Αναγεννησιακή φυσιογνωμία, από τις ελάχιστες αν όχι η μόνη εναπομείνασα της εποχής, υπήρξε πολλά: από Ακαδημαϊκός και Καθηγητής έως σπουδαίος δοκιμιογράφος, κριτικός και διάσημος μυθιστοριογράφος, τα βιβλία του όλοι τα ξέρουν. Ακόμα κι εκείνοι που δεν έχουν διαβάσει ποτέ ούτε γραμμή.
Παρότι, όπως ισχυριζόταν χαριτολογώντας υπήρξε μυθιστοριογράφος του Σαββατοκύριακου: «Εγώ είμαι σαν ένας ποδηλάτης που παίρνει μέρος και σε ράλι αυτοκινήτων. Δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στη μυθιστοριογραφική μου δραστηριότητα και τη δραστηριότητά μου ως φιλόσοφου και ιστορικού της φιλοσοφίας».
Για να επανέλθει, ακόμα πιο σαφής: «Λίγο πριν από τα πενήντα μου άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα. Γιατί; Με ρώτησαν σε δέκα χιλιάδες συνεντεύξεις και η απάντηση που έδινα ήταν: εκείνη την εποχή, ένας κύριος ο οποίος είχε γευτεί όλες τις ικανοποιήσεις που θα μπορούσε να γευτεί, τι θα μπορούσε άλλο να κάνει; Να το σκάσει με μια Κουβανέζα χορεύτρια και να πάει να ζήσει μια άλλη ζωή στο Ακαπούλκο.; Επειδή κόστιζε πολύ να φύγω με μια Κουβανέζα χορεύτρια και να πάω στο Ακαπούλκο (άλλωστε το Ακαπούλκο δεν είναι και κάτι το σπουδαίο), άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα».
Ως «ποδηλάτης» στο μεταξύ: Γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε στις 5 Ιανουαρίου του 1932. Φημολογείται ότι το επώνυμο «Έκο» είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων «Ex Caelis Oblatus», που σημαίνει «θεϊκό δώρο» και ευθύς εξ’ αρχής ξεκινά η «σημειολογία». Ακολούθησε σπουδές μεσαιωνικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας και έκανε το διδακτορικό του στη φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη.
Από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Μελετών. Επίσης, ήταν διευθυντής του περιοδικού «VS».
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 70, άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματα του, κάνοντας την αρχή με «Το όνομα του Ρόδου», που τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981 και το Medicis Etranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.
Ο Έκο περνούσε τον καιρό του με τη γυναίκα του και δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι. Γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, που χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Είχε κερδίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις και έχει κάνει δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες.
Στις πραγματείες του συγκαταλέγονται: «Opera aperta» (1962), «La struttura assente» (1968), «Θεωρία σημειωτικής» (1975), «Lector in fabula» (1979). To 1980 εμφανίστηκε ως μυθιστοριογράφος με το «Όνομα του Ρόδου», το 1988 ακολούθησε το «Εκκρεμές του Φουκώ».
Έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παρατηρητής, Δελφίνι, Καστανιώτης, Γνώση, Μαλλιάρης, Ελληνικά Γράμματα και τα τελευταία χρόνια από τον Ψυχογιό που έχει κατ’ αποκλειστικότητα τα συγγραφικά δικαιώματα, και κατά χρονολογική σειρά τα εξής βιβλία του:
«Πολιτιστικά κοιτάσματα», «Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις», «Η ποιητική του Τζαίημς Τζόυς», «Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα», «Τα όρια της ερμηνείας» (1994), «Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Κήνσορες και θεράποντες», «Σημειώματα σημειολογίας κ.α.», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας», «Πρώτο ελάχιστο ημερολόγιο», «Ο Καντ και ο ορνιθόρυγχος», «Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Πώς να διαψεύσετε μια διάψευση και άλλες οδηγίες χρήσεως», «Περί λογοτεχνίας», «Εμπειρίες μετάφρασης», «Οι τρεις κοσμοναύτες», «Οι νάνοι του Γκνου», «Η βόμβα και ο στρατηγός», «Επιμύθιο στο Όνομα του ρόδου», «Με το βήμα του κάβουρα, «Αναμνήσεις επί χάρτου», «Από το δέντρο στον λαβύρινθο», «Η ομορφιά της λίστας», «Εξομολογήσεις ενός μυθιστοριογράφου», «Κατασκευάζοντας τον ЭХΘРΟ», «Η ιστορία της ασχήμιας», «Η ιστορία της μοναξιάς», το παιδικό «Οι λογοδοσμένοι», καθώς και τα έξι μυθιστορήματα: «Το όνομα του Ρόδου», «Το νησί της προηγούμενης μέρας», «Το εκκρεμές του Φουκώ», Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα», «Μπαουντολίνο», «Το κοιμητήριο της Πράγας», με τελευταίο το «Φύλλο μηδέν» που αφορούσε την κρίση στον Τύπο.
Παρ’ όλα αυτά και όσον αφορά το μέλλον του Τύπου και της Ευρώπης υπήρξε καθησυχαστικός:
«Για αιώνες, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Ισπανοί, Άγγλοι σκοτώνονταν αναμεταξύ τους. Βρισκόμαστε σε ειρήνη τα τελευταία εβδομήντα χρόνια και κανείς δεν παρατηρεί αυτό το αριστούργημα πλέον. Φανταστείτε σήμερα ότι αν ξεσπούσε ένας πόλεμος ανάμεσα στην Ισπανία και τη Γαλλία ή ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γερμανία, αυτό θα προκαλούσε μόνο ιλαρότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ανάγκη τον εμφύλιο πόλεμο για να ενωθούν πραγματικά.
Ελπίζω ότι ο πολιτισμός και η αγορά μάς αρκούν.»
«Στο παρελθόν μας βρίσκουμε την Αφροδίτη αλλά και τον Εσταυρωμένο, τη Βίβλο και τη νορβηγική μυθολογία, τα οποία θυμόμαστε με το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου ή μέσα από τις γιορτές της Αγίας Λουκίας, του Αγίου Νικολάου και του Αϊ Βασίλη. Η Ευρώπη είναι μία ήπειρος που θα έπρεπε να συγχωνεύει πολλές ταυτότητες χωρίς να τις συγχέει. Με αυτή την ιδιότητα, που θα την χαρακτήριζα μοναδική, σκιαγραφεί το μέλλον της».
Αντί νεκρώσιμης ακολουθίας, μια μη θρησκευτική, λαϊκή τελετή τελέστηκε στο κάστρο Καστέλλο Σφορτσέσκο του Μιλάνο, για το στερνό «αντίο». Ήταν επιθυμία του ίδιου ο οποίος, όπως είπε ο Μάριο Αντεόζε, που έχε επιμεληθεί τα βιβλία του «ήταν βαθιά λαϊκός, μη θρησκευτικός σ’ όλη του τη ζωή». Εξάλλου «Όταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στο Θεό, δεν είναι ότι δεν πιστεύουν πια τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα», συνήθιζε να λέει.
Η σημειολογία της εποχής
Πατέρας της σημειολογίας, ειδικός στην κουλτούρα της μάζας, συγγραφέας αιχμηρών δοκιμίων και διακειμενικών μυθιστορηματικών βιβλίων, ο Έκο υπήρξε κατά κάποιον τρόπο και ο σημειολόγος της εποχής. Αποκωδικοποιώντας την. Με φράσεις, καθοριστικές και αποφθεγματικές, όπως:
«Η ζωή είναι σύντομη, η τέχνη απέραντη, η ευκαιρία στιγμιαία, και το μέλλον αβέβαιο».
«Κάθε φορά που ένας ποιητής, ένας ιεροκήρυκας, ένας αρχηγός, ένας μάγος ξεστομίζει ασυναρτησίες, η ανθρωπότητα ξοδεύει αιώνες αποκρυπτογραφώντας το μήνυμα».
«Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση».
«Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ξέρεις ήδη».
«Τίποτε δεν δίνει σ’ έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο από το φόβο ενός άλλου».
«Να φοβάσαι τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και καμιά φορά αντί για αυτούς».
«Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά, πολλές φορές, την επικυρώνει. Όσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να γίνει».
«Όταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στο Θεό, δεν είναι ότι δεν πιστεύουν πια τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα».
«Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις».
«Η υπερβολική συσσώρευση στοιχείων κιτς αποτελεί μια αξιοσημείωτη υφολογική πρόταση».
«Το ρόδο είναι τόσο πλούσιο σε νοήματα, που δεν του έχει μείνει πια σχεδόν κανένα νόημα».
«Η μετάφραση είναι η τέχνη της αποτυχίας».
«Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων».
«Έχω φτάσει να πιστεύω ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα αίνιγμα, ένα άκακο αίνιγμα που γίνεται τρομερό λόγω της δικής μας μανιώδους προσπάθειας να το ερμηνεύσουμε σαν να είχε δήθεν κάποια βαθύτερη αλήθεια».
Γράφει η Ελένη Γκίκα // στο Fractal