Η "ψυχική ταραχή" του Φρόιντ στον λόφο της Ακροπόλεως

Η “ψυχική ταραχή” του Φρόιντ στον λόφο της Ακροπόλεως

Το ταξίδι τού Φρόιντ στην Αθήνα από τις 3 ως τις 6 Σεπτεμβρίου του 1904.

Πρόκειται για δύο διηγήσεις. Η μία είναι η εξιστόρηση των γεγονότων, το οδοιπορικό. Για το οδοιπορικό χρησιμοποιούμε τις χαιρετιστήριες κάρτες του Φρόιντ στη σύζυγό του Μάρθα. Η άλλη διήγηση είναι η ψυχανάλυση του ελληνικού ταξιδιού, η εκμυστήρευση του ίδιου του Φρόιντ στην αλληλογραφία του με τον Κ. Γ. Γιούνγκ στις 16.4.1909 και τον Ρομαίν Ρολλάν τον Ιανουάριο του 1936.

Τόσα χρόνια αργότερα, και τόσο επίμονα, προφανώς γιατί τα βιώματα αυτά ήταν καθοριστικά για την επαλήθευση της θεωρίας του. Σ΄ ελεύθερη μετάφραση, με χρήση εναλλάξ του τρίτου και του πρώτου προσώπου, με αναφορά μόνο στο θέμα μας, τη ψυχική του ταραχή σ΄ αυτό το ταξίδι και όχι στη φροϋδική θεωρεία γενικά, διαβάζουμε αποσπάσματα από τα κείμενα των δύο επιστολών και ζούμε το νευρωτικό άτομο Φρόιντ, το ψυχαναλυτή Φρόιντ, τον ευρωπαίο ουμανιστή Φρόιντ.

Στις 29 Αυγούστου του 1904, ο Φρόιντ 48 τότε ετών, επισκέφτηκε μαζί με τον κατά δέκα χρόνια νεότερο αδελφό του Αλεξάντερ την Τεργέστη με σκοπό να ταξιδεύσουν στη Κέρκυρα. Ξαφνικά βρίσκονται αντιμέτωποι με μία νέα δυνατότητα όταν ένας φίλος του Aλεξάντερ τους προτείνει να πάνε στην Αθήνα αντί για τη Κέρκυρα. Πρώτον θα απέφευγαν το καύσωνα της Κέρκυρας και δεύτερον τα δρομολόγια Μπρίντιζι/Πάτρα/Πειραιάς/Κωνσταντινούπολη της εταιρείας Lloyd ήταν γνωστά για τη τακτικότητα τους…αναχώρηση σήμερα 29 Αυγούστου από την Τεργέστη, εικοσιτετράωρο ταξίδι στο Μπρίντιζι, άφιξη στην Αθήνα, τριήμερη παραμονή, επιστροφή.

H νέα δυνατότητα ξάφνιασε τους αδελφούς Φρόιντ. Τους βρήκε ανέτοιμους και επιφυλακτικούς λόγω αλλαγής πορείας και ταξιδιωτικών διατυπώσεων. Αλλά ο Έλληνας πρόξενος τους καθησύχασε σχετικά με τη βίζα, και μετά από τις αρχικές αμφιβολίες επιβιβάστηκαν στις 30 Αυγούστου στο πλοίο «Ουρανός» της αυστριακής Lloyd.

Τρίωρη στάση στη Κέρκυρα, και εν συνεχεία διαδρομή με κατεύθυνση Πειραιά. Τα ατμόπλοια της εταιρείας Lloyd δεν διέσχιζαν τον Ισθμό, αλλά περιέπλεαν τη Πελοπόννησο. Στο κατάστρωμα ο Φρόιντ κάνει τις παρατηρήσεις του. O σημαντικότερος συνεπιβάτης είναι ο καθηγητής της κλασικής Αρχαιολογίας Ντέρπφελντ, ο βοηθός του Σλίμαν. O Φρόιντ όπως λέει, ατενίζει με θαυμασμό τον άνθρωπο που συνεργάστηκε στις ανασκαφές της Τροίας. Δεν τολμά όμως να του μιλήσει.

Πράγματι το πάθος του Φρόιντ για την Αρχαιολογία και το Σλίμαν είναι θρυλικό. Στο φίλο του Β. Φλις γράφει στις 28 Μαΐου του 1899 ότι έκανε στον εαυτό του δώρο τη διατριβή του Σλίμαν «Ίλιος, πόλη και χώρα τών Τροάδων» και ότι είναι κατενθουσιασμένος με τη μελέτη της παιδικής ηλικίας του Σλίμαν γιατί με τις ανασκαφές στη Τροία εξεπλήρωσε το όνειρό του.

Είναι γνωστό ότι ο Φρόιντ διάβαζε κυρίως αρχαιολογία και λιγότερο ψυχολογία, άλλωστε η ψυχανάλυση είναι η αρχαιολογία της ψυχής. ΄Ετσι το 1937 γράφει ότι όπως ο αρχαιολόγος από τα ερείπια τοίχων που στέκονται ακόμη συμπληρώνει σε ύψος το κτήριο, από εσοχές του εδάφους τον αριθμό και τη θέση των στύλων, από κομμάτια χαλασμάτων ανακαινίζει διακοσμήσεις και τοιχογραφίες, έτσι ακριβώς ο ψυχαναλυτής βγάζει συμπέρασμα από τα κατάλοιπα αναμνήσεων, τους συνειρμούς και τις εξωτερικεύσεις του αναλυόμενου ασθενούς.

Μεσημέρι 3 Σεπτεμβρίου 1904, άφιξη στην Αθήνα. Η είσοδος στο λιμάνι υπέροχη. Επιτέλους στην Αθήνα! Υπέροχα, Υπέροχα! Το ξενοδοχείο πολύ ωραίο. Αμέσως στη πόλη, πολύ σκόνη, επίσκεψη στο Θησείο, η θέα αξέχαστη. Ο καφές είναι απίθανος, πραγματικός καφές. Οι αδελφοί Φρόιντ διανυκτερεύουν στο ξενοδοχείο «Αθηνά», πρώτος όροφος, δωμάτιο 31.

Στις 4 και 5 Σεπτεμβρίου παραμονή στην Αθήνα. Ο Φρόιντ γράφει στη σύζυγό του Mάρθα: «Φόρεσα το καλλίτερο πουκάμισο και ανέβηκα στο λόφο της Ακροπόλεως, για δύο ώρες στις 3 Σεπτεμβρίου, για ολόκληρη την ημέρα στις 4 Σεπτεμβρίου.» Διηγείται ότι η Ακρόπολη υπερβαίνει κάθε τι που έχει δει μέχρι τότε, ή που μπορεί να φανταστεί κανείς. Για το Φρόιντ οι ΄Ελληνες ήταν ένας πνευματικά προικισμένος και πολιτισμικά ανώτερος λαός. Στα μαθητικά του χρόνια έγραφε το ημερολόγιό του στα Αρχαία Ελληνικά.

Όχι καύσωνας αλλά βροχή τους αναγκάζει να καταφύγουν στο προθάλαμο του μουσείου, που δυστυχώς είναι κλειστό. Και το κείμενο συνεχίζεται. «….ο ΄Aλεξ κάθεται στο μαρμάρινο θρόνο που σίγουρα ανήκε σ΄ έναν Αθηναίο Άρχοντα, και ο ίδιος γράφει δίπλα σ΄ έναν ίππο του Φειδία. Η θέα από το κάστρο της Ακροπόλεως είναι επίσης υπέροχη.» Με τον ίδιο ενθουσιασμό διηγείται αργότερα στη μαθήτρια του Mαρί Μποναπάρτε ότι οι στύλοι της Ακροπόλεως με το χρώμα τους του κεχριμπαριού είναι το ωραιότερο που έχει δει ποτέ στην ζωή του.

Στις 6 Σεπτεμβρίου το πρωί αναχώρηση από την Αθήνα με το τραίνο για τη Κόρινθο, την πόλη της παιδικής ηλικίας του Οιδίποδα. Από τη Κόρινθο στη Πάτρα και την ίδια μέρα το βράδυ στις 10 επιβίβαση στο πλοίο για τη Τεργέστη.

Για την αυτοψυχανάλυση του Φρόιντ στις επιστολές του χρησιμοποιούμε ως πλαίσιο τις πληροφορίες των βιογράφων του Mαξ Σουρ και ΄Eρνεστ Τζονς. Στις αρχές του αιώνα αρχίζει μία νέα φάση στη ζωή του Φρόιντ. Στις 26 Οκτωβρίου 1896 πεθαίνει ο πατέρας του. Η προθανάτιος αγωνία του πατέρα μεταβάλλεται σε σύμπλεγμα ενοχής του γιού που επέζησε.

Το έργο του «Ερμηνεία των Ονείρων» εκδίδεται το 1900. Το θεωρεί το έργο της ζωής του. Το επαναστατικό αυτό κείμενο δεν έχει τη πρέπουσα απήχηση. Οι κριτικές είναι άσχημες, το θεωρούν αντιεπιστημονικό και εσωτεριστικό. Μόλις 600 αντίτυπα της εκδόσεως πουλήθηκαν στο διάστημα μέχρι το 1909. Το 1901 εκδίδεται το βιβλίο του «Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής». Συγχρόνως εργάζεται στη συγγραφή τριών κειμένων, «Τρία δοκίμια της θεωρίας της σεξουαλικότητας», «Σχέση αστείου και ασυνείδητου» και «Η περίπτωση Ντόρα. Απόσπασμα της ανάλυσης μιας υστερίας» που εκδίδονται ένα χρόνο αργότερα, το 1905.

Όλη αυτή η δημιουργική εργασία λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες ψυχικής ταραχής λόγω της κρίσης και του τέλους των σχέσεων με το φίλο του Β. Φλίς. Για το Φρόιντ έχει η σχέση μεγάλη σημασία. Ο Ωτορινολαρυγγολόγος Β. Φλίς ήταν από το 1897 ο εξ΄ αποστάσεως (ζούσε στο Βερολίνο) σύντροφός του στην αυτοψυχανάλυση του.

Ο Φλίς ήταν ο γιατρός της εμπιστοσύνης του στη καρδιακή του πάθηση, όπως τον ονομάζει ο «θεραπευτής» και ο «μάγος», η έμπνευση στη ψυχανάλυσή του, το alter ego του. Λόγω επιστημονικών διαφορών, κατηγοριών του Φλίς και κρίση εμπιστοσύνης τελειώνει η σχέση το 1904.

Σ΄ αυτό το διάστημα ο Φρόιντ ασχολείται, πέραν από τη δική του ψυχανάλυση και τη δική του νεύρωση, με το θέμα του ψυχικού μηχανισμού, τη ροή των ψυχικών φαινόμενων και το ασυνείδητο. Αργότερα θεωρεί ότι το ασυνείδητο τροφοδοτεί το σύστημα των τριών ψυχικών δυνάμεων «Αυτό-Εγώ-Υπερεγώ» με ένα δυσδιάκριτο προσωπείο.

Η αυτογνωσία της αυτοψυχανάλυσης και η εξάρτηση από τον Φλίς συντελούν στη ψυχική του ταραχή που έχει ως συνέπεια την επίμονη, ανεξήγητη απασχόληση με τη πιθανή ημερομηνία του θανάτου του. Επιστημονικά κάνει ο Φρόιντ το ντετερμινισμό, το επιθετικό τυχαίο και τη δεισιδαιμονία, δηλ. τα ψυχαναγκαστικά φαινόμενα, θέμα στο τελευταίο κεφάλαιο της «Ψυχοπαθολογίας της καθημερινής ζωής».

Γράμμα στο Ρομαίν Ρολλάν, Ιανουάριος 1936, γραμμένο τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του:

Ξέρετε ότι το επιστημονικό μου έργο έχει ως σκοπό να ερμηνεύσει ασυνήθη, περίεργα και παθολογικά φαινόμενα του ψυχικού κόσμου, που σημαίνει το καθορισμό των ψυχικών δυνάμεων που ενεργούν και την ανακάλυψη των ψυχικών μηχανισμών. Αυτό το επιχειρώ κατ΄ αρχάς στον ίδιο τον εαυτό μου, κατόπιν στους άλλους και τελικά τολμώ να επιθυμώ να το δω να εφαρμόζεται σ΄ ολόκληρη την ανθρωπότητα.

΄Ενα τέτοιο φαινόμενο εβίωσα στον εαυτό μου πριν από χρόνια, το 1904, και δεν το κατανόησα ποτέ. Ξανά και ξανά επανέρχεται τα τελευταία χρόνια στη μνήμη μου και δεν ξέρω γιατί. Τελικά αποφάσισα ν΄ αναλύσω το βίωμα αυτό, και ιδού το αποτέλεσμα: “Σύγχυση της μνήμης στην Ακρόπολη.”

Ο Φρόιντ διηγείται τη συνάντηση με τον φίλο στη Τεργέστη και τη δυσκολία να εξοικειωθούν αυτός και ο αδελφός του στην ιδέα Αθήνα αντί για Κέρκυρα. Μέχρι που άνοιξε το πρακτορείο Lloyd περιφερόντουσαν αναποφάσιστοι και κακοδιάθετοι στη Τεργέστη. ΄Ομως όταν έφτασε η ώρα να αγοράσουν τα εισιτήρια για την Αθήνα, πήγαν στο πρακτορείο με αυτονόητη σιγουριά, χωρίς να νοιαστούν για τις πιθανές δυσκολίες, χωρίς λέξη μεταξύ τους για την απόφαση που πήραν.

Αυτή η συμπεριφορά ήταν πολύ περίεργη. Αργότερα ανακάλυψαν ότι ήδη από την αρχή είχαν αποδεχτεί με προθυμία τη πρόταση Αθήνα αντί για Κέρκυρα. Γιατί λοιπόν περάσαν την ώρα μέχρι ν΄ ανοίξει το πρακτορείο με το να ταλαιπωρούν τον εαυτό τους με κακή διάθεση, αναστολές και δυσκολίες;

Πριν συνεχίσουμε τη μελέτη της επιστολής στο Ρομαίν Ρολλάν επεμβαίνουμε εν παρενθέσει με το κείμενο της επιστολής στο Κ.Γ. Γιούνγκ γραμμένο το 1909

γιατί αναφέρεται ψυχαναλυτικά στη φάση της αφίξεως στην Αθήνα, τη τακτοποίηση στο ξενοδοχείο και το ψυχαναγκαστικό βίωμα του θανάτου.

Πριν από λίγα χρόνια ανακάλυψα ότι πίστευα ότι θα πεθάνω 61 ή 62 ετών, που εσήμαινε ότι έχω αρκετό καιρό μπροστά μου. (Στη πραγματικότητα πέθανε ο Φρόιντ το 1939 σε ηλικία 84 ετών). Ταξίδευσα τότε με τον αδελφό μου στην Ελλάδα και κυριολεκτικά ο αριθμός 60 σε συνδυασμό με 1 και 2 περιέργως πως με κατέτρεχε ιδιαιτέρως σ΄ όλες τις περιπτώσεις που απαριθμούμε κάτι ή που με αριθμούς μετρούμε, όπως στα δρομολόγια των μέσων συγκοινωνίας.

Ο αριθμός 61 συνεχώς επανήρχετο και κινούσε την προσοχή μου. Αν και κακοδιάθετος ησύχασα όταν στο ξενοδοχείο στην Αθήνα μας έδωσαν δωμάτιο στο πρώτο όροφο διότι δε μπορούσε να έχει το νούμερο 61. Καλώς, αλλά πήραμε το νούμερο 31. Μοιραία συγκύρια! Είναι το ήμισυ του 61/62. Και αυτός ο «επιτήδειος» αριθμός φαίνεται να με κατατρέχει από τότε αδιάκοπα. Μετά την επιστροφή μου και μέχρι τελευταίως μου παραμένει ο αριθμός αυτός πιστός. Επειδή το παράλογο σύστημα σκέψης μου έχει και στοιχεία γνωσιολογικά, όχι μόνο δεισιδαιμονικά, προσπάθησα να αναλύσω αυτή την έμμονη ιδέα. Να λοιπόν η ανάλυση.

Η έμμονη ιδέα με κατατρέχει από το 1899. Τότε συνέβησαν δύο γεγονότα. Πρώτον έγραψα την «Ερμηνεία των Ονείρων» που δημοσιεύτηκε το 1900, δεύτερον άλλαξε το τηλεφωνικό μου νούμερο εδώ στη Βιέννη, το νέο είναι 14362. Η λογική αλληλουχία των γεγονότων:

Oταν έγραφα την «Ερμηνεία των Ονείρων» ήμουν 43 ετών και ο τηλεφωνικός αριθμός ερμηνεύεται ως εξής: 1 αρχή της ζωής, 43 παρόν της ζωής μου, 62 τέλος τής ζωής μου. Πρόκειται για παραλογισμό με μέθοδο. Η πεποίθηση ότι θα πεθάνω 61 ή 62 ετών συνδυάζεται με τη πεποίθηση ότι με την «Ερμηνεία των Ονείρων», το έργο της ζωής μου έχει περατωθεί, έτσι ώστε να μπορώ να πεθάνω ήσυχα.

Τόσο παράλογο δεν είναι αυτό! Επί πλέον πρόκειται για την επιρροή του Φλις. (Εδώ ο Φρόιντ εννοεί τον «κανόνα της περιοδικότητας» του Φλις. Κατ΄ αυτόν η δημιουργικότητα έχει μια επανερχόμενη περιοδικότητα 7 1/2 ετών). Στο έτος της επίθεσης του εναντίον μου άρχισε η δεισιδαιμονία.

Και τελειώνει με την ψυχαναλυτική διαπίστωση ότι η περιπέτεια με τον αριθμό 61, το βίωμα της επιθετικότητας του τυχαίου και το παρανοϊκό σύστημα σκέψης προέρχονται από απωθημένες παρορμήσεις του ασυνείδητου. Τα φαινόμενα αυτά πρέπει να παλινδρομηθούν στο καταπιεσμένο ψυχικό υλικό που απωθείται από το συνειδητό, και που παρ΄ όλα αυτά δεν έχει χάσει τη δυνατότητα εκδηλώσεως.

Το ψυχαναγκαστικό βίωμα του θανάτου είχε συνέχεια. Επίστευε ότι θα πεθάνει τον Φεβρουάριο του 1918, πράγμα που το 1917 κατά τη διάρκεια του πολέμου το περίμενε ως λύτρωση. ΄Οταν και αυτή η ημερομηνία παρήλθε, έκανε την εξής στεγνή παρατήρηση: «Η ωραία δεισιδαιμονία πρέπει να απορριφθεί. Δεν μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη στο υπερβατικό.»

Επιστρέφουμε στην επιστολή στο Ρομαίν Ρολλάν και την επίσκεψη στην Ακρόπολή:

΄Οταν το απόγευμα μετά από την άφιξη μας ανεβήκαμε στην Ακρόπολη και αντίκρισα το τοπίο σκέφτηκα το εξής περίεργο: Ώστε όντως είναι πραγματικότητα όλα αυτά, έτσι όπως τα μάθαμε στο σχολείο. Συγκεκριμένα εκείνος που έκανε αυτή τη παρατήρηση διέφερε σαφώς από εκείνο που άκουγε αυτή τη παρατήρηση, και συγχρόνως απορούσαν και οι δύο, αν και όχι για το ίδιο πράγμα.

Κατά την άποψη του ενός η εντύπωση της εμπειρίας ήταν αναμφισβήτητη και έκανε να πιστεύει κανείς κάτι που μέχρι τότε αμφισβητούσε. Κατά την άποψη του άλλου, είναι πράγματι περίεργο να αμφιβάλλει κανείς για την ύπαρξη της Αθήνας και της Ακρόπολης. Γι΄αυτόν υπήρχε μόνο ή μαγεία και η ψυχική ανύψωση του βιώματος. Θα μπορούσε βεβαίως να πει κανείς ότι η περίεργη εμπειρία στην Ακρόπολη σημαίνει ότι το να δει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια διαφέρει από το να ακούσει ή να διαβάσει περί αυτού.

Αυτό όμως είναι μια μη ενδιαφέρουσα κοινοτοπία. Ή θα μπορούσε να πει κανείς ότι ως μαθητής γυμνασίου ναι μεν επίστευε στη ιστορική πραγματικότητα της πόλεως των Αθηνών, αλλά η εμπειρία στην Ακρόπολη αποδεικνύει ότι το βίωμα αυτό δεν έφτανε στο ασυνείδητο και ότι μόλις τώρα βεβαιώθηκε και το ασυνείδητο επ΄αυτού.

Μια εξήγηση με βάθος, αλλά χωρίς αποδεικτικότητα και θεωρητικά αμφισβητούμενη. Εγώ νομίζω ότι η κακή διάθεση στη Τεργέστη και η εντύπωση στην Ακρόπολη έχουν στενή σχέση μεταξύ τους. Το ένα είναι εύκολο να εννοηθεί και μπορεί να μας βοηθήσει να εννοήσουμε και το άλλο. Το βίωμα στη Τεργέστη ήταν αυτό του απίστευτου.

Θα δούμε την Αθήνα; Αυτό δεν γίνεται, είναι πολύ δύσκολο. Η δυσαρέσκεια που ακολούθησε προήρχετο από τη θλίψη ότι δεν γίνεται. Θα ήταν τόσο ωραίο να γινόταν! Και τώρα καταλαβαίνει κανείς περί τίνος πρόκειται. Πρόκειται για τη συνήθη περίπτωση του « too good to be true» δηλαδή «Είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό», όπως με το απίστευτο των ευχάριστων ειδήσεων π.χ. του πρώτου λαχνού στο λαχείο, της επιτυχίας σε διαγωνισμό και ούτω καθ΄εξής.

Το φαινόμενο απαιτεί εξήγηση: Το να μη πιστεύει κανείς σημαίνει μη παραδοχή της πραγματικότητας. Παράξενο όντως! Δεν θα το θεωρούσαμε παράξενο εάν η μη παραδοχή αναφέρετο σε μία δυσάρεστη ή επικίνδυνη πραγματικότητα. Ο ψυχικός μηχανισμός μας είναι τρόπον τινά έτσι προδιατεθημένος. Όμως γιατί να μη πιστεύει κανείς σε κάτι που αντιθέτως υπόσχεται απόλαυση; Όντως παράδοξη συμπεριφορά! Θυμάμαι όμως ότι έχω νοσηλεύσει στο παρελθόν ασθενείς που τρόπον τινά «αποτυγχάνουν λόγω επιτυχίας».

Συνήθως ασθενεί κανείς λόγω απογοητεύσεως για τη μη εκπλήρωση βιοτικών αναγκών ή επιθυμιών. Οι ασθενείς μου όμως αντιθέτως ασθενούσαν επειδή τους εκπληρώθηκε μια ανεκπλήρωτη επιθυμία. Η αντίθεση των δύο περιπτώσεων δεν είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται καταρχάς. Το παράδοξο έγκειται στο ότι η εσωτερική αναστολή της απολαύσεως παίρνει τη θέση της εξωτερικής. Δεν επιτρέπει κανείς στον εαυτό του την επιτυχία, η εσωτερική αναστολή το επιτάσσει.

Αλλά γιατί; Επειδή, και αυτή είναι η απάντηση σε μια σειρά περιπτώσεων, δεν μπορεί κανείς να περιμένει από το πεπρωμένο κάτι τόσο καλό. Λοιπόν πάλι το «Πολύ καλό για να είναι αληθινό», η έκφραση της απαισιοδοξίας που πολλοί από μας κρύβουν μέσα τους. Σε άλλες περιπτώσεις πρόκειται για σύμπλεγμα κατωτερότητας που μεταφράζεται

«Δεν είμαι άξιος μιας τέτοιας ευτυχίας». Αυτές οι λογικές διαδικασίες είναι αλληλένδετες, σημαίνουν κατά βάθος ότι η μια προέρχεται από την άλλη. Διότι ως γνωστόν το πεπρωμένο από το οποίο περιμένει κανείς τόσο κακή μεταχείριση είναι η συνείδηση, το αυστηρό Υπερεγώ, η τιμωρούσα αρχή μέσα μας, ως κατάλοιπο της παιδικής ηλικίας.

Νομίζω ότι οι αντιδράσεις στη Τεργέστη έχουν διευκρινιστεί. Δεν μπορούσαμε να πιστεύσουμε ότι είχαμε το ευτύχημα να δούμε την Αθήνα. Η περίεργη αντίδραση μας προήρχετο από το ότι η πραγματικότητα που δεν μπορούσαμε να παραδεχτούμε ήταν κατ΄ αρχάς μόνο πιθανότητα. ΄

Οταν πια βρεθήκαμε στην Ακρόπολη πραγματοποιήθηκε αυτή η δυνατότητα και το ίδιο «μη πιστεύω» εκδηλώθηκε διαφορετικά αλλά συγκεκριμένα. Σαφώς, δεν θα επίστευα ποτέ ότι θα είχα το ευτύχημα να δω με τα μάτια μου την Αθήνα, όπως προφανώς συνέβαινε. ΄Οταν θυμάμαι πια έντονη επιθυμία με κατείχε όταν ήμουν στο γυμνάσιο να ταξιδεύσω και να δω το κόσμο, και πως αργότερα εκπληρώθηκε αυτή η επιθυμία, τότε δεν με εκπλήσσουν οι συνέπειες της στην Ακρόπολη.

΄Ημουν τότε 48 ετών. Δεν ερώτησα το νεότερο αδελφό μου εάν αισθάνθηκε το ίδιο. Ντροπή για τα αισθήματά μου εμπόδισαν τη συζήτηση στη Τεργέστη. Εάν κατάλαβα καλά περί τίνος επρόκειτο στην Ακρόπολη, επρόκειτο για τον ενθουσιασμό ότι τώρα βρισκόμουνα σ΄ αυτό το τόπο.

‘Ομως το ερώτημα είναι γιατί αυτή η διαστρεβλωμένη και διαστρεβλώνουσα μορφή της αντίδρασης. Η σκέψη παρά τη διαστρέβλωση της διατηρεί το κυρίως περιεχόμενο της. Η εμπειρία αποδεικνύει ότι τώρα είμαι στην Ακρόπολη, αλλά δεν μπορώ να το πιστεύσω. Αυτό το «δεν μπορώ», αυτή η αμφιβολία σχετικά με τη πραγματικότητα εκφράζεται σε δύο παραλλαγές. Αφ΄ ενός μεν απώθηση στο παρελθόν, αφ ετέρου δε αμφιβολία για την ύπαρξη της Ακροπόλεως. ΄Ετσι συμβαίνει να ισχυρίζομαι ότι στο παρελθόν είχα αμφιβολίες για την ύπαρξη της Ακροπόλεως, πράγμα που η μνήμη μου απορρίπτει ως εσφαλμένο, ως αδύνατο.

Οι δύο διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας, παρελθόν και άρνηση της ύπαρξης της Ακροπόλεως, προέρχονται από δύο διαφορετικά προβλήματα. Χωρίς να προσδιορίσω τι εννοώ, προϋποθέτω ότι βασικά πρόκειται για μια εμπειρία, που σ΄ αυτή τη περίπτωση σήμαινε την εμπειρία του απίστευτου και του εξωπραγματικού και αφορούσε εμένα, την Ακρόπολη και το βίωμα μου. Δεν μπορώ να εξηγήσω την αμφιβολία μου αφού δεν μπορώ να αμφισβητήσω την εμπειρία μου στην Ακρόπολη.

Θυμάμαι όμως ότι στο παρελθόν αμφέβαλα σχετικά μ΄ αυτό το τόπο και ως εκ΄ τούτου συνδυάζω την αμφιβολία με το παρελθόν. Αλλά κατ΄ αυτό το τρόπο αλλάζει η έννοια της αμφιβολίας. Δεν είναι ότι θυμάμαι απλώς ότι πριν από χρόνια αμφέβαλα ότι θα δω ποτέ την Ακρόπολη, αλλά ισχυρίζομαι ότι τότε δεν επίστευα στην ύπαρξη της Ακροπόλεως. Ακριβώς απ΄αυτή τη διαστρέβλωση συμπεραίνω ότι το παρόν συμβάν στην Ακρόπολη συνεπάγεται την αμφιβολία της πραγματικότητας.

Βεβαίως δεν κατάφερα να εξηγήσω τη προέλευση αυτού του αισθήματος. Γι΄ αυτό καταλήγω λέγοντας ότι η όλη πολύπλοκη και δύσκολα να περιγραφεί κατάσταση εξηγείται εφ΄ όσον υποθέτω ότι τότε στην Ακρόπολη για μια στιγμή είχα το αίσθημα, ή συνέβαινε να είχα το αίσθημα, ότι αυτό που βλέπω, δεν είναι αληθινό. Αυτό το ονομάζουμε αίσθημα αλλοτρίωσης που σημαίνει ότι προσπαθώ να αντισταθώ σε κάτι, και το κατορθώνω μέσω μιας ψευδούς μαρτυρίας σχετικά με το παρελθόν.

Οι αλλοτριώσεις είναι πολύ περίεργα φαινόμενα. Τις ονομάζουμε αισθήματα αλλά προφανώς είναι περίπλοκα συμβάντα με περιεχόμενο και ανάλογες έννοιες σχετικά με αυτό το περιεχόμενο. Το άλλο γενικό χαρακτηριστικό των αλλοτριώσεων αμφισβητείται, δηλ. το ότι προέρχονται από το παρελθόν, με πηγή τη μνήμη του Εγώ και παλαιοτέρων δυσαρέστων βιωμάτων που έκτοτε απωθούνται.

Αλλά ακριβώς το βίωμα στην Ακρόπολη, το οποίο καταλήγει σε μια σύγχυση της μνήμης, μια παραποίηση της πραγματικότητας, μας βοηθά να αποδείξουμε την επίδραση των αλλοτριώσεων. Δεν είναι αλήθεια ότι ποτέ εγώ στα γυμνασιακά μου χρόνια αμφέβαλα για τη πραγματική ύπαρξη της Αθήνας. Αμφέβαλα απλώς ότι θα μπορούσα ποτέ να δω την Αθήνα. Το να ταξιδεύσω τόσο μακριά, να πάω τόσο μπροστά, μου φαινόταν πέραν από κάθε δυνατότητα. Αυτό εξαρτάτο από τη στενότητα και στέρηση των νεανικών μου χρόνων. Η έντονη επιθυμία να ταξιδεύσω ήταν σίγουρα έκφραση επίσης της επιθυμίας να διαφύγω τη καταπίεση του σπιτιού μου, ίδια με την ανάγκη που παρακινεί τους εφήβους να αποδράσουν από το οικογενειακό περιβάλλον.

Μου ήταν σαφές ότι κατά μέγα μέρος αυτή η απόλαυση των ταξιδιών ήταν η εκπλήρωση αυτής ακριβώς της επιθυμίας να υπερνικήσω τη δυσαρέσκεια με το σπίτι και την οικογένεια. Όταν κανείς δει τη θάλασσα, διασχίσει τον ωκεανό, γνωρίσει πραγματικά πόλεις και χώρες που για χρόνια ήταν μακρινοί, απλησίαστοι πόθοι, νοιώθει σαν ήρωας που κατόρθωσε σπουδαία πράγματα. Θα μπορούσα τότε στην Ακρόπολη να ρωτήσω τον αδελφό μου:

«…θυμάσαι πώς στα νεανικά μας χρόνια κάθε μέρα πηγαίναμε από τον ίδιο δρόμο, από την οδό τάδε, στο γυμνάσιο, τις Κυριακές στο Πράτερ (πάρκο στο 2 τομέα της πόλεως της Βιέννης) ή σε μια από τις γνωστές εξοχές, όλο τις ίδιες, και τώρα είμαστε στην Αθήνα και στεκόμαστε στην Ακρόπολη»

Πράγματι πήγαμε πολύ μπροστά, και εάν γίνεται να συγκρίνει κανείς μικρό με μεγάλο, να μια αναφορά στο Ναπολέοντα: Κατά τη στέψη του στη Παναγία των Παρισίων εστράφηκε στον αδελφό του, πρέπει να ήταν ο μεγαλύτερος ο Ζωζέ, και παρατήρησε: «Τι θα έλεγε Monsieur notre Père εάν μπορούσε να ήταν εδώ τώρα» Εδώ έγκειται η λύση του μικρότερου προβλήματος, γιατί τότε στη Τεργέστη δεν μπορούσαμε να χαρούμε για το ταξίδι στην Αθήνα.

Προφανώς η ικανοποίηση ότι πήγαμε πολύ μπροστά συνδέεται με ένα σύμπλεγμα ενοχής. Πρόκειται για μια αδικία, πρόκειται για κάτι που από κάποια παλαιότερη εποχή έχει απαγορευτεί. Αυτό έχει να κάνει με τη νεανική κριτική στο πατέρα, με την υποτίμηση που αντικαθιστά την υπερβολική εκτίμηση του στη παιδική ηλικία. Μοιάζει σαν να έγκειται η ευτυχία κυρίως στο να υπερβεί κανείς το πατέρα, και παρ΄ όλα αυτά σαν να απαγορεύεται να θέλει κανείς να τον υπερβεί.

Αυτό ισχύει γενικά. Στη περίπτωση μας είναι το ιδιαίτερο ότι το θέμα της Αθήνας και της Ακροπόλεως αυτό καθ΄ αυτό συνεπάγεται την υπεροχή των γιών. Ο πατέρας μας ήταν έμπορος και δεν είχε γυμνασιακή εκπαίδευση. Η Αθήνα δεν είχε γι΄ αυτόν σημασία. Εκείνο που μας έκανε να μη μπορούμε να χαρούμε στο ταξίδι μας στην Αθήνα ήταν η επίγνωση του σεβασμού για το πατέρα μας.

Και τώρα δεν θα εκπλαγείτε που η ανάμνηση του συμβάντος στην Ακρόπολη με συνοδεύει συχνά από τότε που εγώ, γέρος τώρα πια, έχω ανάγκη από επιείκεια και δεν μπορώ να κάνω ταξίδια.

Ο Φρόιντ πέθανε τρία χρόνια αργότερα στις 23 Σεμπτεμβρίου του 1939 σε ηλικία 84 ετών.

Πηγή: filosofia.gr

Διαβάστε επίσης

Close