Εμείς και τα αριστουργήματα, από τον Νίκο Δήμου

Εμείς και τα αριστουργήματα, από τον Νίκο Δήμου

Ένα ενδιαφέρον καινούργιο θέμα προτείνει η αναγνώστρια (και συγγραφεύς σχολίων με το ψευδώνυμο EFFIE) Έφη Β. Μου γράφει:

«Διαφώνησα με φίλες ως προς το εάν τα καθιερωμένα ως “αριστουργήματα” οφείλουν να αρέσουν σε όλους τους αναγνώστες. Υποστήριξα ότι εάν η προσωπική μου ιδιοσυγκρασία και “φιλοσοφία” έρχονται σε σφοδρή αντίθεση με το σύμπαν του συγγραφέα, έχω κάθε δικαίωμα να δηλώσω ότι το βιβλίο του δεν μου αρέσει (ακόμη και αναγνωρίζοντας τη δεινότητά του στη γραφή ή τις επιτυχημένες αφηγηματικές τεχνικές του). Ακόμη, διατύπωσα τη γνώμη ότι μπορώ να έχω άποψη για ένα βιβλίο τού οποίου έχω διαβάσει τα 2/3 (διότι προσπέρασα -για ποικίλους λόγους- κάποιες σελίδες).

Δέχτηκα επίθεση, με κύριο επιχείρημα ότι το βιβλίο ανήκει στα κλασικά αριστουργήματα, ότι διδάσκεται σε σχολεία και ότι, συνεπώς, μάλλον εγώ δεν είμαι “ώριμη” να το αξιολογήσω αναλόγως. Και ότι δεν δικαιούμαι να έχω άποψη, δεδομένου ότι προσπέρασα μέρος του όγκου του βιβλίου.

Δεν θέλω να αναφέρω το όνομα του συγγραφέα ούτε τον τίτλο του επίμαχου βιβλίου, προκειμένου η ερώτησή μου να έχει ένα γενικευτικό χαρακτήρα».

Αυτά γράφει η αναγνώστρια Έφη.

Ας ξεκινήσω με ορισμένες παρατηρήσεις. Αν συζητάμε για το «αρέσει – δεν αρέσει» δεν υπάρχει θέμα. Ο καθένας δικαιούται να εκφράζει το προσωπικό του γούστο. Η λέξη «αρέσει» όμως με ενοχλεί. Η σχέση με ένα σημαντικό έργο πρέπει να ξεπερνάει το επίπεδο του «αρέσει».

Το ότι ένα έργο θεωρείται γενικώς «αριστούργημα» και διδάσκεται στα σχολεία δεν σημαίνει τίποτα. Ιδιαίτερα στα σχολεία διδάσκονται και άθλια πράγματα. Όμως αν ένα έργο έχει κερδίσει την γενική αναγνώριση και τον παγκόσμιο θαυμασμό, τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα. Αυτός που θα μου πει: δεν μου αρέσει ο «Άμλετ», ή ο «Δον Κιχώτης», ή η «Ενάτη Συμφωνία», θα με βάλει σε σκέψεις.

Υπάρχει η τέχνη της φυγής (περνάω ευχάριστα την ώρα μου- «αρέσει») και η «αποκαλυπτική» (αυτή που μας βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο). Αυτή η δεύτερη δεν είναι ποτέ εύκολη – ιδιαίτερα όταν φαίνεται εύκολη. Π. χ. η παλιά ζωγραφική – πορτρέτα και τοπία – είναι πιο δύσκολη από την μοντέρνα, αφηρημένη τέχνη.

Το ότι ένα έργο τέχνης ανήκει στην «αποκαλυπτική» δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι δύσπεπτο και βαρετό. Μπορεί να είναι διασκεδαστικό και ευφρόσυνο: π. χ. τα πεζά του Γκόγκολ, οι όπερες του Μότσαρτ.

Κάθε καλό έργο τέχνης είναι πολυεπίπεδο. Και αυτός που το έχει «καταλάβει», μπορεί ξαφνικά να διαβάσει μία ανάλυση διαπιστώνοντας πόσα δεν είχε προσέξει.

Όταν ήμουν νέος διάβασα την «Συναισθηματική Αγωγή» του Φλομπέρ και την βρήκα βαρετή – ενώ τα άλλα βιβλία του τα είχα βρει θαυμάσια. Όμως αργότερα διαπίστωσα πως σοβαροί κριτικοί την θεωρούσαν ως το αριστούργημά του. Την ξανάπιασα λοιπόν στα σαράντα μου – και είδα πως στην πρώτη ανάγνωση απλώς εγώ δεν ήμουν έτοιμος. Και στον ανεξάντλητο Σαίξπηρ, κάθε παράσταση που παρακολουθώ συνήθως προσθέτει κάτι στα έργα που έχω ήδη δει.

Τους μεγάλους είναι αδύνατο να τους συγκρίνεις – αλλά δικαιούσαι να έχεις «συμπάθειες». Από τους δύο ταυτόχρονους γίγαντες Τολστόι και Ντοστογιέφσκι, εγώ συμπαθώ τον δεύτερο.

«Πηδώντας σελίδες». Συνήθως τα πολύ καλά έργα δεν έχουν περιττή ύλη…

«Δύσκολα» βιβλία. Για να διαβάσεις τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, χρειάζεσαι οπωσδήποτε οδηγό – ξεναγό. Αλλά αξίζει τον κόπο.

«Εύκολα» βιβλία. Τον Δον Κιχώτη – φαινομενικά μία απλή παρωδία ιπποτικού ρομάντζου – τον έχω διαβάσει ολόκληρο τρεις φορές, σε τρεις ηλικίες. Κάθε φορά μου άρεσε – αλλά για διαφορετικούς λόγους. Που αθροίζονται από ανάγνωση σε ανάγνωση. Σύμφωνα με τον «πάπα» της κριτικής, τον Harold Bloom, είναι το «απόλυτο» βιβλίο. Αλλά είναι και το βιβλίο που ευκολότερα διαβάζεται λάθος.

Άρα προσοχή με τα «αριστουργήματα». Μπορούμε να τα κρίνουμε, αλλά μας κρίνουν και αυτά…

Νίκος Δήμου

Διαβάστε επίσης

Close