Η απληστία

Η απληστία

Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι και η απληστία.

Η λέξη παράγεται από το στερητικό «α» και το «πληστός» που σημαίνει πλήρης – γεμάτος. Άπληστος, επομένως, είναι ο πλεονέκτης, ο ακόρεστος, ο ανεκπλήρωτος από την επιθυμία.

Διάλεξα να πω «από την επιθυμία» αντί «από τα μέσα της ζωής του», διότι πιστεύω ότι η αυτή αποτελεί την κινούσα δύναμη για την επίτευξη των αναγκών που δημιουργούν τα μέσα. «Επιθυμώ», σημαίνει «προάγω εκ του στήθους μου μια εσώτερη θερμή ανάγκη», μετά έρχεται η «βούληση» που παραπέμπει στο «θέλω και μπορώ».

Επομένως, η επιθυμία έρχεται πρώτη και όχι η βούληση όπως υποστηρίζουν πολλοί φιλόσοφοι, καθόσον αυτή επιφέρει τις ανάγκες. Η επιθυμία και η βούληση είναι δυο αρχέτυπα, «τάση» και «θέση» της ζωής, τα οποία οι πρόγονοί μας τα συμβόλιζαν με τις Δαναΐδες και το Σίσυφο. Οι πρώτες με το άπατο πιθάρι τους, ο δεύτερος με την αέναη μετακυλούσα πέτρα.

Άρα, η απληστία μπορεί να ιδωθεί και ως «η διαρκής προσπάθεια της πραγμάτωσης του Σίσυφου του επιθυμητού των Δαναΐδων». Σίσυφος και Δαναΐδες, (είναι) ένα γονιδιακό ζεύγος δίζυγο, μια σχέση δυσδιάκριτη, ένα μαρτύριο της τιμωρίας των θεών προς το γένος των ανθρώπων.

Κατά τη μυθολογία, η έναρξη της απληστίας εμφανίζεται με τα παιδιά του βγαλμένου από τη θάλασσα Πρωτέα. Ο Πρωτέας, που θεωρείτο μονογενής και περιγράφεται με φύκια και ανάμεσα σε φώκιες, ανάλογα με τις επιθυμίες του γινόταν τα πάντα.

Απέκτησε με κάποιες ασαφείς νύμφες και θεές, διάφορα παιδιά. Δυο του γιοί, ο Πολύγονος και ο Τηλέγονος ήταν άπληστοι, καταλήγοντας τελικά ληστές, τους οποίους σκότωσε ο Ηρακλής. Και ο Πρωτέας το αποδέχτηκε αυτό, φθάνοντας στο σημείο να αποκαθάρει εκ του φόνου το φονιά τους.

Ο μύθος αυτός δείχνει μέσα από μια βιολογική θα τη χαρακτηρίζαμε σκοπιά, την έναρξη και την αντιμετώπιση του πρώτου φαινόμενου της απληστίας. Αλλά και ο μύθος της Εύας με την αποδοχή του απαγορευμένου καρπού, στο ίδιο παραπέμπει από άλλο δρόμο.

«Τρεις δυνάμεις κινούν τον κόσμο», είπε κάποτε ο Αϊνστάιν. «Η ανοησία, ο φόβος και η απληστία». Θα εξετάσουμε την απληστία, αρχικά, μέσα από την ιστορία.

Ο Μωυσής, τον οποίο ο Θεός τιμώρησε να μη δει την εκπλήρωση της αποστολής του, φαίνεται ότι ένας λόγος ήταν η απληστία του, καθόσον ευθυνόταν για την υφαρπαγή εκ μέρους του λαού του αυτών που νέμονταν οι Φιλισταίοι. Ο Μίδας, έμεινε για την απληστία του στο χρυσό παρομοιώδης.

Αλλά και ο Κροίσος, που δεν άκουσε το Σόλωνα στην αρετή του μέσου δρόμου αλλά τους ιερείς του Απόλλωνα για να επιτεθεί στον Κύρο και ν’ αυγατίσει κι άλλο την περιουσία του, τιμωρήθηκε δεόντως. Άπληστοι καθώς είχαν γίνει από τα δώρα του και αυτοί, δίνοντάς του έναν εκ πρώτης όψεως θετικό χρησμό, επέδρασαν ως Νέμεση, παίρνοντάς τον στο λαιμό τους.

«Η γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ανθρώπου, όχι όμως την απληστία του», είπε κάποτε, πολύ σωστά, ο Γκάντι. Τι είναι λοιπόν αυτό, το συγγενές ή επίκτητο ιδίωμα, ιδιαίτερα εμφανές στο ανθρώπινο είδος, το οποίο αναδύεται όλο πιο έντονο με την έναρξη του πολιτισμού του; Ζιγκουράτ, πυραμίδες, αυτοκρατορίες, όλα παραπέμπουν σε κάποια μορφή απληστίας των πρωτεργατών τους.

Η φύση έχει μια αρχή, τη μοιρασιά – νομή του οίκου της που λέγεται οικονομία. Η οικονομία μοιράζει «νέμει» στον οίκο της τα απαραίτητα. Όταν αυτά, κατά την κρίση ενός όντος δεν αρκούν, αρχίζει η αναζήτηση για τη συσσώρευσή τους. Ο φόβος του θανάτου είναι το κινούν αίτιο αυτής της διαδικασίας.

Και έως εδώ καλά μέχρι την υπερβολή, που συνοψίζεται στο ότι «εγώ τα θέλω όλα». Το φαινόμενο αυτό στον κοινωνικό ιστό είναι αναμφίβολα κατακριτέο. Δεν ζει κάποιος στερώντας τη ζωή των άλλων, αλλά διατηρώντας το υπέδαφος της ζωής πάνω στο οποίο διάγει τη ζωή του. Αυτό σημαίνει «επιβίωση», ζωή πάνω σε ζωή.

Η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια «κατά συνθήκη», μια «κατ’ ανάγκη» κοινωνία. Δεν έχει τη συνεκτική δομή της ανάλογης των μυρμηγκιών ή των μελισσών που όλα τα έντομα είναι ίδια, «αδέλφια» μεταξύ τους, καθώς γεννιούνται και πεθαίνουνε κατά φουρνιές, μαζί.

Η κοινωνία των ανθρώπων είναι χαλαρή, ανομοιογενής, και ετερόκλητη, που την αποτελούν διάφορες μη οικογενείς ομάδες. Στην ουσία, πρόκειται για ένα συνονθύλευμα από υποκοινωνίες, στις οποίες τα μεμονωμένα άτομα συμβιούν με σκοπό το όφελος από τη μεταξύ τους σχέση, έχοντας παράλληλα το κάθε ένα εξ αυτών την τάση να δημιουργεί ένα δικό του κόσμο.

Επομένως, η ανθρώπινη «κοινωνία» είναι συναγωνιστική και ανταγωνιστική συγχρόνως, οπότε η απληστία κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί. Ο άνθρωπος δεν είναι κοινωνικό ον, γίνεται κοινωνικό για την ασφάλειά του και αυτό του προσδίδει μια ιδιαίτερη συμπεριφορά η οποία τον κάνει ον πολιτικό.

Η κοινωνική ζωή επιφέρει ευμενέστερες συνθήκες διαβίωσης μέσω της διαδικασίας που καλείται οικονομία κλίμακας. Κατ’ αυτήν, μέσω της σύνδεσης πολλών μονάδων επιτυγχάνεται όφελος. Όταν κάποια στιγμή το όφελος και το κόστος βρεθούν σε κρίσιμη καμπή, τότε η κοινωνία είτε ρικνώνεται τείνοντας να γίνει συμπαγής είτε επεκτείνεται τείνοντας στη μεταλλαγή της.

Στην πρώτη περίπτωση, η ρίκνωση οδηγεί στη λεγόμενη «κλειστή κοινωνία» με κατάληξη το μαρασμό, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η επέκταση οδηγεί στη λεγόμενη «ανοικτή κοινωνία» με κατάληξη την απροσδιοριστία. Ο άπληστος, επομένως, ορίζεται ως καταλύτης του συστήματος, φθάνοντας στο σημείο να οδηγεί στις μέρες μας τον ευαίσθητο και ασταθή κοινωνικό ιστό.

Η παγκόσμια ανοικτή κοινωνία δεν είναι άλλο από μια άπληστη κοινωνία σε σχέση με την έννοια των προγενέστερων αξιών της πάτριας ζωής. Από οικονομικής πλευράς, αυτή στηρίζεται σε δύο βάρκες: στην ελευθερία της παραγωγής όπως την περιέγραψε ο Άνταμ Σμιθ, και στην ανάγκη της αυξημένης κατανάλωσης κατά τον Κέυνς.

Οπότε, διαμορφώνεται μια κοινωνία Λεβιάθαν, η οποία χωνεύει τα παιδιά της. Στη διαδικασία όμως αυτή συμβαίνουν κρίσεις, όπου το ζητούμενο είναι ο επαναπροσδιορισμός των ορίων των συμβαλλόμενων. Η ιστορία διδάσκει ότι στις κρίσεις, οι πιο αδύναμες κοινωνικά ομάδες παραδίδονται βορά στο σύστημα, γενόμενες μέρος του συστήματος.

Το φαινόμενο αυτό ο Ρουσσώ αντί να το ονομάσει «εξαναγκαστική παράδοση» το βάφτισε «κοινωνικό συμβόλαιο». Το οποιοδήποτε όμως συμβόλαιο επενεργεί προς όφελος της πλεονεκτικότερης ομάδας. Πλεονεξία, πλεονεκτικότητα και πλεονασμός, είναι η «αγία τριάδα» της σύγχρονης πλέον κοινωνίας.

Φεύγουμε από την κοινωνία και επιστρέφουμε στα μέλη της, τις άπληστες αράχνες που υφαίνουν τη ροή του ιστού της ιστορίας. Στην ύφανσή του, όπως και στο κάθε γίγνεσθαι, δεν υπάρχει διπολισμός, αλλά μονο-πειθαναγκασμός.

Το αντίθετο του άπληστου είναι ο «πληστός», που σημαίνει «πλήρης -ολοκληρωμένος». Θεωρητικά ορίζεται ως πρότυπο αξίας, καθόσον υποτίθεται ότι τα πάει περίφημα με τον εαυτό του.

Είναι στις ανάγκες του εξαιρετικά ολιγαρκής, επομένως ευχαριστημένος με αυτά που έχει, οπότε καθιερώνεται σαν πρότυπο συμπεριφοράς πολίτη, τόσο από τους ολιγαρκείς όσο και από τους πλεονέκτες. Διότι οι ολιγαρκείς τον έχουν πρότυπο στη δυστυχία τους, πράγμα που βολεύει παράλληλα τους πλεονέκτες.

Σε σπάνιες περιπτώσεις ο ολοκληρωμένος ή πληστός οδεύει στον εξοβελισμό του, σαν ένα κύτταρο κατεξοχήν παθολογικό, που τείνει να περιορίσει το σύστημα έχοντας βάση μια αλλιώτικη αθανασία που προκύπτει από την μέλλουσα πληρέστερη ολοκλήρωσή του.

Η απληστία όμως για την ολοκλήρωση οδηγεί στην ολοκλήρωση της απληστίας, αλλά αυτός είναι ο άπληστος. Επομένως, τι συνέβη; Αυξήθηκε απλά η πολυπλοκότητα του συστήματος με μια τροχοπέδη. Η φύση αυτορυθμίζεται, η θέση που θα βρεθεί το κάθε κύτταρο ή άνθρωπος είναι δεδομένη.

Το κλειδί στην ψυχολογία του άπληστου λέγεται «άγχος επιβίωσης από το άχθος του θανάτου». Είναι μια αντίδραση «φυσιολογική» η οποία εκδηλώνεται με τη μεταβολή των ορμονών και της ψυχολογίας.

Το φαινόμενο της απληστίας απαντάται τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους, ασχέτως φύλου, με μεγαλύτερη έκταση στο θηλυκό. Δείτε ένα παιδί σε μια βιτρίνα παιχνιδιών, η απληστία που ζωγραφίζεται στα μάτια του παραπέμπει στο αν θα μπορούσε να έχει τα περισσότερα…

Δείτε έναν άντρα σε μια αγορά, ο περιορισμός που ζωγραφίζεται στα μάτια του θα τον αναγκάσει να πάρει το καλύτερο για τα λεφτά του (best value for money). Στις γυναίκες δεν αναφερόμαστε διότι άπτονται μιας ευρύτερης ψυχολογίας η οποία ξεκινά από την επιλογή του ανδρός ως το καλάθι με τα φρούτα (shoping theraphy).

Η απληστία, επομένως, αποτελεί μια φυσική διαδικασία αντίδρασης του επιθυμητού, σημαντική στην εξελικτικότητα. Η ψυχολογία του άπληστου, πρέπει κάποτε να ιδωθεί κάτω από το πρίσμα της εσώτερης βαθιάς ψυχολογίας που φτάνει μέχρι τα γονίδια. Ακραία φαινόμενα δεν είναι άγνωστα και στα ζώα.

Η αλεπού, για παράδειγμα, πνίγει όλες τις κότες στο κοτέτσι ενώ τρώει μια, πράγμα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αμόκ ζωτικής ανησυχίας». Το γεγονός αυτό συνδέεται με τη «λίμπιντο», λέξη που συνάδει με το πάθος για ζωή με το σπόρο του θανάτου. Στο βάθος της ψυχής του άπληστου, ελλοχεύει έντονα, μα διακριτά, ο θάνατος.

Η γη κατέληξε «μονοειδής». Αυτό σημαίνει ότι επικράτησε μόνο το ένα είδος, τώρα, ο άνθρωπος. Η μονοειδότητα είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στη φύση που συμβαίνει κατά διαστήματα, όπως την εποχή των φυτών, των δεινοσαύρων, πρόσφατα των θηλαστικών και δη των πρωτευόντων, του ανθρώπου.

Ο κίνδυνος για την επιβίωση του ανθρώπου προέρχεται πλέον από το ίδιο τον άνθρωπο, που σημαίνει ότι ο φόβος του είναι «από και προς τον εαυτό του». Η μάχη ανάμεσα στα μέλη του ίδιου είδους, της αυτής ομάδας, του ίδιου μας του εαυτού, όταν επισυμβεί είναι η πλέον κανιβαλοφόρα.

Επομένως, στο ανθρώπινο είδος θα επικρατήσει τελικά ένα υποείδος, μέχρι να χαθεί και αυτό μέσα στην απροσδιοριστία. Η απληστία στη φάση αυτή της μονοειδικής αιχμής, προβάλλεται ως αρχή – τάση επιβίωσης στους πλέον φοβισμένους, ανάγοντας τον εγωκεντρικό – εγωιστικό μηχανισμό της θεωρούμενης «ελπίδας» τους.

Αυτή είναι μια προσέγγιση μέσα από ένα πώρο του βιολογικού κοινωνικού ιστού, που παραπέμπει στο ότι δεν επιφέρουμε εμείς το σύστημα αλλά ότι εκείνο μας ορίζει.

Παραταύτα, όταν το γεγονός αυτό ιδωθεί βαθύτερα, οδηγεί με τη σειρά του στο ότι εμείς μετέχουμε και καθορίζουμε τις φυσιολογικές νόρμες, μέσα από την πλειοψηφία. Αυτό, να ιδωθεί πέραν του καλού και του κακού και της ιδεοληψίας, με ευρύτητα στη σκέψη και τη γνώση. Ούτως ή άλλως, στην απληστία της γνώσης χρωστάμε αυτά που καταλαβαίνουμε σήμερα.

Παρότι από την απληστία δομήθηκε η κοινωνία, παρότι πλεονέκτες με την εξουσία ήταν οι μεγαλύτεροι ηγέτες και με την αγάπη οι καλύτερες μητέρες, η απληστία ιδωμένη ως εκ των μεγαλύτερων αμαρτημάτων, στηλιτεύεται. Τι γίνεται, όμως, εδώ; Εθελοτυφλούμε, προσδιοριζόμενοι απο δυο μέτρα και σταθμά ή θα επιλέξουμε ως άριστο το ένα;

Θαυμασμός από τη μια και αποτροπιασμός από την άλλη, δεν γίνεται, σημαίνει μπέρδεμα ή υποκρισία. Ως εκ τούτου, εξετάζοντας τα πράγματα με όσο το δυνατόν αδέσμευτη χροιά, η απληστία μπορεί να ιδωθεί ως «τάση επιβίωσης υπο οριακές συνθήκες». Στο σύμπαν, που και αυτό επεκτείνεται άπληστα, υπάρχουν μαύρες τρύπες που ρουφούν και άσπροι νάνοι που παράγουν.

Αμφότερα τα φαινόμενα υπηρετούν μια σκοπιμότητα, την ύπαρξη της φύσης. Ένα εκ των δυο να έλλειπε, θα ήταν ουδέτερο, ανύπαρκτο το σύμπαν. Το ζητούμενο είναι μια κοινή γραμμή, η οριοθέτηση στον κοινωνικό ιστό των φυσιο-λογικών ορίων.

Η θέση του άπληστου, χωρίς να φτάνουμε σε άκρα, είναι φυσική. Ο ολίγον άπληστος είναι παραγωγικό κύτταρο, ο πολύ άπληστος καταντάει πρόβλημα. Η πρακτική του πρώτου επιφέρει θαυμασμό, του δεύτερου γεννά το φθόνο. Πέραν του ορίου, ο άπληστος ρουφά τα στοιχεία της ζωής των άλλων, και ο πληστός τα φτύνει.

Και στο βασικό ερώτημα «τι κάνουμε», η απάντηση είναι «σε ότι είμαστε ταγμένοι». Τα όρια της δυναμικής του συστήματος που θέτει η πλειοψηφία καθορίζουν τις φυσιολογικές νόρμες και η αντιμετώπιση των πολύ άπληστων είναι θεμιτή.

Είτε λοιπόν μιλάμε για την απληστία του πνεύματος, είτε της ύλης, ένα είναι γεγονός. Ότι, όπως το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πληρότητας είναι ο εφησυχασμός, το αντίστοιχο της απληστίας είναι η ανησυχία. Ζω και ανησυχώ σημαίνει ότι είμαι ενεργός, ορίζω εγώ τις νόρμες μου τις οποίες επεκτείνω στο κοινωνικό μου περίγυρο όπου δεν εφησυχάζω.

Ούτως ή άλλως, ο Ηρακλής στον κοινωνικό ιστό είναι ο λαός και ρόπαλο η δικαιοσύνη. «Ηρακλής κοιμώμενος» δεν υπάρχει ως τραγωδία, θα μπορούσε βέβαια να υπάρξει ως κωμωδία, για να ολοκληρωθεί με τον «Ηρακλή μαινόμενο» ως σατυρικό δράμα.

Στον ελληνικό τρόπο της ζωής, κυριάρχησε κάποτε έντονα το άπληστο πνευματικό στοιχείο. Αυτό δημιούργησε στον πλουραλισμό των ιδεών όπου προέκυψε φως, το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε στο δυτικό πολιτισμό και κατόπιν εκτενέστερα.

Το είδος του φωτός που εξέπεμψαν οι πρόγονοί μας ονομαζόταν φάος, που σημαίνει φως από αυτόκαυστο υλιστικό μανδύα ενός πνεύματος που φλέγεται χαοτικά. Αυτή είναι μια περίπτωση κατά την οποία ο καιγόμενος προσφέρει στο σύνολο το φως του, μέσα από τον έμπειρο ή ένπυρο χαμό του. Ποιος είπε ότι άπληστος είναι κοιλιόδουλος και καταναλωτής μονάχα;

Του Σωτήρη Γλυκοφρύδη

Πηγή: filosofia.gr

Διαβάστε επίσης

Close