνια που με φλερτάρουν και να ανανεώσω με έναν τόνο αισιοδοξίας τις αναγνωστικές προσδοκίες για το επόμενο κεφάλαιο κατά τις συνταγές της δημιουργικής γραφής που κάποτε διδάχτηκα, αλλά δεν μου βγαίνει φωνή κανονική κι ούτε ξέρω καλά καλά αν θα υπάρξει επόμενο κεφάλαιο.

Οπότε αρκούμαι σε μια συνόψιση που με θέλει ξαπλωμένο στο νοσοκομειακό κρεβάτι εδώ και είκοσι εννιά μέρες με το κορμί μου σε παράλυση και με τους νευρώνες του μυαλού μου σε αποδιοργάνωση, κατάσταση που μου επιτρέπει να παρομοιάσω τον εαυτό μου με ολόκληρη τη χρεοκοπημένη χώρα σε συνθήκες μνημονιακής διακυβέρνησης, με τη διαφορά ότι εγώ τουλάχιστον δεν τρέφω αυταπάτες για το μέλλον μου ούτε μεγαληγορώ για το παρελθόν μου ούτε αρέσκομαι να συσκοτίζω τις αιτίες ή να μεταθέτω τις ευθύνες για τα χάλια μου.

Αφού πέραν πάσης αμφιβολίας είναι διαπιστωμένο ότι πάσχω από εγκεφαλίτιδα, που μεταφράζεται σε πλήρη εκφυλισμό όλων των βιολογικών μου λειτουργιών και μάλιστα εν πλήρει συνειδήσει, πράγμα που μου παρέχει την πολυτέλεια να μπορώ να καταρτίζω ένα ακριβές χρονικό του θανάτου μου.

Προηγουμένως όμως το αναγκαίο ιστορικό:

Υπήρξε στην αρχή ένα σώμα, όχι ακριβώς σαν σώμα αλλά σαν απροσδιόριστη ιδέα από ανυπότακτα χέρια και πόδια, που κήρυξε την ορμονική του επανάσταση για να γίνει καλοσχηματισμένο, στητό και αυτοδιάθετο, και για δεκαετίες ολόκληρες προσέβλεπε σε άλλα σώματα για να πετύχει την εθνική του ολοκλήρωση, κι ήρθαν πράγματι καιροί που νόμιζε ότι σειόταν το σύμπαν από τον περήφανο βηματισμό του, έστω κι αν αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι βρισκόταν συνέχεια στο σημειωτόν, ενόσω μάλιστα οι ενδότερες δυνάμεις του εξ ύφαιναν εθνικές μειοδοσίες.

Τα λοιπά είναι λίγο πολύ γνωστά.

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

(απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα)

Πηγή:apenantioxthi.com

Thessaloniki Arts and Culture,

Διαβάστε επίσης

Close