Γιατί η κλασική μουσική μας φαίνεται πένθιμη;

Γιατί η κλασική μουσική μας φαίνεται πένθιμη;

Η σύνθετη αρχιτεκτονική των έντεχνων έργων της Δύσης ξένη προς τα ακούσματα του μέσου Ελληνα

Το ζήτημα είναι νομίζω αρκετά γνωστό: Κάθε φορά που έρχεται η Μεγάλη Εβδομάδα αυξάνονται κατακόρυφα οι ώρες που στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση ακούγονται έργα των συνθετών της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής των προηγουμένων δύο- τριών αιώνων. Η διαδικασία αυτή σταματά απότομα μετά το τέλος εκείνων των ημερών και η μουσική στην οποία αναφερόμαστε αντικαθίσταται από άλλα ακούσματα. Αυτή η προσωρινή εικόνα δεν είναι παρά μία ένδειξη μιας γενικότερης άποψης που υπάρχει στο μυαλό πολλών γύρω μας και που, σύμφωνα με αυτήν, η κλασική μουσική είναι «βαριά», «πένθιμη», «δυσνόητη».

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί συνδέονται ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν με το πένθος; Γιατί φαίνονται σε πολλούς ακαταλαβίστικοι; Για όλους εμάς που έχουμε αγαπήσει αυτούς τους συνθέτες, η απάντηση θα μπορούσε να είναι κάτι πολύ εύκολο: «Είναι θέμα παιδείας…». Σε αυτό όμως το κείμενο δεν θα ακολουθηθεί μια τόσο απλοϊκή όσο και απόλυτη θέση, ακόμη και αν έχει κάποια αλήθεια μέσα της. Αντίθετα, θα είχε ίσως ενδιαφέρον να κατανοηθεί η απόσταση που χωρίζει τον μέσο ακροατή στη χώρα μας από αυτήν τη μουσική.

Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης τα τελευταία περίπου χίλια χρόνια άφησε πολύ βαθιά χνάρια στο σώμα της μουσικής, για να μην πούμε ότι την άλλαξε εντελώς. Μία καινούργια έννοια, ένας πρωτόγνωρος τρόπος σύνθεσης, η πολυφωνία, αναπτύχθηκε σταδιακά από το τέλος του Μεσαίωνα και έδωσε φωνητικά έργα απίστευτης τεχνικής συνθετότητας την εποχή της Αναγέννησης.

Οι συνθέτες των εποχών εκείνων έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στη δημιουργία μουσικών αρχιτεκτονημάτων, γραπτών έργων στα οποία η εξαιρετική μαστοριά στο κτίσιμο πολλών ταυτόχρονων μελωδιών δημιουργούσε την αίσθηση μιας πνευματικής καθαρότητας.

Στους αιώνες που ακολούθησαν, στις εποχές του Μπαρόκ, του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού, η μουσική έμελλε να εκφράσει όλο και περισσότερο το υποκειμενικό συναίσθημα. Το ενδιαφέρον για το αρχιτεκτόνημα όχι μόνο δεν υποχώρησε, αντίθετα δημιουργούνταν όλο και πιο σύνθετες δομές (κοντσέρτο, συμφωνία, κουαρτέτο εγχόρδων κ.λπ.), οι οποίες επέτρεπαν στον δημιουργό να μιλήσει με μια ιδιαίτερα προσωπική, συχνά υπαρξιακή ένταση.

Ετσι δημιουργήθηκε μια μουσική εξαιρετικά πλούσια σε αισθήσεις και σε στοχασμό. Φτάνοντας στον 20ό αιώνα, μπορούμε να πούμε πως εδώ η μουσική είναι όντως δυσνόητη, καθώς συχνά ο κάθε συνθέτης δημιουργεί και νοηματοδοτεί έναν προσωπικό ηχητικό κόσμο.

Η έννοια της δυτικής πολυφωνίας είναιμε λίγες εξαιρέσεις- στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου ολότελα ξένη. Ποτέ δεν ευδοκίμησε, ποτέ δεν αναπτύχθηκε εδώ. Για κάποιους αυτό είναι κάτι αρνητικό· μία ακόμη ένδειξη ότι ο τόπος αυτός έμεινε πίσω την εποχή που οι Δυτικοί προχωρούσαν με άλματα στις τέχνες και στις επιστήμες. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι κάτι αρνητικό, η μονοφωνία έχει τη δική της ομορφιά, αφήνει τη μουσική να διεισδύσει σε ιδιαίτερες περιοχές του πνεύματος και του συναισθήματος, εκεί όπου η πολυφωνία δεν μπορεί.

Ολες οι μεγάλες κλασικές παραδόσεις της Ανατολής, από την Ινδία και τους Πέρσες ως τους Αραβες και το Βυζάντιο, ανέπτυξαν τη μονοφωνία. Η μονοφωνική διαδικασία δεν είναι βέβαια απόλυτη, συχνά συναντάμε σε κάποιες από εκείνες τις μουσικές κάποια στοιχεία αυτοσχεδιαστικής πολυφωνίας. Ενα πολύ ξεκάθαρο χαρακτηριστικό των παραδόσεων αυτών είναι η ατέρμονη, η ατελεύτητη μελωδικότητα, η οποία σχετίζεται με την αναζήτηση της εμπειρίας του αιώνιου για την ανθρώπινη ψυχή.

Πολύ συχνά π.χ. στην ινδική μουσική- η συνεχής μελωδία συνυπάρχει με πολύ έντονα ρυθμικά στοιχεία μέσα από την εξαντλητική χρήση κρουστών οργάνων, έτσι η μουσική αποκτά έναν αισθησιακό, γήινο χαρακτήρα, ο οποίος συνυπάρχει με τον πνευματικό.

Η αντιπαράθεση Ανατολής- Δύσης, είτε αποτελεί μια χειροπιαστή πραγματικότητα είτε μια φαντασιακή σύλληψη, δίνει σε μεγάλο βαθμό μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα που βάλαμε στην αρχή του κειμένου αυτού. Ο μέσος ακροατής στη χώρα μας δυσκολεύεται να δεχθεί τη σύνθετη αρχιτεκτονική των έντεχνων ευρωπαϊκών μουσικών έργων, όπως επίσης και τον υπαρξιακό και στοχαστικό χαρακτήρα ο οποίος συχνά αναπτύσσεται εκεί. Ολα αυτά του φαίνονται βαριά και υπερβολικά καθώς δεν έχει συνηθίσει να έχει τέτοιες αξιώσεις από την τέχνη της μουσικής.

Φέρει στη μνήμη του ακούσματα πιο ανατολίτικα, όπως το δημοτικό τραγούδι, όπου η αρχιτεκτονική είναι πολύ πιο ελαφρά, τα μεγέθη πιο μικρά και η αποτύπωση του συναισθήματος γίνεται με πολύ άμεσο και διαυγή τρόπο, δίχως την αναλυτικότητα που χαρακτηρίζει συχνά τα έργα της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν έντονες διαφορές ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή σε σχέση με τον τρόπο φανέρωσης του εσωτερικού ανθρώπινου κόσμου.

Ετσι, ενώ για τον δημιουργό της Δύσης είναι σημαντική τόσο η αποτύπωση των προσωπικών συναισθημάτων, των αισθήσεων και του πνευματικού στοιχείου όσο και το κτίσιμο ενός σχεδόν απτού νοητικού οικοδομήματος, ο άνθρωπος της Ανατολής επιζητεί να σπάσει τα δεσμά που τον ενώνουν με τον υλικό κόσμο και να απελευθερωθεί- με τη βοήθεια της θρησκευτικής πίστης ή της μυθολογίας- σε άλλα επίπεδα συνειδητότητας, πέρα από το υποκειμενικό. Κάποιος ακροατής που έχει γαλουχηθεί με ανατολικά ακούσματα μπορεί να νιώσει ανοίκεια ερχόμενος σε επαφή με τον έντονο ορθολογισμό που ενυπάρχει στο δυτικό μουσικό οικοδόμημα, όσο και με τον διάχυτο συναισθηματικό- υπαρξιακό χαρακτήρα.

Αυτή η ανοικειότητα του δημιουργεί την εντύπωση του «πένθιμου», καθώς δεν βρίσκει στη δυτική μουσική τις διαφυγές προς το υπερ-υποκειμενικό που θα τον απελευθέρωναν ψυχικά και πνευματικά.Η διαφυγή προς το υπερ-υποκειμενικό, το αίσθημα της απελευθέρωσης του νου και της ψυχής, συναντώνται εξαιρετικά συχνά στην κλασική μουσική της Δύσης, απλά φανερώνονται με άλλον τρόπο, μέσα από εντελώς διαφορετικές τεχνικές.
Ολες οι σκέψεις που αναπτύχθηκαν παραπάνω επιχείρησαν να απαντήσουν στο αρχικό μας ερώτημα μέσα από το ψάξιμο σε αυτό που θα ονομάζαμε συλλογική μνήμη, σε αυτό που δρα μέσα μας με τρόπο ασυνείδητο.

Τώρα, για να ξαναγυρίσουμε στην καθημερινή πραγματικότητα, ο σύγχρονος μέσος ακροατής σπάνια θα ακούσει δημοτική ή βυζαντινή μουσική, καθώς και αυτά τα ακούσματα- για κάποιους άλλους λόγουςτου φαίνονται παράξενα, παράταιρα. Το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που ακούγεται γύρω μας σχετίζεται με αυτό που θα λέγαμε «κουλτούρα της κατανάλωσης». Στα περισσότερα από αυτά τα ακούσματα υπάρχουν σε πολύ μειωμένο βαθμό όλες οι αρετές που συναντήσαμε στις αυθεντικές παραδόσεις τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής.

Οι μουσικές με σαφή καταναλωτικό προσανατολισμό χαρακτηρίζονται από μια απόπειρα συγκάλυψης της ανθρώπινης πολυπλοκότητας μέσα από μια απλοϊκή και επιδερμική αισθηματολογία. Αντίθετα, οι αυθεντικές μουσικές παραδόσεις, απ΄ όπου και αν προέρχονται, λειτουργούν απο-καλυπτικά σε σχέση με όλα εκείνα που αφορούν τον άνθρωπο, φτάνοντας ως το θεμελιακό υπαρξιακό ζήτημα, εκείνο του θανάτου και της υπέρβασής του. Είναι εντελώς φυσιολογικό ένας ακροατής να μην έχει βρει τον χρόνο ή τη διάθεση να εμβαθύνει στις μουσικές του εμπειρίες.

Είναι όμως επίσης αρκετά πιθανό ο συγκεκριμένος ακροατής να βιώσει ως «πένθιμη» ή «δυσνόητη» κάποια μουσική που έχει δημιουργηθεί δίχως αυταπάτες και ευκολίες. Είναι σημαντικό να δούμε πώς η κουλτούρα της κατανάλωσης αποδυναμώνει σιγά σιγά το εύρος των ψυχικών μας δυνατοτήτων και τυποποιεί τελικά εμάς τους ίδιους.

Αντίθετα η κλασική μουσική διευρύνει τις ικανότητες αντίληψης και συναίσθησης της πραγματικότητας που μας περιβάλλει, καθώς πλουτίζει τον εσωτερικό μας κόσμο με ιδιαίτερες αισθήσεις και εικόνες. Δημιουργείται έτσι ένας χώρος αρμονίας μέσα μας, ο οποίος δρα εξισορροπητικά σε σχέση με τις δυσκολίες που η καθημερινότητα φέρνει εμπρός μας. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι όμως αντικείμενο ενός άλλου κειμένου… *

Αναστάσης Φιλιππακόπουλος, Συνθέτης
ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ

Πηγή: antifono.gr

Διαβάστε επίσης

Close