Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: ένας ζωγράφος άστεγος, περιπλανώμενος και παραμυθάς με σπουδαίο "ελληνικό" έργο!

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: ένας ζωγράφος άστεγος, περιπλανώμενος και παραμυθάς με σπουδαίο “ελληνικό” έργο!

Ηταν ένας ζωγράφος άστεγος, περιπλανώμενος και παραμυθάς, τραυλός και αριστερόχειρας. Είχε φερσίματα παράξενα. Ταξίδεψε απο τη μιά ακτή του Αιγαίου στην άλλη, ντυμένος με φουστανέλα, εκεί που όλοι φοράγανε νησιώτικη βράκα.

Είχε μανία με ήρωες και πολεμιστές, ζωγράφιζε σε μαγαζιά που πουλούσαν τρόφιμα για να ζήσει κι έδινε παραστάσεις στο δρόμο ντυμένος Μεγαλέξανδρος, έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε αυτοσχέδια ηρωικά τραγούδια
.
Ηταν πράγματι έτσι ο Θεόφιλος;

Ποτέ δεν θα μάθουμε αν υπέφερε απο τήν επιλογή του να ζήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, ή αν ήταν ευτυχής, ετσι όπως είχε καταφέρει να μπαινοβγαίνει απο τον φανταστικό στον πραγματικό κόσμο, αλλάζοντας με άνεση ρόλους με όλους τούς παλικαράδες κι εραστές της Ιστορίας και της Μυθολογίας.

O Θεόφιλος, που αποκαλούνταν και τσολιάς, γεννήθηκε γύρω στο 1867 στη Βαρειά, 3,5 χιλιόμετρα έξω απο τη Μυτιλήνη, όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σε εφηβική ηλικία πήγε στη Σμύρνη, οπου έζησε ζωγραφίζοντας και κάνοντας διάφορες χειρονακτικές δουλειές.
Πολέμησε ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.Από τη Σμύρνη πήγε στο Βόλο,οπου περιπλανήθηκε για περίπου 20 χρόνια ντυμένος τσολιάς η Μεγαλέξανδρος.

Το 1925 επιστρέφει στη Λέσβο, οπου το 1930 τον εντοπίζει ο Ελευθεριάδης που του παραγγέλνει να ζωγραφίζει τα θέματά του πάνω σε ύφασμα.
Ο Θεόφιλος του παρέδωσε 125 εργα απο τα οποία τα 37 εκτίθενται στο ΜΟυσείο Teriade και 86 στο μουσείο Θεόφιλου.
Ο Θεόφιλος πέθανε το 1934 όταν ηταν 60 χρονών.

Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραψε για τον Θεόφιλο:

“…Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό.

Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία.

Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστατική αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου.

Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Eδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα…”

Ο Γιώργος Σεφέρης:

“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε.

Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα.

Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια.

Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.

Θυμούμαι πάντα το Θεόφιλο όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη. Σας έλεγα πως ο Μακρυγιάννης είναι από τις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου ελληνισμού, το ίδιο πιστεύω και για το Θεόφιλο, αν η λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματική μορφή. Κι αυτή η μόρφωσή τους είναι εξαιρετικά έντονη και δραστήρια. Είναι καταπλητική η έμφυτη ανάγκη που έχουν να εκφραστούν. Εκμηδενίζει όλες τις δυσκολίες.

Θυμάται κανείς κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν πιάσει η ρίζα τους, προχωρούν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ο Μακρυγιάννης δημιουργεί έκφραση σε κάθε του ώρα. Και με πετραδάκια της θάλασσας (Β΄ 351) ακόμη κάθεται και γράφει την ιδέα του στο χώμα του περιβολιού του, και συμπληρώνει τη σκέψη της μέρας με τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο του”.

Δείτε το πολύ ωραίο video:

Διαβάστε επίσης

Close