Η διαμάχη Παλαμά - Εφταλιώτη

Η διαμάχη Παλαμά – Εφταλιώτη

Ο Εφταλιώτης θεωρούσε πως η λογοτεχνία είναι ένα συλλογικό όργανο του έθνους, το οποίο πρέπει να υπηρετεί και πως ο καλλιτέχνης πρέπει να δημιουργεί με σκοπό την ανάδειξη της ελληνικότητας μέσα απ’ το έργο του. Έτσι, στην ουσία απέρριπτε την αυθυπαρξία της λογοτεχνίας, την οποία θεωρούσε απειλητική, καθώς τότε θα μπορούσε να υποπέσει στο σφάλμα της μίμησης ξένων τάσεων και ρευμάτων. Δεν απέρριπτε όμως μόνο τις ξένες επιδράσεις, αλλά και το αρχαίο παρελθόν, αφού η παράδοση της μίμησης εξακολουθεί έστω κι έτσι να υπάρχει.

Υποστήριξε, μάλιστα, πως η ανεξαρτησία του έθνους δεν είχε επιτευχθεί γιατί μετά την σκλαβιά των Τούρκων έπεσε στην σκλαβιά των Φράγκων. Πρότυπο εθνικής λογοτεχνίας για τον Εφταλιώτη, υπήρξε αυτή των Αμερικανών, οι οποίοι, όπως υποστήριζε, εφηύραν τη λογοτεχνική τους ταυτότητα, χωρίς ξένες ή παρελθοντικές επιρροές. Στο άρθρο του Αληθινή και ψεύτικη τέχνη, προς την εφημερίδα Άστυ, απαξίωσε έντονα κάθε είδους καλλιτεχνική μίμηση και ιδιαίτερα για τη λογοτεχνική και αναφέρθηκε ειρωνικά στον Γκαίτε που φιλοδοξούσε πως θα γίνει ένας νέος Σοφοκλής. Θεωρούσε, επίσης, πως η μίμηση ίσως να ταιριάζει με κάποιον τρόπο στα μεγάλα έθνη αλλά τα μικρά όταν μιμούνται κινδυνεύουν να χάσουν την προσωπική τους ταυτότητα.

Ο Παλαμάς, αντιθέτως, ήταν κατά του εθνικού απομονωτισμού, αφού πίστευε πως οι καλλιτέχνες μπορούν να μεταφέρουν ξένα λογοτεχνικά κινήματα στην ελληνική λογοτεχνία χωρίς να χάσει ένα έργο την αυθεντικότητά του. Άλλωστε, θεωρούσε πως μια ευρωπαϊκή λογοτεχνία είναι πολύ δημιουργική εφόσον γίνονται με αριστοτεχνικό τρόπο οι διάφορες αφομοιώσεις μεταξύ των λαών. Κατά την κρίση του, ένα έργο είναι εθνικό επειδή απλούστατα είναι ωραίο και το ωραίο έρχεται μέσα απ’ την αισθητική καταξίωση του έργου. Επιπροσθέτως, θεωρούσε πως η λογοτεχνία είναι μια επανάσταση, πρόκειται για την προσωπική έκφραση κάθε καλλιτέχνη, είναι καθαρά ατομική και τυχόν εθνικές εκφάνσεις, πρέπει να έχουν δευτερεύουσα θέση στο έργο.

Στο άρθρο του Πατρίς και φαντασία στο Άστυ, κατηγόρησε τον Εφταλιώτη που έψαχνε στα έργα τον εθνικό χρωματισμό, ενώ ο ίδιος στρεφόταν καθαρά υπέρ Η διαμάχη Παλαμά - Εφταλιώτητων ξένων κινημάτων, καθώς έβλεπε ότι προσφέρουν μια αναγέννηση και μια νέα πνοή στη φαντασία των δημιουργών τέχνης.

Βέβαια, η θέση του Παλαμά δίχασε, αφού για παράδειγμα ο Δ. Χατζόπουλος τον τοποθέτησε δίπλα στον Εφταλιώτη μέσα στο πλαίσιο της εθνικής λογοτεχνίας, καθώς κάποια έργα του συνέπιπταν με την εθνική διηγηματογραφία αλλά θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι οι στάσεις του παρερμηνεύτηκαν λόγω της προσήλωσής του στις αρχές της συγκριτικής γραμματολογίας.

Στην ουσία, λοιπόν, αντικείμενο της διαμάχης, εκτός από την εθνική και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, υπήρξαν οι διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη λογοτεχνική παράδοση, αφού ο Εφταλιώτης υποστήριζε τη δημιουργικότητα και την εφεύρεση απ’ το πουθενά, την καθαρότητα και τη γνησιότητα ενός έργου σύμφωνα με εθνικές καταβολές (ειδάλλως οτιδήποτε ξένο ήταν απλώς ένα νόθο αντίγραφο), ενώ ο Παλαμάς θεωρούσε πως είναι αδύνατον να υπάρξει καθαρά προσωπική δημιουργία χωρίς την έμπνευση ή τη μείξη και από άλλα στοιχεία (και αν ακόμα συνέβαινε αυτό, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν αισθητικά καλό).

Ο Επισκοπόπουλος, σχολιάζοντας αυτήν τη διαμάχη μέσα απ’ το άρθρο του Οι ιππόται της ελληνικής ψυχής (Άστυ), με ειρωνικό ύφος έδειξε την κατανόησή του για τις αντιλήψεις του Εφταλιώτη, παρόλα αυτά πίστευε πως ήταν ανώφελες οι προσπάθειες επιβολής τους, καθώς ασυνείδητα προσπαθούσε να χειραγωγήσει τους νέους καλλιτέχνες, ενώ έλεγε πως το να υποστηρίζει κανείς την εθνική του λογοτεχνία είναι κάτι το αυτονόητο.

Ο Γιαννόπουλος, απ’ την άλλη, υπήρξε πολύ ανοιχτός και ξεκάθαρος στις απόψεις του, αφού υποστήριξε πως οτιδήποτε ευρωπαϊκό είναι βάρβαρο. Ήταν, γενικότερα, εχθρικός προς τη δύση και θεωρούσε πως οι Έλληνες είναι χαρισματικοί άνθρωποι που έχουν ως αποστολή να εξευγενίσουν τον κόσμο. Πίστευε δε πως όποιος σπούδασε στο εξωτερικό, υποδούλωσε την Ελλάδα στους βαρβάρους. Ο ίδιος, αν και δεν ήταν δημοτικιστής, υποστήριξε επίσης το ρωμαϊκό ιδεώδες.

Για τον Παλαμά, είχε την άποψη πως ήταν επίσης ανώφελη η μείξη του σε μια τέτοια αντιπαράθεση, καθώς όχι μόνο δεν μπορούσε να πετύχει κάτι, αλλά υπενθύμιζε διαρκώς τα ήδη γνωστά σε όλους, ότι δηλαδή όλες οι λογοτεχνίες και όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί ακολουθούν τον κανόνα της μίμησης και ότι αυτό συμβαίνει από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως με τη λατινική φιλολογία. Τοποθετούνταν, λοιπόν, κάπου ανάμεσα, πιστεύοντας πως όλα τα στοιχεία πρέπει να χρησιμοποιηθούν σε μια γόνιμη αφομοίωση, η οποία όμως δεν θα ολοκληρωθεί αν δεν προστεθεί και η προσωπική πρωτοτυπία. Ασπαζόταν μάλιστα την ρήση του κριτικού Έμερσον υπέρ του Σαίξπηρ, πως “το μεγαλύτερο πνεύμα είναι αυτό που έχει τα περισσότερα χρέη” και θεωρούσε πως η απομόνωση της ελληνικής φιλολογίας απ’ τα υπόλοιπα έθνη συνεπάγεται θάνατο.

Εδώ είναι σκόπιμο ν’ αναφερθεί πως οι εθνοκεντρικοί στην Ελλάδα ήταν κατά των ξένων επιρροών μόνο σε θέματα λογοτεχνίας και γλώσσας και όχι, για παράδειγμα, στις θετικές επιστήμες. Αυτό γιατί έκαναν τη διάκριση κουλτούρας και πολιτισμού. Ο πολιτισμός εκπροσωπούσε την επιστημονική και υλική εξέλιξη και δεν συγχεόταν με τα όρια του έθνους. Η επιστήμη ήταν συνδεδεμένη με την ιδέα του διαφωτισμού που ήταν ένα κίνημα παγκόσμιο. Αντίθετα η κουλτούρα εκλαμβανόταν ως ένα επίτευγμα ενός λαού που μπορούσε να φέρει φως σε όλα τα ουσιαστικά θέματα του έθνους.

Σοφία Τατίδου – Φιλόλογος και Υποψήφια Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών (ΑΠΘ)

Διαβάστε επίσης

Close