Χρειάζεται η δημοτική το πολυτονικό; Από τον Ανδρέα Ανδρέου

Χρειάζεται η δημοτική το πολυτονικό; Από τον Ανδρέα Ανδρέου

Ποιητής: Χαίρετε, λοιπόν, θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες! χαίρετε ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, υποστιγμές, ερωτηματικές, χαίρετε!

Ο κόσμος τρέμει τη δύναμή σας και ουδέ ποιητής ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψει λέξη χωρίς πρώτα να σας υποταχθεί. Εσείς εμπνεύσατε, πριν γεννηθείτε, τον Όμηρο όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τους Ύμνους, και ο λαός της Ελλάδας τον επερικύκλωνε και τον εκαταλάβαινε […]

Διονύσιος Σολωμός, Διάλογος, περ. 1824

Έχει η δημοτική γλώσσα, τα επονομαζόμενα Νέα Ελληνικά ή Κοινή Νεοελληνική, αληθινό λόγο να γράφεται με πολυτονικό; Αφορμή του παρόντος άρθρου αποτελεί η έκδοση του Χρηστικού Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας από την Ακαδημία Αθηνών, στο οποίο κάθε λήμμα δίδεται και στο πολυτονικό· αιτία, η επιμονή ορισμένων εκδοτικών οίκων και περιοδικών να χρησιμοποιούν το πολυτονικό σε κείμενα της δημοτικής, και δη σύγχρονα.

Ερώτημα καίριο το εάν η πρακτική αυτή ενέχει οτιδήποτε παραπάνω από «αισθητικά» κριτήρια. Χωρίς να κατανοώ απολύτως την αισθητική που το υπαγορεύει αυτό, για ποιον δηλαδή λόγο το πολυτονικό να υπερτερεί σε ομορφιά του μονοτονικού, προβαίνω στις ακόλουθες σκέψεις και παρατηρήσεις.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι η γλώσσα του Ομήρου, του αρχαίου δράματος, των αττικών (και αττικιστών) πεζογράφων, των λυρικών ποιητών, η γλώσσα των Εβδομήκοντα, της Καινής Διαθήκης, των πατερικών κειμένων και των βυζαντινών χρονογράφων και υμνογράφων (για να απαριθμήσω τα κυριότερα παραδείγματα), εμπίπτουν στην ευρύτερη κατηγορία των αρχαίων ελληνικών, τα οποία ιστορικά κατέληξαν να γράφονται με πολύ συγκεκριμένο σύστημα.

Με τα θεμέλια να μπαίνουν στους ελληνιστικούς χρόνους, το πολυτονικό παγιώνεται περίπου τον 9ο αιώνα μ.Χ. Εντάσσω σκόπιμα και τα πιο όψιμα κείμενα του Βυζαντίου, λόγω του ιστορικού φαινομένου του αττικισμού, το οποίο οδηγεί στην καθαρεύουσα (για την οποία θα μιλήσω παρακάτω).

Έτσι, ενώ συγγραφείς από τους Πατέρες της Εκκλησίας και τον Ευσέβιο μέχρι τον Μιχαήλ Ψελλό, την Άννα Κομνηνή, τον Πλήθωνα κ.α. δεν ζουν στην εποχή του Ξενοφώντα, η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι μια αρχαία γλώσσα, της οποίας τις συμβάσεις οφείλουν να ακολουθούν κατά γράμμα. Το ίδιο ισχύει και για όποιον θα αποπειράτο να γράψει π.χ. επική ποίηση ή ιάμβους σήμερα.

Ασχέτως του κατά πόσο ο Γρηγόριος Παλαμάς προφέρει τα ελληνικά αυτά όπως ο Θουκυδίδης, οι συμβάσεις, οι οποίες κληρονομήθηκαν από τους Αλεξανδρινούς, είναι απαραίτητες. Τόνοι (οξεία, βαρεία, περισπωμένη), πνεύματα (δασεία, ψιλή), κορωνίδα, διαλυτικά και υπογεγραμμένη, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της γραπτής γλώσσας, συνεισφέροντας στην καλύτερη ερμηνευτική κατανόηση, ταυτοχρόνως υποδεικνύοντας την ιστορική της διαδρομή.

Ακόμα κι αν σκεφτούμε αντίστροφα και ισχυριστούμε (ορθώς) ότι τα κείμενα των Αρχαίων όχι μόνον τα προαναφερθέντα σημεία δεν περιείχαν, αλλά ούτε στίξη, ούτε διάκριση πεζών-κεφαλαίων, ούτε καν κενά ανάμεσα στις λέξεις, σας προκαλώ να δοκιμάσουμε να επιστρέψουμε σε αυτή τη συλλογιστική ή κάποια εκδοχή της. Αδύνατον.

Γιατί να αλλάξουμε μια παράδοση γύρω από τα αρχαία ελληνικά η οποία βαστάει αιώνες και αποτελεί κομμάτι της κατανόησής τους; Δεν υπάρχει λόγος.

Θα ισχυριστώ το ίδιο και για την καθαρεύουσα, η οποία κατάγεται από τον αττικισμό, εξωθείται στα όρια μιας φτιαχτής γλώσσας με καθαρό ιδεολογικό και πολιτικό σήμα (Κοραής), χρησιμοποιείται εξίσου στον τύπο, τα δοκίμια όσο και τη λογοτεχνία, και μάλιστα συγγραφέων που θεωρούνται ακρογωνιαίοι λίθοι της παράδοσής μας (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός), μέχρι να καταργηθεί οριστικά με τη Μεταπολίτευση.

Πέρασε κι εκείνη από πολλά στάδια, δέχτηκε πολλές επιρροές, μορφοποιήσεις, τροποποιήσεις, αλλοιώσεις και έχει τη δική της ιστορία, την οποία οφείλουμε αν μη τι άλλο να σεβαστούμε. Η αναπαραγωγή των κειμένων αυτής της εν πολλοίς λήξασας γλωσσικής διαδρομής οφείλει να γίνεται ως έχει.

Για ποιον λόγο να απλοποιείται το τονικό σύστημα, η στίξη, η γραφή της και πόσο μάλλον (απαράδεκτη αλλοίωση και παραβίαση του έργου) να μεταγράφεται στη δημοτική; Συντρέχει άραγε λόγος ομογενοποίησης ή ενοποίησής της τη στιγμή που από μόνη της δεν αποτελεί ζωντανό οργανισμό;

Τα ίδια έχω να πω και για κείμενα ιδιαίτερα, «μικτά», θα έλεγε κανείς, όπως τα ποιήματα του Κάλβου (αρχαίοι και νεότεροι τύποι), τα κείμενα του Εμπειρίκου (καθαρεύουσα δομή, πάμπολλα στοιχεία δημοτικής), ακόμα και για τα ποιήματα του Καβάφη.

Για τον αναγνώστη, εμπόδιο ως προς την κατανόηση αυτών των δύσβατων νοηματικά κειμένων δεν είναι το εάν διατηρείται η κατάληξη σε ιώτα των θηλυκών ή εάν ο «παλιός» γράφεται με ήτα.

Αποβαίνει τελικά υποτιμητική για την ευφυΐα εκείνου του τολμηρού αναγνώστη η απλοποίηση της ορθογραφίας ή/και του τονικού συστήματος. Εξίσου υποτιμητική αποβαίνει πιθανώς η ίδια συνθήκη όσον αφορά και τα κείμενα της δημοτικής, τα οποία σώζονται, γράφονται ή/και δημοσιεύονται στο πολυτονικό πριν από την επίσημη κατάργησή του (1981).

Σύμφωνοι και, σίγουρα, εάν ασχολείται κανείς φιλολογικά (είτε ως αναγνώστης είτε ως επιμελητής) μαζί τους, η καθαρά επιστημονική μέθοδος επιβάλλει την όσο το δυνατόν πιστότερη αναπαραγωγή και επιμέλειά τους.

Το ερώτημα είναι: Ο Ερωτόκριτος, τα ποιήματα του Σεφέρη, τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, οι μεταφράσεις του Άρη Αλεξάνδρου «χάνουν» εάν χάριν μίας χρηστικής έκδοσης ενοποιηθεί η ορθογραφία τους και υιοθετηθεί το μονοτονικό σύστημα; Δηλαδή, αλλοιώνονται, στερούνται ουσίας και συνεπώς νοηματικής πρόσληψης;

Αναφέρομαι ταυτοχρόνως σε κατάργηση του πολυτονικού και εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας, διότι το ένα χωρίς το άλλο δεν ανταποκρίνεται σε καμία ιστορική αλήθεια. Είτε αναπαράγεται το κείμενο ως έχει είτε προσαρμόζεται η υφή του στη σημερινή ορθογραφία, η οποία υπαγορεύει έναν τόνο και «μαζί» με ιώτα (αντί ήτα ή ύψιλον).

Και λέω «η υφή», διότι το περιεχόμενο παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτο. Στην Αγγλική, η ορθογραφία (και συνεπώς «υφή») της γραπτής γλώσσας σταθεροποιήθηκε περίπου τον 19ο αιώνα. Σημειωτέον ότι πιο πριν (16ος-17ος αιώνας) τα Αγγλικά γράφονταν όπως τα καταλάβαινε κανείς.

Ο Σαίξπηρ, ο Μίλτων κ.α. τυπώνονται σήμερα στις εγκυρότερες εκδόσεις με εκσυγχρονισμένη, ενοποιημένη ορθογραφία. Χάνεται κάτι; Υπενθυμίζω πως η σύγχρονη επιστήμη της γλωσσολογίας έχει αναδείξει τις ορθότερες, ετυμολογικές γραφές πολλών λέξεων για τις οποίες παλαιότερα επικρατούσε ορθογραφικό χάος.

Μέχρι στιγμής δεν έχω αναφερθεί στα πολλαπλά ζητήματα που δημιουργούνται όταν υιοθετείται από τη δημοτική το πολυτονικό – και που έχουν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια της διαδρομής του. Ρω με πνεύμα ή όχι;

«Ποιος» με βαρεία ή οξεία; «Υόρκη» με δασεία ή ψιλή; «Γυναίκα» με οξεία ή περισπωμένη; Οξεία στη λήγουσα προπερισπώμενης λέξης, όταν ακολουθεί εγκλιτικό, κατά την αρχαία σύμβαση, ή όχι; Τα δίχρονα φωνήεντα πώς διαμορφώνονται; Και τι γίνεται με τις ξένες λέξεις;

Με τις ιδιωματικές, με τα αντιδάνεια; Κάποιες απαντήσεις σύμβασης έχουν δοθεί κατά καιρούς από φιλολόγους και εγχειρίδια, αλλά σαφώς χωρίς να μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική αλήθεια ότι η φωνολογία των ελληνικών έχει αλλάξει, έχει εξελιχθεί και απέχει παρασάγγας από αυτό που οι συμβάσεις τόνων και πνευμάτων σημαίνουν στην καταγραφή των αρχαίων (ιστορικά και υφολογικά) ελληνικών και της καθαρεύουσας.

Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα κουτσουρεμένο και απλοποιημένο, ακριβώς επειδή είναι συμβατικό.Δεν θα επεκταθώ περισσότερο· αυτονόητος οφείλει να είναι ο σεβασμός στη μορφή των κειμένων παλαιότερων εκδοχών και μορφών των ελληνικών και στην επιστημονική μέθοδο.

Ταυτοχρόνως, τα κείμενα της δημοτικής από τον Πτωχοπρόδρομο έως τον Ερωτόκριτο, από τα δημοτικά τραγούδια μέχρι τον Παλαμά, από τον Μακρυγιάννη έως τον Σικελιανό κ.ο.κ.

δύνανται να ενοποιηθούν με σημερινή ορθογραφία και τονικό σύστημα χωρίς τον κίνδυνο προβληματικής κατανόησης, αν αυτή είναι η επιλογή του επιμελητή και αν ο ίδιος την ακολουθεί πιστά και επιστημονικά, όπως συμβαίνει ανεμπόδιστα και σε άλλες γλώσσες.

Συνεπώς, δεν συμμερίζομαι τις κινδυνολογίες που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς, ακόμη και από ανθρώπους της ακαδημαϊκής κοινότητας, πως το μονοτονικό αποτελεί προθάλαμο κατάργησης του ελληνικού αλφαβήτου, αρνητικό συνέκδοχο, αφελληνισμό κ.λπ. Δεν εξαφανίζεται έτσι απλά η παλαιότερη εν συνεχή χρήσει ευρωπαϊκή γλώσσα και το αλφάβητό της.

Το μονοτονικό σύστημα αποτελεί τελικά κέρδος, καθώς περιγράφει ακριβέστερα (δυναμικός τονισμός) τη ζωντανή πραγματικότητα και ιστορία της ομιλουμένης, και όχι κάποιας φτιαχτής, γλώσσας.

Αποτελεί, συνεπώς, έγκυρο επιστημονικό εργαλείο και όχι μια μέση λύση που καταγράφει ελληνικά κουτσουρεμένα, ελληνικά απλοποιημένα, που τάχα μου περιμένουν πνεύματα και τόνους για να περιγραφούν πληρέστερα.

Καμία αληθινά επιστημονική αιτιολόγηση – πέραν της ως έχει αναπαραγωγής και επιμέλειας κειμένων μιας συγκεκριμένης εποχής – δεν δικαιολογεί την ανωτερότητα του πολυτονικού ως προς την αποτύπωση και αναπαραγωγή της δημοτικής. Αυτά τα ολίγα.

Όσο για τα «αισθητικά» κριτήρια, κι αυτά κομμάτι μιας θεωρίας υπεροχής αποτελούν, αν δεν καθομολογεί ο χρήστης τον αθώο και υπέρμετρο ρομαντισμό του. Δεκτός κι αυτός, αλλά από μόνος του και με αγάπη. Όχι με επικίνδυνη και αντιεπιστημονική ιδεολογία.

Υ.Γ. Δεν επεκτάθηκα συγκεκριμένα και επωνύμως σε επιμέρους ζητήματα ή απόψεις επί του θέματος. Μια μικρή αναζήτηση στο διαδίκτυο αρκεί για να έρθει κανείς σε επαφή με επιχειρήματα υπέρ και κατά, από πλευράς ακαδημαϊκών και μη.

Άλλωστε, μια πιο ειδική (=φιλολογική) έρευνα στη βιβλιογραφία θα φέρει τον αναγνώστη σε επαφή με καίριες, επιστημονικές απόψεις, οι οποίες έχουν διατυπωθεί εδώ και δεκαετίες, είτε γύρω από το γλωσσικό ζήτημα είτε γύρω από τον τονισμό μεμονωμένα.

Ανδρέας Ανδρέου

Πηγή :poiein.gr

Thessaloniki Arts and Culture,

Διαβάστε επίσης

Close