Φωτογραφία: Δημήτρης Συμεωνίδης

Αφήνοντας πίσω την φοιτητική μας πόλη, από την Όλγα Στράντζαλη

Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψει κανείς πως νιώθει αφήνοντας πίσω μια πόλη στην οποία έχει ζήσει τέσσερα χρόνια της ζωής του, ίσως και τα καλύτερα χρόνια της ζωής του.

Έφτασε όμως ο καιρός να μαζέψουμε τα πράγματα μας, τα έπιπλα και τα ρούχα μας. Το σπίτι γεμάτο κούτες, τα ρούχα στοίβες και τα παπούτσια στοιβαγμένα σε κουτιά. Τα έπιπλα να περιμένουν καρτερικά να τα αμπαλάρεις για να ξεκινήσουν κι αυτά να «ταξιδεύουν», όπως ακριβώς όταν ξεκίνησαν το ταξίδι τους για να έρθουν σε αυτό το σπίτι.

Τέσσερα υπέροχα χρόνια περασμένα σε μια πόλη που αγάπησα. Ίσως όχι τόσο, για την πόλη σαν πόλη ,αλλά για τις στιγμές που μου πρόσφερε. Γνώρισα νέα άτομα, έκανα νέες παρέες και αγάπησα καινούργιες γωνίες. Η σχολή έγινε ένα μέρος που πέρασα ώρες της μέρας μου και αποκτούσε ιδιαίτερο νόημα κάθε χρόνο που κυλούσε και έφευγε. Την ένιωσα να απομακρύνεται και έφτασε σιγά σιγά η ώρα να την χάσω τελείως.

Είχα πει πως θα ξαναδώσω, είχα πει ότι δεν ήθελα να ‘ρθω εδώ και ότι δεν μου άρεσε ως επιλογή. Όμως σκέφτηκα πως «όλα συμβαίνουν για κάποιον λόγο» και συνειδητοποίησα πως είναι μια επιλογή που έκανα και θα ήταν για το καλό μου. Κι όντως έτσι έγινε, με διαμόρφωσε με τον καλύτερο τρόπο.

Το πρώτο έτος ένιωθα ότι περνούσε πολύ αργά. Νέες εμπειρίες, αυτονομία, επαφές με νέα άτομα και ανεκπλήρωτοι έρωτες. Δύσκολα μαθήματα, κουραστικές διαλέξεις και πρωτόγνωρες «εξεταστικές», που πάντα άκουγα τους άλλους να τις αναφέρουν, αλλά έφτασε η στιγμή να τις μάθω κι εγώ με την σειρά μου.

Έμαθα κάθε γωνιά της πόλης, πιο πολύ ήμουν έξω από το σπίτι παρά στο ίδιο το σπίτι. Η εξεταστική του Ιουνίου τελείωσε, με γύρισε πίσω στην πόλη μου, ωστόσο υπήρχε ένα αίσθημα που μ’ έκανε να αναπολώ την «πόλη μου», το φοιτητικό μου σπίτι και τις φιλίες μου φυσικά.

Το δεύτερο έτος πέρασε σαν αστραπή, που έπεφτε μπροστά μου κατά τη διάρκεια μιας καλοκαιρινής μπόρας. Παρέες που άλλαξαν, μουσικές που συνδέθηκαν με πρόσωπα, μαθήματα που μου άλλαξαν τον τρόπο σκέψης και καθηγητές που αποτέλεσαν για μένα πρότυπα προς μίμηση, φυσικά όσον αφορά στο ερευνητικό τους έργο. Ανακάλυψα νέους τρόπους να προσεγγίζω τους «άλλους» και σε αυτό με βοήθησε σε μεγάλο βαθμό μια από τις φίλες μου, που τυχαίνει να έχει άλλο θρήσκευμα.

Είχε περάσει η μισή φοιτητική ζωή μπροστά από τα μάτια μου και πλέον είχα αρχίσει να μετράω αντίστροφα, χωρίς όμως να θέλω να το πιστέψω. Τρίτο έτος και όλα πια είχαν ξεκινήσει να μετράνε αντίστροφα. Αρχίσαμε τις εκδρομές στις γειτονικές πόλεις και πάψαμε να πιστεύουμε στα θαύματα στις εξεταστικές. Ο χρόνος κυλούσε πολύ γρήγορα.

Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό είναι το τέταρτο έτος. Πλέον αρχίσαμε να κάνουμε ό,τι δεν είχαμε προλάβει στα προηγούμενα τρία χρόνια. Πήγαμε στις τελευταίες «γωνίες» που μας είχαν μείνει ανεξερεύνητες.

Αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, αλλά ποτέ δεν δεθήκαμε. Χαμογελάσαμε και κλάψαμε για αυτόν τον επικείμενο αποχαιρετισμό. Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός; Πόσο δύσκολα φτάσαμε ως εδώ και τώρα ακόμα πιο δύσκολα πρέπει να φύγουμε από ‘δω!

Όπου και να πάω, ό,τι και να δω και όποιον και να γνωρίσω σίγουρα αν και μπορεί να είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτά που έχω ζήσει κατά καιρούς θα μπαίνω πάντα στην διαδικασία να το συγκρίνω με τις προηγούμενες εμπειρίες μου.

Νομίζω πως αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο πως η πόλη για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω είναι η Κομοτηνή. Μια πόλη με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Εκεί που η θρησκεία συναντά την διαφορετικότητα και η γλώσσα την ετερότητα. Μια πόλη που τα στενά της σε κάνουν να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια άλλη εποχή και οι άνθρωποί της σε αγκαλιάζουν με τον καλύτερο τρόπο.

 

Γράφει η Όλγα Στράντζαλη

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close