Όλοι στα λέγαμε, οι νεράιδες δεν είναι για μας

Όλοι στα λέγαμε, οι νεράιδες δεν είναι για μας

Είναι και κάτι αγάπες σαν χωριά παραμεθόρια.

Ο σταθμάρχης έχει συνταξιοδοτηθεί από χρόνια και οι ράγες έχουν χορταριάσει,η πλατεία με τον γεροπλάτανο σώπασε,κάθε Κυριακή βαρά ένα καμπαναριό ψηλό σαν απελπισία και θυμίζει στους ξεχασμένους ανθρώπους πως πρέπει να πιστεύουν κάπου.

Στον αδικοσκοτωμένο καφενέ του σταθμού, κάθε πρωί,σε ένα μαντεμένιο τρίποδα,σιγοψήνεις σε μπακιρένιο μπρικάκι τις αναμνησεις σου,πάνω στην χόβολη από τα λάθη σου και τη φωτιά που άναψαν οι στιγμές που δείλιασες. Βάζεις τον πολλά βαρύ σε φλυτζάνι χοντρό σαν μεγαλέμπορα, το ποτήρι με το νερό και το πακέτο με τα τσιγάρα που γλύτωσαν από το χθεσινό ολοκαύτωμα πάνω στο βολικό τραπεζάκι.

Πάντα έμενες από φωτιά, ευτυχώς σήμερα έχεις, πήρες από το μικρό μπακάλικο κούτα ολόκληρη με σπίρτα,σ άρεσουν τα σπίρτα,τα παρατηρείς πολύ προσεκτικά όταν τα ανάβεις,έχουν ένα αδιευκρίνιστο σκούρο χρώμα σαν τα μάτια της και όταν ανάβουν σε κοιτάνε με την ίδια ακριβώς φλόγα που σε κοιτούσε και κείνη όταν ήταν χαρούμενη,μόνο να αυτή η μυρωδιά είναι ίδια με την μυρωδιά της απουσίας της.

Πίνεις την πρώτη γουλιά και καλημερίζεις το ραγισμένο τζάμι του παραθύρου, με τον ήλιο από κείνη τη μέρα δεν ξαναμιλήσατε,του κρατάς χαρακτήρα και καλά κάνεις, ήταν εκεί τότε τα είδε όλα, αν ήταν φίλος κάτι θα έκανε,μπα αυτός ουδέτερος σαν μικροαστός σε απεργιακές κινητοποιήσεις,σας κοιτούσε από ψηλά να γδέρνετε ο ένας την ψυχή του άλλου και έκανε τη κορόιδα.

Δεύτερο τσιγάρο,κοιτάς προς το ποτάμι θυμάσαι εκείνη τη λεύκα που περιμένει ακόμα να την κόψεις να την κάνεις κούνια για το παιδικό δωμάτιο,χα και πιο δίπλα η αποθήκη ανταλλακτικών, με ένα σωρό σκουριασμένα παλιοσίδερα μέσα σαν όνειρα ανήμπορων μεσόκοπων.

Βγαζεις την φωτογραφία της από το πουκάμισο πάντα εκεί την είχες στην αριστερή τσέπη, ο χρόνος την έχει κιτρινίσει όπως κιτρίνισε η νικοτίνη τα ακροδάχτυλά σου, την κοιτάς ανέκφραστα, σαν να λες καλημέρα σε κάποιον που δε θυμάσαι το όνομά του και αρχίζει ξανά αυτή η βροχή που σου τρυπά τα κόκκαλα και την καρδιά χειμώνα καλοκαίρι.

Ξέρεις κάτι ρε Τάκη δε σε λυπάμαι,επιλογή σου ήταν, όλοι στα λέγαμε, οι νεράιδες δεν είναι για μας…

Παναγιώτης Τοπαλίδης

Διαβάστε επίσης

Close