Μια μέρα δίχως έρωτα, από το νέο βιβλίο της Ιωάννα Γκανέτσα

Μια μέρα δίχως έρωτα, από το νέο βιβλίο της Ιωάννα Γκανέτσα

Η ακοή της Ζόρα, οξυμένη την ώρα που είχε τα μάτια κλειστά, έπιασε τους ήχους γυρίνων που πετάγονταν μέσα από το νερό και στέγνωναν τα λέπια τους στον αέρα. Έπειτα βουτούσαν στα μικρά κύματα που ρυτίδιαζαν την επιφάνεια της λίμνης. Δυο πουλιά, ερωδιοί φαντάστηκε, έκρωζαν από πάνω της και σχημάτιζαν σκιές στα κλειστά βλέφαρά της.

Η Ζόρα είχε παραδοθεί στη σαγήνη της φύσης. Ένιωθε την επιθυμία να αφεθεί για λίγο στην αγκαλιά του Μορφέα. Στην προσπάθεια να κάνει αποτίμηση μιας σχέσης από την οποία το μόνο που είχε απομείνει ήταν όσα ένιωθε, νανουριζόταν από το μέτρημα των καλών και κακών στιγμών.

Ο Στέφανος έκανε όση περισσότερη ησυχία μπορούσε. Ο απολογισμός πίσω από τη σιωπή της Ζόρα ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει απερίσπαστα. Γι’ αυτό είχαν έρθει, άλλωστε. Μέσα στην καθημερινότητα, δύσκολα βρίσκεις χρόνο για τη διαδικασία. Πολλοί άνθρωποι αναβάλλουν τη στιγμή της.

Φορτώνονται βάρη, δουλειές, κοινωνικές σχέσεις που απεχθάνονται μόνο και μόνο για να μην νιώσουν αρκετά μόνοι και αναγκαστούν να αναμετρηθούν με όσα τους πληγώνουν. Λάθος πρακτική, καθώς πίστευε ο Στέφανος. Στις παύσεις ορθώνονται τα τείχη της αλήθειας και στην απόφαση να προχωρήσεις γκρεμίζονται.

Η Ζόρα αποκοιμήθηκε και βάλθηκε να τρέχει στα λιβάδια της Δανίας. Φορούσε ένα φόρεμα στο χρώμα των σταχυών κι ένα λευκό καπέλο με πολύχρωμες κορδέλες. Ο Νικολά, χωμένος στους αγρούς, χάιδευε τα φύλλα μιας φραουλιάς. Ήταν χαρούμενος. Τίποτα δεν είχε καθυστερήσει τη σοδειά. Όσο η Ζόρα έτρεχε προς εκείνον τόσο εκείνος ξεμάκραινε.

Ο αέρας στα πνευμόνια της λιγόστευε. Το στήθος της πονούσε. Τον είδε να σηκώνεται, να της γυρίζει την πλάτη και να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μια γυναίκα τον χαιρετούσε. Ο Νικολά της ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, κουνώντας ζωηρά και τα δυο χέρια του. Η Ζόρα φώναξε πιο δυνατά. Κάθε φορά που φώναζε, η γη σειόταν. Όσα τους ένωναν, τα κατάπινε το χώμα αχόρταγα.

Λίγο πριν βρεθεί στο κενό, άπλωσε το χέρι της και πιάστηκε από μια φραουλιά. Κοίταξε το σκοτάδι που οδηγούσε στα έγκατα της γης και έπειτα τον μίσχο της φραουλιάς. Ήταν εύθραυστος, επικίνδυνα ντελικάτος. Σε μια κίνησή της ίσως έσπαγε. Αποφάσισε να δοκιμάσει. Η προσπάθεια είναι πάντα καλύτερη από την αδράνεια, την παραδοχή μιας ήττας χωρίς να δώσεις καμιά μάχη.

Έσφιξε κι άλλο τον άγριο λεπτό κορμό της, όμοιος με τον πόνο της, και ένιωσε τα χέρια της να καίνε από την τριβή. Δάγκωσε τα χείλη και έριξε ένα σάλτο προς τα επάνω, στο φως. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε ξαπλωμένη σε μια παραλία, ναυαγός του ονείρου. Τη σκέπαζαν οι αφροί των κυμάτων. Η δροσιά του νερού όξυνε τον πόνο στις παλάμες της. Τις έχωσε μέσα στην κρύα άμμο, άφησε τα βαριά βλέφαρά της να κλείσουν και χαμογέλασε.

Συνειδητοποίησε ότι δεν ωφελεί να τρέχεις μακριά από τον πόνο. Πρέπει να τον κρατάς από το χέρι και να πορεύεσαι μαζί του, έως ότου είσαι έτοιμος να τον ελευθερώσεις, να σε ελευθερώσεις. Την επόμενη στιγμή, ένιωσε σταγόνες νερού να δροσίζουν το πρόσωπό της. Κούνησε το κεφάλι, μα εκείνες αντί να εξατμίζονται στον ήλιο, γίνονταν περισσότερες.

Άνοιξε τα μάτια απρόθυμα και είδε τον Στέφανο να τη ραίνει με το νερό της λίμνης. Χαμογελούσε αυτάρεσκα, σαν θεός του έρωτα που είχε μόλις τελειώσει την αποστολή του. Την είχε πράγματι τελειώσει.

Η Ζόρα είχε πάρει το μάθημά της χωρίς να χρειαστεί να της πει λέξη. Της έδειξε μια μέρα χωρίς τον Νικολά. Δεν ήταν μια μέρα χαμένη. Ήταν μια μέρα που αν και είχε μεσημεριάσει, μόλις άρχιζε. Μια νέα μέρα, μια νέα αρχή.

Ιωάννα Γκανέτσα
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Μουσείο των Ραγισμένων Σχέσεων» (Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ)

Μια μέρα δίχως έρωτα, από το νέο βιβλίο της Ιωάννα Γκανέτσα

Διαβάστε επίσης

Close