Καλλιτέχνης: Βασιλείου Σπύρος

Τα καλοκαίρια της καρδιάς

Έμπηξε τα δόντια του στην κόκκινη σάρκα του καρπουζιού και άφησε τα ζουμιά να τρέξουν στο σαγόνι και τον λαιμό του.

Δεν τον ένοιαζε που οι μύγες θα έκαναν σε λιγάκι πάρτι γύρω από το ζαχαρώδες ζουμί, που κυλούσε στο σώμα του.
Είχε αποφασίσει να μη μετανιώσει για την αυθόρμητη κι -όπως αποδείχτηκε- επιπόλαιη απόφασή του να περάσει μια εβδομάδα μόνος σε σκηνή, δίπλα στο κύμα.
Είχε επιθυμήσει τα καλοκαιρία με τους γονείς και τους θείους του, τότε που το ελεύθερο κάμπινγκ δεν απαγορευόταν.

Θυμόταν που τριγυρνούσε ολημερίς με μαγιό, παρέα με τα ξαδέρφια του και μάζευαν κοχύλια, έχτιζαν κάστρα, έκαναν βουτιές από κάθε μικρό ή μεγάλο βράχο, ψάρευαν μύδια και χταπόδια, έτρωγαν καρβέλια ολόκληρα με βούτυρο και μαρμελάδα, άναβαν φωτιές… ωραία χρόνια, ανέμελα.
Τα καλοκαίρια της καρδιάς του.

Ήταν που σε λίγες μέρες έκλεινε πια τα 40, ήταν που η ζωή του δεν έλεγε να στρώσει, ήταν και το γεγονός πως εκείνη στις αρχές καλοκαιριού του καλοκαιριού του ανακοίνωσε πως δεν θα ήταν πια μαζί, γιατί ήθελε να κυνηγήσει τα όνειρά της στο εξωτερικό, αποφάσισε να ξαναζήσει λίγη από την χαμένη αθωότητα και ανευθυνότητα των παιδικών του χρόνων.
Μέχρι στιγμής, όμως, μόνο την ανευθυνότητα ζούσε.

Δεν είχε ποτέ του στήσει σκηνή, δεν ήξερε πόσα μικροπράγματα έπρεπε να είχε φροντίσει να πάρει μαζί του από φακό και αντικουνουπικό, μέχρι μπαταρίες και παγοκύστες για να μην πίνει το νερό σε θερμοκρασία γαλλικού καφέ το καταχείμωνο. Μα –αλήθεια- ποιος θυμάται να πάρει φακό και ξεχνά τις μπαταρίες;
Θυμήθηκε τη μάνα του που πάντα του έλεγε πως ήταν επιπόλαιος.
“Α ρε μάνα…” ψέλλισε.

Την είχε πεθυμήσει κι αυτή και τους λουκουμάδες που έφτιαχνε σχεδόν κάθε απόγευμα και έτρωγε με μανία, με τα πόδια χωμένα στην άμμο και την αρμύρα κολλημένη στο ηλιοκαμένο παιδικό κορμί του.
Τα καλοκαίρια πάντα του έλειπε περισσότερο η μάνα του.

Ένας παφλασμός έσκασε μπροστά του και τον έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Κοίταξε γύρω του.
Το σκηνικό δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνο των γλυκών παιδικών αναμνήσεων του. Η σκηνή μετά βίας στεκόταν όρθια, η διατροφή του περιελάμβανε έτοιμα σνακ, φρούτα μαραγκιασμένα και μπύρες που θύμιζαν κάτουρο και τα τσιμπήματα των κουνουπιών είχαν κοκκινίσει τα πόδια και τα χέρια του σε σημείο που αν τον έβλεπες, θα συμπέραινες πως έχει ερυθρά ή ανεμοβλογιά, το μόνο που πρόσδιδε ίσως παιδικό χαρακτήρα στην κατάστασή του.

Άφησε το καρπούζι και ψαχούλεψε την τσάντα με τα πράγματα που υποσχέθηκε πως δεν θα χρησιμοποιούσε, όσο αναβίωνε τα καλοκαίρια της καρδιάς του.
Έπιασε το κινητό του τηλέφωνο και το ενεργοποίησε. Ευτυχώς, αν και βρισκόταν τέρμα θεού, σε μια παραλία ξεχασμένη από ανθρώπους, ο δορυφόρος τον παρακολουθούσε και του χάρισε το πολυπόθητο σήμα.

“Έλα, μπαμπά… Λέω να έρθω μερικές μέρες στο εξοχικό για διακοπές. Καιρό έχουμε να τα πούμε…”
Για την ακρίβεια, από τότε που έφυγε η μάνα του, δεν τα είχαν πει ποτέ ουσιαστικά. Φοβόταν πως στα διαστήματα σιωπής εκείνη θα έκανε αισθητή την παρουσία της και η απώλεια θα πονούσε περισσότερο.
Τον άκουγε να προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του και να λέει ένα:
“Ναι, παλικάρι μου…”

Εκείνη τη στιγμή ήταν πια σίγουρος.
Τα καλοκαίρια της καρδιάς δεν τα κάνουν συνθήκες αλλά οι άνθρωποι.

Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα

Thessaloniki Arts and Culture

 

 

Διαβάστε επίσης

Close