Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄: Η ομιλία του στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Αγία Λαύρα

Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄: Η ομιλία του στην έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Αγία Λαύρα

Γεννήθηκε στη Δημητσάνα, γιος του Ιωάννη Γκόζια, χρυσοχόου και αγρότη και της Κανέλας Κουκουζή ή Κουκουζοπούλου, ενώ το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Είχε έναν αδελφό και τέσσερις αδελφές.

Φοίτησε αρχικά στη φημισμένη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και μετέπειτα στη Σχολή της Σμύρνης. Χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Γερμανός από τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο. Στις αρχές του 1797 μετέβη στη Σμύρνη και υπηρέτησε δίπλα στον μητροπολίτη Γρηγόριο που ήταν συμπατριώτης και θείος του (ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄), τον οποίον και ακολούθησε στη Κωνσταντινούπολη και στη μετέπειτα εξορία του στο Άγιο Όρος, γενόμενος αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ.

Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα στην περίφημη Πατριαρχική Σχολή Ξηροκρήνης. Το 1804, ο Γερμανός συμμετείχε σε μια ομάδα από καθηγητές και μαθητές της Πατριαρχικής Σχολής Ξηροκρήνης, η οποία επιμελήθηκε και εξέδωσε ελληνικό λεξικό, το οποίο αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης».

Στις αρχές του 1806 επί πατριαρχίας του Γρηγορίου, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εκλέχθηκε μητροπολίτης Παλαιών Πατρών όπου και ανέλαβε καθήκοντα (ενθρόνιση) τον Μάιο του ίδιου έτους με ιδιαίτερη εντολή να καθησυχάσει τα πνεύματα των εκεί Χριστιανών σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης, μετά τους τρομερούς πατριαρχικούς αφορισμούς κατά των Κλεφτών που είχαν επιδράσει δυσμενώς.

Έτσι ο νέος ιεράρχης επέδειξε μία αξιοθαύμαστη λεπτή διπλωματία που δεν άργησε να καταξιωθεί επ΄ αυτού και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των τότε “ραγιάδων” αλλά και των Τούρκων του Μωριά. Πολλές φορές μέχρι το τέλος της ζωής του κλήθηκε ως δικαστής (κριτής) να επιλύσει διαφορές μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων προυχόντων ή και μεταξύ Ελλήνων.

Το Νοέμβριο του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα. Ο Γερμανός σε συνεργασία με τους Παπαρρηγόπουλο και Βλασόπουλο κατόρθωσε να πείσει τον Αλή να συνεχίσει τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου και ότι δήθεν μεσολαβούσε προς τη Ρωσία ώστε αυτή να υποστηρίξει τον Αλή.
Πρωτοστάτησε στη δημιουργία μιας πολιτικής οργάνωσης και τη συγκέντρωση χρημάτων για την προετοιμασία της επανάστασης.

Οι μυστικές αυτές κινήσεις γίνονταν υπό τον συνθηματικό τίτλο της “ίδρυσης επιστημονικής σχολής” και έτσι αναφέρονταν στην αλληλογραφία. Σώζεται κατάλογος ιδιόγραφος από τον Γερμανό με τα ονόματα των 31 προσωπικοτήτων της Πελοποννήσου και τις συνεισφορές τους υπέρ της «κοινής επιστημονικής σχολής». Εκεί αναφέρεται ότι “Ο άγιος Παλαιών Πατρών κυρ-Γερμανός αφιεροί εις το σχολείον έν μούλκι”, δηλ. κτήμα, που απέφερε ετήσιο εισόδημα 2.000 γρόσια.

Περί τα τέλη του 1820 έφτασε στην Πελοπόννησο ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας με οδηγίες και έγγραφα και με τη διάθεση να ξεσηκώσει την επανάσταση το συντομότερο. Ο Γερμανός και οι πρόκριτοι θεώρησαν πρόωρο και επικίνδυνο το ξεκίνημα της επανάστασης στις αρχές του 1821. Στη μυστική συνέλευση της Βοστίτσας, (στις 20 – 30 Ιανουαρίου του 1821), ο Γερμανός διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για την ετοιμότητα για έναρξη της επανάστασης, αμφισβητώντας τα επιχειρήματα του Παπαφλέσσα με συνέπεια να έρθει σε σύγκρουση. Από τα απομνημονεύματά του φέρεται, εκείνη την περίοδο, να ήταν ιδιαίτερα διστακτικός, ζητώντας προηγουμένως την επαλήθευση των διάφορων φημών περί της πραγματικής στάσης της Ρωσίας, όπως και άλλων δυνάμεων της Ευρώπης.

Στα μέσα Μαρτίου βρισκόταν στα Νεζερά (ονομασία ορεινών χωριών, που βρίσκονται στις πλαγιές του Ερύμανθου και στους νότιους πρόποδες του Παναχαϊκού), όταν έλαβε γράμμα από τον Νικόλαο Λόντο και τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο να σπεύσει στην Πάτρα, επειδή «κινδυνεύει όλη η πόλις», από τους Τούρκους. Στις 22 Μαρτίου 1821 βρέθηκε στην Πάτρα, όπου στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου ευλόγησε τα όπλα των αγωνιστών. Ενώ συνεχιζόταν η πολιορκία του φρουρίου των Πατρών, όπου είχαν κλειστεί οι Τούρκοι, ο Γερμανός απηύθυνε έγγραφο προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στην πόλη, στο οποίο, αφού τόνιζε ότι «απεφασίσαμεν σταθερώς ή ν’ αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν», ζητούσε «την εύνοιαν και την προστασίαν» του κράτους τους.

Σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη εξιστόρηση των γεγονότων, στις 25 Μαρτίου του 1821 ο Γερμανός ύψωσε τη σημαία του αγώνα και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, που χρησιμοποιούνταν ως σημείο συγκέντρωσης προεστών, οπλαρχηγών και κληρικών την περίοδο αυτή. Η γαλλική εφημερίδα Journal de Savoie, σε ανταπόκριση της 25 Μαΐου 1821 από τη Βιένη, αναφέρει:

“Ο αρχιεπίσκοπος της Πάτρας στην ομιλία του προς τους Έλληνες, στο μοναστήρι του όρους Βελιά, αφού εκφώνησε στους υπόδουλους Έλληνες πολλά αποσπάσματα από τους προφήτες, ανακοίνωσε ότι με το Σταυρό μπροστά και τα όπλα στα χέρια οι χριστιανοί θα βαδίσουν προς τον Θείο σκοπό τους. Για το λόγο αυτό τους απάλλαξε από τη νηστεία της Σαρακοστής”.

Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1821, βρέθηκε στη Ζαράκοβα (σημερινό Μαίναλο Αρκαδίας), όπου προσπάθησε να συμφιλιώσει τους προκρίτους με τον Δημήτριο Υψηλάντη, όταν δημιουργήθηκε κρίση στις σχέσεις τους εξαιτίας διαφωνιών για την πολιτική οργάνωση του Αγώνα. Έλαβε ενεργό μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 – 16 Ιανουαρίου 1822) και με εντολή της έφυγε για την Ιταλία στις 26 Οκτωβρίου 1822 με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, με σκοπό του να επιτύχουν την ηθική και υλική συνδρομή του Πάπα στην ελληνική υπόθεση.

Αποκαρδιωμένος από την αποτυχία των επαφών του στην Ιταλία, επέστρεψε στην Πελοπόννησο τον Ιούλιο του 1824, σε μία περίοδο που οι εμφύλιες συγκρούσεις βρίσκονταν στην οξύτερη φάση τους και διαγραφόταν η απειλή ένοπλης σύγκρουσης. Με γράμμα του προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού (πρωθυπουργό) Γεώργιο Κουντουριώτη προσπάθησε και πάλι να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις, παρά την απογοήτευσή του για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και την πικρία του για τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί από τον Γιάννη Γκούρα. Tο 1826, όμως, εκλέχθηκε μέλος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο και διηύθυνε ως πρόεδρος τις εργασίες της (6-16 Απριλίου), που διαλύθηκαν πρόωρα, λόγω της πτώσης του Μεσολογγίου.

Ο Γερμανός, μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, απεδήμησεν εις Κύριον στις 30 Μαΐου 1826, στο Ναύπλιο, ύστερα από ολιγοήμερη λοιμώδη ασθένεια. Τα «Απομνημονεύματα», που κατέλιπε, πολύτιμα για τα πρώτα χρόνια του Αγώνα, αναφέρονται στα γεγονότα ως το τέλος του 1822 και διακρίνονται για τη νηφαλιότητα του συντάκτη τους, που σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις τον εγκαταλείπει.

Η ομιλία της 8 Μαρτίου 1821
Εξ όσων γνωρίζουμε, η πρώτη δημοσίευση της ομιλίας της 8/20 Μαρτίου (Παλαιό/Νέο Ημερ/γιο) έγινε στην Le Constitutionnel την 6 Ιουνίου 1821 (Ν.Ημ.). Σήμερα το κείμενο διατίθεται ελεύθερα στην ψηφιοποιημένη εφημερίδα στο gallica.bnf.fr και στο books.google.gr. Στην Ελλάδα αυτή η ομιλία έγινε αρχικά γνωστή το 1966 με μια δημοσίευση στο «Βήμα». Το 1988 δημοσιεύτηκε μεταφρασμένη στην εφημερίδα Φωνή των Καλαβρύτων και το 1993 σε φυλλάδιο που εξέδωσε η Ιερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.

Διακήρυξις του Γερμανού, εξάρχου της πρώτης κατά την τάξιν Αχαΐας, αρχιεπισκόπου Πατρών, προς τον Κλήρον και τους πιστούς της Πελοποννήσου, η οποία εξεφωνήθη εντός της Μονής των Αδελφών της Λαύρας του όρους Βελιά την 8ην (20ην) Μαρτίου 1821

”Πολυαγαπημένοι μας αδελφοί, ο Κύριος, ο οποίος ετιμώρησε (ενν. διά της υποδουλώσεως εις τον κατακτητήν) τους πατέρας μας και τα τέκνα των, σας αναγγέλλει διά του στόματός μου το τέλος των ημερών των δακρύων και των δοκιμασιών. Η φωνή Του είπε ότι θα είσθε ο στέφανος του κάλλους Του και το διάδημα της Βασιλείας Του. Η αγία Σιών δεν θα παραδοθή πλέον εις την ερήμωσιν (Ησαΐα, 62,3).

Ο ναός του Κυρίου, ο οποίος εβεβηλώθη, ωσάν ένας άθλιος χώρος, τα σκεύη της δόξης, τα οποία εσύρθηκαν εις τον βούρκον (Α Μακαβ. 2, 8-9), θα γίνουν καταιγίς. Η άβυσσος την άβυσσον επικαλείται (Ψαλμ. 41,8) η παλαιόθεν (δηλ. η εγνωσμένη) ευσπλαγχνία του Κυρίου (Θρήνοι Ιερεμίου 5,1) θα επισκιάση τον Λαόν Του.

Η φυλή των Τούρκων υπερέβη το μέτρον των ανομιών, η ώρα του καθαρμού έφθασε, συμφώνως προς τον λόγον του Αιωνίου: «να πετάξης έξω, να διώξης, τον σκλάβον και τον υιόν του» (Γενεσ. 21,10).

Να είσθε, λοιπόν, αγαπημένοι, ω γένος των Ελλήνων, φυλή Ελληνική, (ενν, καθώς είσθε) δύο φορές δοξασμένοι από τους Πατέρες σας, οπλισθήτε με τον ζήλον του Θεού, έκαστος εξ υμών ας ζωσθή την ρομφαίαν του, διότι είναι προτιμώτερον να αποθάνη τις με τα όπλα ανά χείρας, παρά να καταισχύνη τα ιερά της Πίστεώς του και την Πατρίδα του (Ψαλμ. 44,4). Εμπρός λοιπόν «ας συντρίψωμεν τα δεσμά, τον ζυγόν ο οποίος επικάθηται επί την κεφαλήν μας» (Ψαλμ. 2,3), διότι είμεθα οι κληρονόμοι του Θεού και οι συγκληρονόμοι του Ι. Χριστού (Ψαλ. 8,17).

Οι άλλοι, και όχι εμείς οι Ιερωμένοι (κατά λέξιν: εκτός του Ιερατείου σας), θα σας ομιλήσουν διά την δόξαν των προγόνων σας. Εγώ όμως θα σας επαναλάβω το όνομα του Θεού, προς τον Οποίον οφείλομεν αγάπην ισχυροτέραν και από τον θάνατον (Άσμα Ασμάτων 8,6).

Αύριον, ακολουθούντες τον Σταυρόν, θα βαδίσωμεν προς αυτήν την πόλιν των Πατρών, της οποίας η γη είναι ηγιασμένη από το αίμα του ενδόξου Μάρτυρος Αποστόλου Αγίου Ανδρέου. Ο Κύριος θα εκατονταπλασιάση το θάρρος σας. Ίνα δε προστεθούν εις υμάς αι αναγκαίαι δια να αναζωογονηθήτε δυνάμεις, σας απαλλάσσω από την νηστείαν της Τεσσαρακοστής, την οποίαν τηρούμεν.

Στρατιώται του Σταυρού, ό,τι καλείσθε να υπερασπισθήτε, είναι αυτό τούτο το θέλημα του Ουρανού! Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος να είσθε ευλογημένοι και συγκεχωρημένοι από πάσας τας αμαρτίας σας”.

Πηγές: antibaro.gr, sansimera.gr, wikipedia.org

Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κάπλα

Διαβάστε επίσης

Close