Το πρώτο φιλί

Το πρώτο φιλί

Μετά το πρώτο μου φιλί, γύρισα στο σπίτι με τη γλώσσα τόσο μουδιασμένη, ώστε δεν μπορούσα να νιώσω καμία γεύση κι αυτό επέτεινε την αίσθηση ότι μια εποχή τελείωνε και μια άλλη άρχιζε.

Γενικά μια εποχή τελείωνε και μια άλλη άρχιζε εκείνο τον καιρό μέσα σε μια ανέμελη χαρά, που σήμερα τη λες και εγκληματική αφέλεια: Αυτοκρατορίες κατέρρεαν, τείχη γκρεμίζονταν, τα τραπέζια στα σπίτια καταλαμβάνονταν από κομπιούτερ και στη μικρή μας χώρα διαδηλώναμε χωρίς ενοχές πλέον την αγάπη μας για τις παλιές ελληνικές ταινίες, διασκεδάζαμε με τραγούδια της περασμένης γενιάς.

Η Αντωνία, το κορίτσι που φιληθήκαμε Σάββατο απόγευμα στην Κιάφα, πίσω από ένα γυρτό πεύκο, ήταν ένα χρόνο μικρότερή μου, όμως ήταν εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία. Γελούσε ενώ έγερνε προς το μέρος μου και γενικά μου το έπαιζε έμπειρη στα θέματα αυτά, όταν όμως τα στόματά μας ενώθηκαν, κατάλαβα ότι παρά τους κομπασμούς της ήταν εξίσου άσχετη με μένα.

Είχε σουφρώσει τα χείλη της δημιουργώντας μια μικροσκοπική στρογγυλή τρυπούλα στη μέση από την οποία ξεπρόβαλε η γλώσσα της, λεπτή, δροσερή, πορώδης και ανεξήγητα στεγνή. Η δική μου γλώσσα παρέμενε σταθερή κι ακίνητη μέσα στο στόμα μου, πραγματικός εύζωνας εν ώρα καθήκοντος.

Μείναμε έτσι ακίνητοι με τα χείλια κολλημένα, τη γλώσσα της να αγγίζει απαλά τη δική μου και το άγχος μη μας δει κανείς για λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς να συγκρουστούν και να συντριβούν οι μύτες μας, όπως πολύ φοβόμουνα. Κι αφού η μύτη μου επιβίωσε, ένα άλλο πρόβλημα προέκυψε, εντελώς αναπάντεχα: Πού να βάλω τα χέρια μου.

Ένιωθα τα δικά της απαλά δεμένα γύρω από τη μέση μου κι αυτό ήταν όμορφο και σωστό, έτσι έβαλα κι εγώ τα δικά μου γύρω από τη δική της όσο μπορούσα πιο παρόμοια. Όμως κάτι δεν μου καθόταν καλά σ’ αυτό, ήθελα να νιώσω και περισσότερα από το σώμα της και τα ανέβασα στην πλάτη της.

Άγγιξα όμως το σουτιέν και τα κατέβασα ξανά κάτω στη μέση, για να τα ανεβάσω στη συνέχεια ακόμα πιο ψηλά, στους ώμους, που ήταν πια εντελώς χάλια, αλλά είχα απελπιστεί τόσο με αυτό το θέμα, που τα άφησα εκεί μη ξέροντας τι άλλο καλλίτερο να κάμω.Παρά το άγχος μη μας δει κάποιο από τα παιδιά, που παίζανε γύρω-τριγύρω στο πάρκο, παρασύρθηκα τόσο, ώστε έκλεισα τα μάτια μου κι ήταν τότε που η αγκαλιά, το φιλί, η Αντωνία, μου φάνηκαν τόσο εξώκοσμα, τόσο εξογκωμένα, τόσο αυτονομημένα, από τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε όταν τα ξανάνοιξα, τα πάντα μου φάνηκαν καινούργια κι άφθαρτα.

Η Αντωνία χαμογελούσε:«Μα πώς χτυπάει έτσι η καρδιά σου!».Πράγματι, η άτιμη χτυπούσε όσο πιο ντροπιαστικά μπορούσε, ακανόνιστα, γρήγορα και εκκωφαντικά. Οι δονήσεις της διαπέρασαν το λεπτό μου θώρακα και τα χοντρά μπουφάν μας κι έφτασαν ως το στήθος της, παρά το γεγονός ότι η αγκαλιά μας κάθε άλλο παρά σφιχτή ήταν.

Φυσικά κοκκίνισα σαν παντζάρι, όταν άκουσα τα λόγια της και, ακόμα πιο φυσικά, άλλαξα κουβέντα μόλις βρήκα τα λόγια:

«Πάμε στους άλλους;».Τρέξαμε να ενσωματωθούμε στον υπόλοιπο κόσμο φοβούμενοι τις ενδεχόμενες συνέπειες της λιποταξίας μας, αλλά τα παιδιά ούτε που είχαν παρατηρήσει την απουσία μας. Κι αυτό ήταν απογοητευτικό.

Αντιθέτως, πρόσεξαν το δυσπερίγραπτο ύφος μου. «Όλα εντάξει;», με ρώτησε εμπιστευτικά ο Χάρης, ενώ ο Χοντρός το έριξε ως συνήθως στην καζούρα, στην οποία συμμετείχε παραδόξως και η Αντωνία. Ο Βασίλης, που έμενε στο διπλανό σπίτι, ως συνήθως είχε γίνει νούλα, κι εγώ μη βρίσκοντας από πού να κρατηθώ, απόμεινα να κοιτάζω τους φίλους μου σαν χαμένος, κάτι που φυσικά τους ενέπνευσε για ακόμα περισσότερη πλάκα.

Το επεισόδιο κατέληξε στο καθιερωμένο φατούρο, το οποίο δεν μπόρεσα να φχαριστηθώ, γιατί με έτρωγε η στάση της Αντωνίας. Ήμουν φυσικά πεπεισμένος ότι προηγουμένως τα είχα κάνει όλα λάθος, διαισθανόμουν όμως ότι α) δεν ήταν πια και τόσο λάθος, β) ούτε κι εκείνη είχε αριστεύσει. Αλλά πέρα από αυτά, εκείνο που με βασάνιζε περισσότερο ήταν η διαψευσμένη βεβαιότητα ότι μεταξύ μας υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο.

Όταν σκοτείνιασε για τα καλά και χαιρετηθήκαμε με τα παιδιά, με έναν τρόπο έμεινα με την Αντωνία στο στενό πεζοδρόμιο κάτω από το πάρκο. Πίσω μας ένα πετρόχτιστο πεζούλι, μπροστά ένα τεράστιο φορτηγό κι από πάνω τα πεύκα. Αγκαλιαστήκαμε και τα μάγουλά μας τρίφτηκαν. Ένιωσα πάλι την καρδιά μου να σφυροκοπάει, αλλά δεν είχα τρόπο να την σταματήσω, έτσι απλά γύρισα και την φίλησα. Οι γλώσσες μας ενώθηκαν κι άρχισαν να χαϊδεύονται.

Η δική της εξακολουθούσε να είναι στεγνή, δροσερή και πορώδης, τα χείλια της όμως ξεσούφρωσαν, χαλάρωσαν, κόλλησαν όμορφα πάνω στα δικά μου. Πήρα θάρρος, την έσφιξα πιο πολύ στην αγκαλιά μου κι αποφάσισα να βάλω ακόμα πιο βαθιά την γλώσσα μου στο στόμα της, τα δόντια μας όμως τράκαραν.

«Μη… Ανατριχιάζω…» είπε η Αντωνία νωχελικά.

Πηγή :fvasileiou.wordpress.com

Thessaloniki Arts and Culture,http://www.thessalonikiartsandculture.gr/

Διαβάστε επίσης

Close