Ο Έλληνας στρατηγός που έλαβε μέρος σε επτά πολέμους. Τον γνωρίζετε;

Ο Έλληνας στρατηγός που έλαβε μέρος σε επτά πολέμους. Τον γνωρίζετε;

Ο στρατηγός Γεώργιος Στανωτάς ανήκει στην κατηγορία των Ελλήνων αξιωματικών-πολεμιστών που ουσιαστικά έγραψαν στα πεδία των μαχών την ιστορία της νεότερης Ελλάδας.

Ανατρέχοντας τη ζωή του είναι σαν να παρακολουθούμε ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ, διότι ο Στανωτάς δήλωσε παρών σε κάθε προσκλητήριο της πατρίδας.

Ο Γεώργιος Στανωτάς γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1888 στην Καστάνιτσα Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Φοίτησε στη Βαρβάκειο Σχολή, αλλά πολύ γρήγορα επέλεξε τη στρατιωτική ζωή, εμπνεόμενος από το πνεύμα της εποχής των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα.

Στις 6 Δεκεμβρίου 1909 κατατάχθηκε ως απλός ιππέας στο 2ο Σύνταγμα Ιππικού. Έλαβε μέρος στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο με το βαθμό του επιλοχία, συμμετέχοντας σε όλες σχεδόν τις μάχες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου (Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά, Οστροβο, Κορυτσά, Ιωάννινα).

Το καλοκαίρι του 1913 η Ελλάδα δέχθηκε την απρόκλητη επίθεση της, μέχρι πρότινος συμμάχου, Βουλγαρίας. Ο Στανωτάς συμμετείχε, με τον βαθμό του ανθυπασπιστή, στις μάχες του Κιλκίς-Λαχανά, Μπέλες και Κρέσνας -Τζουμαγιάς. Συμμετείχε στις επιχειρήσεις του ΕΣ στο Μακεδονικό Μέτωπο την περίοδο 1917-18 με τον βαθμό του ιλάρχου. Ο Στανωτάς δεν θα μπορούσε να είναι απών από τη μεγάλη εξόρμηση του έθνους για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Συμμετείχε στην αιματηρή μάχη του Παζάρκιοι στην οποία και διακρίθηκε. Η ίλη του κατέστη θρύλος ο οποίος πολύ γρήγορα ξεπέρασε τα στενά ελληνικά όρια.

Μετά την ήττα του ΕΣ και τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Στανωτάς επέστρεψε στην Ελλάδα. Δυστυχώς το διχαστικό κλίμα εκείνων των ημερών δεν άφησε ανεπηρέαστο τον Στανωτά, ο οποίος τον επόμενο χρόνο αποτάχθηκε από το στράτευμα χαρακτηριζόμενος ως «βασιλόφρων». Το 1927 όμως, ανεκλήθη και ανέλαβε χρέη επιτελάρχη της Μεραρχίας Ιππικού με έδρα τη Λάρισα. Τον Αύγουστο του 1929 τοποθετήθηκε διοικητής του 3ου Ιππικού Συντάγματος.

Στις 20 Δεκεμβρίου 1930 ο Γεώργιος Στανωτάς προήχθη σε συνταγματάρχη. Στα τέλη του 1933 τέθηκε επικεφαλής της Ταξιαρχίας Ιππικού. Προτεραιότητα του υπήρξε η διατήρηση της μαχητικής ικανότητας των ανδρών του. Γι’ αυτό το λόγο έδινε ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση, την οποία επέβλεπε προσωπικά. Η ισχύς του σχηματισμού του αποδείχθηκε τον Μάρτιο του 1935, όταν έλαβε εντολή να καταστείλει το βενιζελικό κίνημα στην περιοχή των Σερρών. Με υποδειγματική τάξη και συνοχή, προετοίμασε ταχύτατα την ταξιαρχία του και την οδήγησε στο θέατρο των επιχειρήσεων.

Στις 10 Μαρτίου διέλυσε τα, πιστά στον Βενιζέλο, στρατιωτικά σώματα που τέθηκαν απέναντί του, συντελώντας με αυτό τον τρόπο στην ανάκτηση του ελέγχου στην πόλη των Σερρών από την κυβέρνηση. Στις 20 Δεκεμβρίου 1938 προήχθη σε υποστράτηγο και τον επόμενο χρόνο ανέλαβε τη διοίκηση της Μεραρχίας Ιππικού με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Σε αυτή τη θέση τον βρήκε η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. H Mεραρχία του αποτέλεσε μια από τις καλύτερες μονάδες του ΕΣ, κατατροπώνοντας τόσο τους Ιταλούς αλπινιστές της «Τζούλια» στη μάχη της Πίνδου, όσο και τους Γερμανούς της επίλεκτης 73ης Μεραρχίας Πεζικού στο Πισοδέρι.

Στις 20 Απριλίου άρχισαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του αντιστρατήγου Γ. Τσολάκογλου και του Γερμανού στρατηγού Ζεπ Ντήτριχ, για την υπογραφή πρωτοκόλλου ανακωχής. Ο Γ. Στανωτάς δεν αποδέχθηκε τη συνθηκολόγηση. Ενώ οι διαλυτικές τάσεις είχαν κυριαρχήσει εκείνες τις ημέρες στον ΕΣ εκείνος διατήρησε τον σχηματισμό του ισχυρό και αξιόμαχο και τον οδήγησε με πλήρη τάξη στην περιοχή της Καλαμπάκας. Εκεί συγκρότησε ομάδες στρατιωτών ανά τόπο διαμονής, τοποθέτησε επικεφαλής αξιωματικούς και τους αποδέσμευσε με την πλήρη κατάρρευση του μετώπου (23 Απριλίου). Έτσι η νικηφόρος Μεραρχία Ιππικού αναγκάστηκε να αυτοδιαλυθεί χωρίς να έχει υποστεί καμία ήττα στο πεδίο της μάχης! Αρνούμενος πάντα να αποδεχθεί την ήττα του ΕΣ απεργαζόταν σχέδια μετάβασής του στη Μέση Ανατολή.

Παρακάτω καταγράφεται μια μαρτυρία η οποία συνέβαλε στην απόφασή αυτή. Τη μαρτυρία παραδίδει ο εγγονός του στρατηγού, Γεώργιος Στανωτάς, όπως την άκουσε από τον πατέρα του (και γιο του στρατηγού) Σταμάτιο Στανωτά: «Το 1943 λίγο πριν φύγει, κατέβαινε με το τραμ την Πανεπιστημίου. Σε μια στάση μπήκε μέσα ένας Ιταλός συνταγματάρχης, πρώην αιχμάλωτος του στρατηγού στις επιχειρήσεις της Πίνδου. Με το που βλέπει τον στρατηγό του κάνει ένα ευγενικό νόημα και πάει να τον χαιρετήσει, προφανώς ως ευγνωμοσύνη για τον ιπποτικό τρόπο με τον οποίο τον μεταχειρίστηκε ως αιχμάλωτος. Ο παππούς με το που τον βλέπει να έρχεται κατέβηκε από την πίσω πόρτα. Επιστρέφει σπίτι με δάκρυα, αυτά είναι λόγια του πατέρα μου, και λέει ‘’εγώ δεν μπορώ να κάτσω άλλο εδώ πέρα, θα φύγω, θα πάω στη Μέση Ανατολή γατί δεν δέχομαι αυτούς που νικήσαμε να τους έχω σήμερα κατακτητές’’. Αποφάσισε να φύγει παρά την ψυχολογική του φοβία για τη θάλασσα. Μάλιστα ταλαιπωρήθηκε για να φθάσει. Επιχείρησε να ταξιδέψει με μια ψαρόβαρκα, η οποία βούλιαξε λίγο μετά τον απόπλου και ο στρατηγός γύρισε πίσω. Ξαναπροσπάθησε, πήγε στην Τουρκία και συνελήφθη από τους Τούρκους. Κάποια στιγμή έφθασε στο Κάϊρο μισός άνθρωπος».

Στις 28 Μαϊου 1943 παρουσιάστηκε στο Ελληνικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και ανέλαβε καθήκοντα επόπτου των ελληνικών φρουραρχείων, μέλους του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου και στρατιωτικού επιθεωρητή των «εν Παλαιστίνη ελληνικών τμημάτων». Ξαφνικά και χωρίς καμία προφανή αιτία, ο Στανωτάς τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία, προαγόμενος σε αντιστράτηγο (6 Ιουνίου 1944).

Παρά τη δικαιολογημένη πίκρα του, ο Στανωτάς έδωσε ένα ακόμη μάθημα πατριωτισμού, υποβάλλοντας αναφορά διαθέσεως του έστω «..οπλίτου του Ιερού Λόχου». Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, στην Αθήνα, η οικογένειά του υπέφερε. Άνδρες της Πολιτοφυλακής του ΕΑΜ εισήλθαν βιαίως στην οικία του στρατηγού στην Κυψέλη (21-12-1944) αναζητώντας τον ίδιο και τα παιδιά του, Σταμάτιο και Μαρία. Δεν τους βρήκαν και συνέλαβαν την Αριστέα Στανωτά, σύζυγο του στρατηγού. Στη συνέχεια λεηλάτησαν την οικία. Στις 7 Ιανουαρίου 1945 ακυρώθηκε η αποστρατεία του Γ. Στανωτά και ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία, προκειμένου να επαναπατρισθεί.

Τον Απρίλιο του 1947 ο Γ. Στανωτάς τοποθετήθηκε Στρατιωτικός Διοικητής Πελοποννήσου. Επρόκειτο για μια θέση εξαιρετικά δύσκολη τόσο λόγο της έντονης δραστηριότητας των ανταρτών όσο και των εκτεταμένων αντεκδικήσεων στις οποίες προέβαιναν ομάδες εθνικοφρόνων. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τις συχνές αντικαταστάσεις (σχεδόν κάθε μήνα) των προκατόχων του. Παρά τις δυσχέρειες ο Στανωτάς προσπάθησε να επιβάλλει ένα πνεύμα ανεκτικότητας και συμβιβασμού. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν οι προκηρύξεις του προς τους «παραπλανηθέντας ενόπλους», οι οποίες αποτελούσαν ένα είδος διαβατηρίου για τους αντάρτες, ώστε να αμνηστευτούν. Παράλληλα απαγόρευσε, λαμβάνοντας αυστηρά μέτρα, κάθε είδους αυτοδικία και έλεγξε στο μέτρο του δυνατού τις ακροδεξιές ομάδες που ευδοκιμούσαν στην περιοχή. Ίσως τελικά αυτή η συγκαταβατική στάση να στοίχισε και τη θέση του, καθώς ο Γ. Στανωτάς αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Μαντά στις 3 Δεκεμβρίου 1947.

Σύμφωνα πάντως με άρθρα της εποχής, το έργο του κρίνεται ως απόλυτα επιτυχημένο, καθώς την περίοδο Μαΐου-Δεκεμβρίου 1947 τέθηκαν εκτός μάχης 700 (νεκροί, αιχμάλωτοι, τραυματίες, αμνηστευθέντες) από τους συνολικά 1.000 ένοπλους αντάρτες που δρούσαν στην Πελοπόννησο. Το 1948 ο Γ. Στανωτάς αποστρατεύθηκε έχοντας συμπληρώσει 40 χρόνια υπηρεσίας προς την πατρίδα. Θεωρώντας πάντοτε τον εαυτό του απλό στρατιώτη, αρνήθηκε τις επίζηλες θέσεις που του προσφέρθηκαν.

Την δεκαετία του ’50, ο βασιλιάς Παύλος τον ζήτησε ως υπασπιστή. Η απάντηση του παλαίμαχου αξιωματικού, σύμφωνα με τους οικείους, ήταν η εξής: «Δεν είμαι διατεθειμένος να πάω γιατί δεν θέλω να αλλάζω στολές. Δεν μου αρέσουν τα καραγκιοζιλίκια, οι στολές και τα πούπουλα». Το 1959 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέσω του πρώην επιτελάρχη του Γ. Στανωτά, Σόλωνα Γκίκα, προσέγγισε τον βετεράνο μαχητή και του προσέφερε υπουργική θέση. Ο Στανωτάς απέρριψε και αυτή την προσφορά, λέγοντας: «Δεν έχω καμία σχέση με την πολιτική, δεν γνωρίζω το αντικείμενο, είμαι στρατιωτικός».

Στις 27 Δεκεμβρίου 1965 ο στρατηγός Ιππικού Γεώργιος Στανωτάς αναχώρησε για το μεγάλο ταξίδι προκειμένου να συναντήσει τους συμπολεμιστές του στα πεδία των μαχών της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Μικράς Ασίας, της Β.Ηπείρου και της Αλβανίας.

Νίκος Γιαννόπουλος ιστορικός

Διαβάστε επίσης

Close