Άδειο ποτήρι, από τον Βαγγέλη Μάγειρο

Άδειο ποτήρι, από τον Βαγγέλη Μάγειρο

Κατέβηκε από το κόκκινο ποδήλατο και το ακούμπησε προσεκτικά στο μικρό δεντράκι, που με έντονη στοργή φρόντιζε το κατάστημα αρωμάτων.

Έριξε την τσάντα του στον έναν ώμο, και βούλιαξε το χέρι του μέσα στο χάος της μπροστινής τσέπης προσπαθώντας να βρει τα κλειδιά για να το ασφαλίσει. Αφού γέλασε και ειρωνεύτηκε τον εαυτό του, τα ανέσυρε από την αριστερή τσέπη της βερμούδας του.

Αυτό το μικρό και καθημερινό λάθος είχε γίνει για αυτόν μέρος της ρουτίνας του, λες και ο εαυτός του, του επέβαλε να το επαναλαμβάνει κάθε πρωί έξω από την αγαπημένη του καφετέρια.

Το βλέμμα του γύριζε ανάμεσα σε άδεια και γεμάτα τραπέζια. Σε λίγες στιγμές θα γινόταν μέρος αυτού του υπέροχου μικρόκοσμου. Θα έμοιαζε πολύ με τον πενηντάρη κύριο που διάβαζε κάθε πρωί την εφημερίδα του στο αγαπημένο του τραπέζι, που τέτοια αγάπη του είχε, που αν το έβλεπε γεμάτο άλλαζε μαγαζί χωρίς δεύτερη σκέψη.

Μπορεί να θύμιζε και κάτι από το χαμογελαστό τυφλό γκριζομάλλη, που μέσα από το άρωμα του ελληνικού καφέ που ρουφούσε με ηδονή, σχημάτιζε χρώματα και σχήματα μέσα στο μυαλό του και έπλαθε τον κόσμο όπως και εμείς θα έπρεπε να τον πλάσουμε.

Τίναξε το δερμάτινο λουρί της γκρίζας ρετρό τσάντας και ανέσυρε από τον πάτο την πλαστική σακούλα του σούπερ μάρκετ, μέσα στην οποία ευλαβικά ήταν τυλιγμένο το καινούργιο του βιβλίο. Αφού χάζεψε το μαύρο με χρυσά γράμματα εξώφυλλο, το άνοιξε και ο εαυτός του βούλιαξε μέσα σε γράμματα και λέξεις.

Ο καφές του δεν άργησε να φτάσει. Δε χρειαζόταν πλέον να παραγγέλνει. Η σερβιτόρα ήξερε ακριβώς τι χρειαζόταν και τι είχε ανάγκη. Κάπως έτσι κατάλαβε ότι ήταν πλέον δικός τους. Ένας απ’ αυτούς. Τον είχαν καλωσορίσει.

Ρουφούσε με δύναμη τον καφέ ελπίζοντας να πνιγεί μέσα σε μία γερή δόση καφεΐνης την ώρα που θα χανόταν μέσα σε κάποιο απαγορευμένο Σονέτο. Γιατί γι’ αυτόν, ο έρωτας ήταν απαγορευμένος. Πολυτέλεια των τολμηρών και των συνειδητοποιημένων.

Αυτών που αγάπησαν το ΄΄εγώ΄΄ και έτσι κέρδισαν το ΄΄θέλω΄΄. Που δεν κλείστηκαν μέσα σε κελιά ανασφάλειας, κομπλεξικών δεσμοφυλάκων. Που λάτρεψαν αλυσίδες σφαλμάτων για να μπορέσουν να τις σπάσουν. Και οι αλυσίδες του ήταν ακόμα γερά ασφαλισμένες.

Το βλέμμα του σηκωνόταν πολλές φορές και χανόταν μέσα στην αναζήτηση της επιθυμίας. Περίμενε για ακόμη μία μέρα να δει μήπως και περάσει από μπροστά του. Δεν ήλπιζε σε πολλά. «Γεια σου κορίτσι. Καλά είμαι εσύ; Εδώ διαβάζω. Χάρηκα που σε είδα. Θα τα πούμε». Αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν. Μία ανάσα μέσα στο χωρίς νόημα χάος του. Αλλά δε θα γινόταν ούτε σήμερα.

Θα παρέμενε για ακόμη μία μέρα ένας του μικρόκοσμου. Ο νεαρός με το βιβλίο και τα ψεύτικα μυωπικά γυαλιά. Που μέσα από στοίχους και φράσεις άλλων, προσπαθούσε να κατακτήσει τα πάθη και τα θέλω του. Θυσία εαυτού στον άπιαστο βωμό της.

«Τι διαβάζεις; Πολύ σε ζηλεύω» του είπε μέσα από ένα χαμόγελο παίρνοντας το άδειο ποτήρι του. Απάντησε στο χαμόγελο της δείχνοντας το βιβλίο του και αμέσως κατάλαβε πως ήταν μια υπόσχεση για το αύριο και για κάθε αύριο που μπορεί να ερχόταν.

Ίσως τελικά το χάος να μας οδηγεί σε επιθυμίες που ούτε καν είχαμε επιθυμήσει, και σε πράξεις που ούτε καν θα είχαμε τολμήσει. Μπορούμε να πνιγούμε ελεύθερα μέσα στην αβεβαιότητα του.

 

Γράφει ο Βαγγέλης Μάγειρος

 

 

Διαβάστε επίσης

Close