Το όνομα της είναι Έρωτας

Το όνομα της είναι Έρωτας

Τη θυμάμαι ακόμη εκείνη την ημέρα.

Όλα ήταν όλα όπως έπρεπε. Ο ήλιος είχε κέφια και έκανε την άνοιξη να μοιάζει με καλοκαίρι στα καλύτερα του, τα δέντρα ήταν καταπράσινα, βγαλμένα λες από πίνακα ζωγραφικής στα πιο ζωηρά χρώματα και το τοπίο στα σοκάκια της πόλης θύμιζε παραμυθένιο σκηνικό ταινιών εποχής.

Η απόφαση μου να αναζητήσω στην πόλη της Φλωρεντίας –πόλη σταθμό για τους αναγεννησιακούς και όχι μόνο ζωγράφους– την έμπνευση που θα έδινε ζωή στον λευκό καμβά μου, αποδεικνύονταν εξόχως σωστή.

Αν και μόλις είχα αποφοιτήσει από τη σχολή Καλών Τεχνών με λαμπρές περγαμηνές, ένιωθα την ανάγκη να περπατήσω στα στενά όπου διάσημοι πίνακες έγιναν μορφές, χρώματα και γέμισαν συναισθήματα ικανά να ερεθίσουν ακόμη και τα πιο απαίδευτα σε θέματα τέχνη μάτια της σύγχρονης εποχής.

Είχα σταθεί από ώρα πάνω σε μια πέτρινη γέφυρα ακριβώς απέναντί από την περίφημη Πόντε Βέκιο, σημείο καλλιτεχνικής αναφοράς τόσο για ζωγράφους όσο και φωτογράφους ή ακόμη και λογοτέχνες, θαυμάζοντας την ομορφιά της και αποφεύγοντας ταυτόχρονα την πολύβουη παρουσία των τουριστών που βολτάριζαν στα μαγαζιά κατά μήκος της.

Το μάτι μου την παρατηρούσε μέσα από τον φακό εστίασης της φωτογραφικής μηχανής μου. Ήθελα να αποτυπώσω κάθε μικρή κίνηση, κάθε αλλαγή της ώρας, κάθε εναλλαγή του σκηνικού.

Καθώς έκανα τις απαραίτητες ρυθμίσεις για να δώσω έμφαση στις φιγούρες των ανθρώπων και να θολώσω το φόντο πίσω τους, την είδα μέσα από το φακό να περνά από μπροστά μου. Εκείνη ήταν απορροφημένη κοιτώντας την οθόνη του κινητού της χωρίς να έχει την παραμικρή υποψία πως είχα στρέψει όλη την προσοχή μου πάνω της. Ακολούθησα ασυναίσθητα την κίνησης της και άρχισα να την φωτογραφίζω.

Δεν ήταν ούτε τα καστανά μακριά μαλλιά της που πλαισίωναν την λευκή επιδερμίδα της με περίσσια χάρη, ούτε τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου της που τόνιζαν τα γεμάτα ένταση μάτια της, ούτε η αισθητική του λιτού τρόπου ντυσίματος της που αγκάλιαζε το σμιλεμένο από χέρι καλλιτέχνη κορμί της που την έκαναν ξεχωριστή. Ήταν που το τοπίο τριγύρω χόρευε στο ρυθμό της.

Ήταν που ήταν ολόκληρη ένα έργο τέχνης. Κι αν δεν ήταν στα μάτια όλων, ήταν στα δικά μου κι αυτό αρκούσε. Άγγιζε την τέλεια απεικόνιση των χαρακτηριστικών που θα ήθελα να έχει η μούσα μου.

Ένιωσα ένα κύμα deja-vu να με πλημμυρίζει. Είχα την αίσθηση πως σε μια άλλη ζωή, ίσως στο ίδιο σημείο, περπατούσαμε μαζί ζώντας στιγμές γεμάτες έρωτα. Γέννησε μέσα την επιθυμία να την ζωγραφίσω, να τη γνωρίσω. Αποφάσισα να την ακολουθήσω.

Ήμουν σίγουρος πως η στιγμή μας ανήκε.

Τα δέκα λεπτά που χρειάστηκαν για να διασχίσει τα στενά και να μπει σε ένα γωνιακό καφέ δίπλα στην Πόντε Βέκιο ήταν αρκετά για να κάνω εικόνα τις λάγνες σκέψεις που άλλαζαν με ρυθμούς φωτογραφικών κλικ μέσα στο μυαλό μου.

Στάθηκα μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού δείχνοντας δήθεν ενδιαφέρον για τα γλυκά που κοσμούσαν τους δίσκους. Στην πραγματικότητα το βλέμμα μου είχε μοναδικό στόχο εκείνη.

Την είδα να δίνει ένα πεταχτό φιλί στο άγουρο μάγουλο ενός μελαχρινού σερβιτόρου και ένα ανεξήγητο κύμα φθόνου με κατέβαλε. Δεν είχε περάσει στιγμή από το μυαλό μου πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα αυτό το θείο πλάσμα να είναι ήδη η μούσα κάποιου άλλου.

Έβγαλε τη ζακέτα της, έπιασε τα μαλλιά της αλογοουρά και έβαλε μια ποδιά. Πλησίασε τη βιτρίνα χαμογελώντας και προς στιγμήν θορυβήθηκα γιατί νόμιζα πως κατάλαβε πως την παρακολουθούσα. Άρχισε να τακτοποιεί τα γλυκά και να γεμίζει τα κενά στους δίσκους με καινούργια. Έβλεπα τον έρωτα σε κάθε κίνηση της.

Ήμουν μαγεμένος από την ύπαρξη της.

Μπήκα μέσα και κάθισα σε ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία που έβλεπε στη γέφυρα. Ήρθε να πάρει παραγγελία και το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω στα κατά τα άλλα άπταιστα Ιταλικά μου ήταν πως ήθελα έναν καφέ εσπρέσο και ένα ποτήρι νερό.

Τα έντονα ερωτικά συναισθήματα μου είχαν ξαφνικά μετατραπεί σε αμφιβολίες και φόβο. «Αν με περνούσα για τρελό; Αν ήταν ήδη δεσμευμένη; Αν με θεωρούσε θρασύ;». Όλα τα «αν» μου είχαν γίνει εμπόδια στην αυθόρμητη, μέχρι προ ολίγου, απόφαση μου να της μιλήσω.

Έφερε τον καφέ και το νερό και μου φάνηκε πως κοντοστάθηκε, λες και διαισθάνθηκε πως ήθελα να της πω κάτι. «Θέλετε κάτι άλλο;» με ρώτησε. «Όχι, ευχαριστώ, είμαι εντάξει» απάντησα ενώ όλα μέσα μου ούρλιαζαν πως ήμουν δειλός που άφηνα την ευκαιρία να πάει χαμένη.

Έβγαλα το πρόχειρο τετράδιο με τα προσχέδια μου και το μολύβι μου και άρχισα να ζωγραφίζω το πρόσωπό της. Όσο πιο πολύ την παρατηρούσα, τόσο πιο πολύ ερωτευόμουν τα χαρακτηριστικά της. Την έβλεπα να μου ρίχνει ματιές καθώς η ώρα περνούσε και δεν σηκωνόμουν από το τραπέζι.

Δεν ξέρω πόσο διάστημα είχα περάσει κοιτώντας μια το σχέδιο και μια εκείνη. Ο χρόνος είχε σταματήσει πάνω σε εκείνη τη στιγμή, πάνω σε εκείνη την ύπαρξη.

Είχα σχεδόν τελειώσει το πορτρέτο όταν με πλησίασε ξανά και με ρώτησε ελαφρώς ανήσυχη και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο τετράδιο μου αν ήταν όλα εντάξει. Έσκισα προσεκτικά το φύλλο, την κοίταξα εκστασιασμένος από την έμπνευση που κυλούσε στις φλέβες μέσα μου και της το έδωσα.

«Θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος καλλιτέχνης στον κόσμο αν μου έδινες την ευκαιρία να σε ζωγραφίσω ολόκληρη» της απάντησα. Εκείνη κοιτούσε μια το χαρτί και μια εμένα, ανήμπορη να βρει λέξεις να μιλήσει.

«Υπό ένα όρο» μου είπε διστακτικά και βιάστηκα να συμφωνήσω. «Μα, δεν άκουσες ακόμη τον όρο…» «Όποιος και αν είναι, δεν θα με εμποδίσει να σε ζωγραφίσω…». «Καλώς» αποκρίθηκε και μου ζήτησε να την περιμένω να σχολάσει…

Ο ζωγράφος κοίταξε την κατάμεστη από κοινό και δημοσιογράφους αίθουσα. Η πρώτη του έκθεση –αν και μονοθεματική– γνώριζε τεράστια επιτυχία. Γύρισε και κοίταξε τον δημοσιογράφο που του είχε κάνει την ερώτηση για το ποιοι παράγοντες συντέλεσαν στην απόφασή του να επιλέξει μια μυστηριώδη άγνωστη κοπέλα ως καθολικό θέμα σε όλους τους πίνακες του.

Για να ολοκληρώσω, λοιπόν, και να απαντήσω στην ερώτηση σας, εκείνη η μέρα, η ώρα, η στιγμή, η τόση αδιάφορη για κάποιους άλλους, ήταν για μένα ο παράγοντας που πυροδότησε την έμπνευση και γέννησε την επιθυμία να αφιερώσω τον χρόνο μου στη δημιουργία μιας τέτοιας έκθεσης, η οποία υμνεί τη δύναμη των συναισθημάτων που μπορεί να βγάλει μια γυναίκα σε έναν άνδρα, απλά και μόνο μπαίνοντας με τρόπο –είτε απλό είτε σύνθετο– στη ζωή του.

Η έμπνευση, αγαπητέ μου, είναι παράξενο παιχνίδι. Δε ρωτά, δεν προετοιμάζει, δεν εκβιάζεται. Η έμπνευση ενεργοποιεί την καλλιτεχνική φύση σου, ζητά επιτακτικά την προσοχή σου, διεκδικεί τον χρόνο και το χώρου σου και καταλαγιάζει μόνο όταν πάρει μορφή.

Τα λόγια του είχαν κερδίσει τόση προσοχή όση και τα έργα του. Ο δημοσιογράφος που του είχε θέσει την ερώτηση πήρε διστακτικά ξανά το λόγο.

-Μπορείτε να μας πείτε, ποιον όρο έθεσε η μυστηριώδης κοπέλα, προκειμένου να την ζωγραφίσετε;

-Τον πιο βασανιστικό και παράλληλα πιο διεγερτικό όρο που μπορεί να θέσει κάποιος. Μου ζήτησε να παραμείνει μυστηριώδης, τόσο σε μένα όσο και σε εσάς.

-Δηλαδή δεν γνωρίζετε τίποτα για εκείνη; Ούτε το όνομα της;

-Φυσικά και το ξέρω. Το όνομα της είναι Έρωτας. Άλλωστε τελικά, σημασία δεν έχει τι ξέρεις αλλά τι αισθάνεσαι. Ο έρωτας δεν είναι γνώση, είναι αίσθηση. Αίσθηση απόλυτη, καθολική, καταλυτική. Και για μένα ο έρωτας είναι κάτι ακόμη παραπάνω. Είναι έμπνευση.

Στην αίθουσα επικράτησε σιωπή. Ο έρωτας είχε μιλήσει και τα είχε πει όλα…

Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα

Πρώτη δημοσίευση:tovivlio.net

Thessaloniki Arts and Culture,

Διαβάστε επίσης

Close