Κοινωνική επιρροή: όταν οι λίγοι μπορούν ν' αλλάξουν την γνώμη των πολλών

Κοινωνική επιρροή: όταν οι λίγοι μπορούν ν’ αλλάξουν την γνώμη των πολλών

Στην κοινωνική ψυχολογία, κοινωνική επιρροή ονομάζεται η διαδικασία με την οποία ένα άτομο ή μία ομάδα προσπαθεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης ή συμπεριφοράς ενός άλλου (ατόμου ή ομάδας), προκειμένου αυτό να προσαρμοστεί στη δική του άποψη ή συμπεριφορά.

 

Αυτή η διαδικασία, έχει ως πηγή της είτε μία πλειοψηφία (οπότε μιλάμε για πλειοψηφική ή πλειονοτική επιρροή) είτε μία μειοψηφία (οπότε μιλάμε για μειοψηφική ή μειονοτική επιρροή).

 

Εστιαζόμενοι στα «παράδοξα» της ιστορίας και σε αναρίθμητα παραδείγματα μειονοτήτων που κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης μεγάλου αριθμού ατόμων ή και κρατών (ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ο Γκάντι και η φιλοσοφία της μη-βίας, ο επιτυχημένος αγώνας των μαύρων και των γυναικών για ίσα δικαιώματα, οι ομοφυλόφιλοι, αλλά και η ομάδα των εξεγερμένων στο Πολυτεχνείο), μπορούμε να διαπιστώσουμε πως, συχνά μία μειονοτική ομάδα, δηλαδή μία κυριαρχημένη κοινωνική ομάδα που αμφισβητεί τους κυρίαρχους κοινωνικούς κανόνες, καταφέρνει να επηρεάσει την πλειοψηφία.

 

Σύμφωνα με τον S. Moscovici, που εισήγαγε την θεωρία της μειονοτικής επιρροής, η κοινωνία δεν είναι στατική: υφίσταται αλλαγές, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της δράσης ενεργών μειονοτήτων, που αμφισβητούν, αντιπροτείνουν καινοτόμες λύσεις και υιοθετούν συγκεκριμένες συμπεριφορές, προκειμένου να ασκήσουν επιρροή.

 

Η επιρροή αυτή, όπως τονίζεται, δεν είναι μονοσήμαντη – δεν προέρχεται μόνο από την πηγή με κατεύθυνση τον στόχο- δέκτη του μηνύματος. Αντίθετα, στηρίζεται στην αλληλεπίδραση πηγής και στόχου, προϋποθέτει δηλαδή την δράση και την αντίδραση μεταξύ του πομπού και του δέκτη.

 

Το καινούργιο που θα προκύψει, είτε ως συμπεριφορά είτε ως ιδεολογία, θα έχει ως πηγή του την σύγκρουση μεταξύ των ομάδων. Και ενώ αρχικά η σύγκρουση προκαλεί μπλοκάρισμα και αβεβαιότητα (γνωστική ασυμφωνία), τελικά, οδηγεί υποχρεωτικά σε αλλαγή. Σύμφωνα πάντα με τον S. Moscovici, η εξουσία των μειονοτήτων συνίσταται στο ότι καταλύουν την κοινωνική συναίνεση.

 

Μοναδική εξαίρεση εδώ, αποτελεί η περίπτωση απόδοσης των απόψεων, της συμπεριφοράς και γενικότερα, των μηνυμάτων της μειονοτικής ομάδας στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των μελών της («είναι τρελός», «δεν ξέρουν τι τους γίνεται»), οπότε απορρίπτεται τόσο η πηγή όσο και το μήνυμα (φαινόμενο της «ψυχολογιοποίησης»).

 

Πώς όμως το καταφέρνει αυτό μία μειονότητα; Πώς ένα μήνυμα εντελώς αντίθετο με τις κοινωνικές συμβάσεις της εκάστοτε εποχής, καταφέρνει να διεισδύσει στην σκέψη της ευρύτερης κοινωνίας και τελικά να την αλλάξει; Άλλωστε, η μειονότητα (είτε μιλάμε για αριθμητικό μέγεθος (μειοψηφία) είτε μιλάμε για «μειονοτική», δηλαδή αντίθετη προς την κυρίαρχη ιδεολογία, άποψη) δεν έχει εξουσία – η μοναδική της εξουσία είναι αυτή της αμφισβήτησης.

 

Ωστόσο, αυτή ακριβώς η αμφισβήτηση είναι που θα δημιουργήσει την σύγκρουση, που όπως ήδη αναφέρθηκε είναι η βασική προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Η θεωρία θα μας πει εδώ ότι, για να καταφέρει μία μειονότητα να επηρεάσει, θα πρέπει να υιοθετήσει συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς.

 

Έτσι, θα πρέπει να έχει μία σταθερή συμπεριφορά, που θα δείχνει βεβαιότητα για το διαφορετικό μήνυμα που πρεσβεύει. Μάλιστα, αυτή η σταθερότητα και η βεβαιότητα θα πρέπει να εκλειφθούν ως τέτοιες από τους άλλους. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός.

 

Αν οι άνθρωποι εκλάβουν την σταθερή συμπεριφορά της μειονοτικής ομάδας ως δογματική, άκαμπτη και ασυμβίβαστη, κατά πάσα πιθανότητα θα απορρίψουν εξ’ αρχής τις απόψεις της. Αν όμως την εκλάβουν ως ευέλικτη, «λογική», ίσως και συνεργατική και μετριοπαθή, τότε οι πιθανότητες επιρροής αυξάνονται.

 

Θα πρέπει επίσης τα μέλη της ομάδας να επιδεικνύουν αυτοθυσία και βαθιά προσήλωση και αφοσίωση στην ομάδα και τα πιστεύω της και παράλληλα να δρουν και ανεξάρτητα, χωρίς δηλαδή να επιδεικνύουν κάποιο προσωπικό όφελος από τη δράση τους. Τέλος, η συμπεριφορά των μελών της ομάδας θα πρέπει να εμφανίζεται ως ίση απέναντι σε όλα τα μέλη της ομάδας-στόχου.

 

Πέραν την συμπεριφοράς της ομάδας, ένας δεύτερος σημαντικός παράγοντας για την μειονοτική επιρροή είναι ο τρόπος με τον οποίο καλεί τους δέκτες του μηνύματός της να σκεφτούν για αυτό. Αν οι άνθρωποι απορρίψουν χωρίς συζήτηση τις απόψεις της, τότε ο τρόπος σκέψης είναι επιφανειακός και η πιθανότητα άσκησης επιρροής περιορίζεται.

 

Αν όμως οι άνθρωποι αρχίσουν να συζητούν τις απόψεις της και επιχειρηματολογούν πάνω σε αυτές (υπέρ ή κατά, δεν έχει σημασία), τότε οι πιθανότητες για έμμεση επιρροή αυξάνονται δραστικά.

 

Τέλος, μαζί με την συμπεριφορά, την σταθερότητα και τον τρόπο σκέψης που προκαλεί η μειονοτική ομάδα και το μήνυμά της, υπάρχει ένα τέταρτο στοιχείο που καθορίζει το αποτέλεσμα της προσπάθειας μειονοτικής επιρροής. Αυτό, έχει να κάνει με την έμφυτη τάση των ανθρώπων να ταυτίζονται με τους ανθρώπους που θεωρούν όμοιους με τους ίδιους. Οι άνδρες ταυτίζονται περισσότερο με τους άλλους άνδρες παρά με τις γυναίκες.

 

Οι ομοφυλόφιλοι με τους ομοφυλόφυλους, οι Αμερικανοί με τους Αμερικανούς, κλπ. Έτσι κι εδώ, όσο περισσότερο τα μέλη της μειονοτικής ομάδας φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά με τα μέλη της ομάδας στην οποία απευθύνονται, τόσο περισσότερες πιθανότητες φέρουν να τους πείσουν για τις ιδέες τους.

 

Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι μία μικρή ομάδα ανθρώπων, που προβάλλει ένα διαφορετικό, προκλητικό, ίσως και ακραίο μήνυμα στην ευρύτερη κοινωνία, έχει τη δύναμη και μπορεί να οδηγήσει σε μεταστροφή της κοινής γνώμης. Το κυριότερο και, ίσως το πιο ανησυχητικό, χαρακτηριστικό της μειονοτικής επιρροής, είναι ότι λειτουργεί με έμμεσο τρόπο.

 

Ενώ εκ πρώτης όψεως ο δέκτης του διαφορετικού μηνύματος το απορρίπτει ως ακραίο, αυτό παραμένει μέσα στο μυαλό του, γίνεται αντικείμενο γνωστικής επεξεργασίας και, με την συμβολή της σταθερής, αυτόνομης και αμερόληπτης συμπεριφοράς της μειονότητας, τελικά φθάνει να πειστεί για αυτό.

 

 

Α. Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος

 

Πηγή : to23ogramma.wordpress.com

 

 

Thessaloniki Arts and Culture, 

 

Διαβάστε επίσης

Close