Αλμύρα και ιώδιο, από τον Βαγγέλη Μάγειρο

Αλμύρα και ιώδιο, από τον Βαγγέλη Μάγειρο

Η παραλία ήταν γεμάτη χοντρές πέτρες.

Η απόσταση που έπρεπε να διανύσεις από το γρασίδι μέχρι τις αυτοσχέδιες καλύβες, από κλαδιά δέντρων και κίτρινες ξερές φτέρες για σκεπή, ήταν βέβαια μικρή, αλλά θα έλεγε κανείς πως οι λουόμενοι θύμιζαν μικρούς ακροβάτες που έκαναν τα πρώτα τους βήματα πάνω σε τεντωμένα σκοινιά, στην προσπάθεια τους να φτάσουν σε αυτές.

Αυτή η διαδικασία είχε όμως μία μικρή δόση περιπέτειας, κάτι το οποίο ήταν απαραίτητο για αυτές τις διακοπές.

Μετά από δύο-τρία παραπατήματα κατάφερε και έφτασε στην πιο κοντινή από το γρασίδι καλύβα, η οποία για καλή της τύχη δεν είχε καταληφθεί από κάποιον μοναχικό κατασκηνωτή, ή από κάποιο όλο έρωτα ζευγάρι.

Μπήκε γρήγορα μέσα γιατί βιαζόταν να καλυφθεί από τον ήλιο, μιας και το μόνο στοιχείο που είχε υιοθετήσει από τους βρικόλακες που της άρεσαν τόσο, ήταν η ευαισθησία της σε αυτόν, και το χαμηλού δείκτη προστασίας αντηλιακό δεν ήταν αρκετό για να προστατέψει το λευκό της δέρμα.

Άπλωσε την πετσέτα κάτω στην άμμο, αφού την καθάρισε από όλες τις βαριές πέτρες και ξάπλωσε σε μία στάση που θύμιζε διήγηση από κάποιο ξεχασμένο γαλλικό μυθιστόρημα.

Στήριζε την πλάτη της πάνω στους αγκώνες και τα πόδια της ήταν απλωμένα μπροστά, με τα μικρά της πέλματα να βγαίνουν έξω από τα όρια της πετσέτας και να ακουμπάνε πάνω στη ζεστή άμμο.

Η θάλασσα ήταν ήρεμη, κάτι το οποίο προσέφερε και σ’ αυτήν ηρεμία. Το απαλό αεράκι δημιουργούσε έναν ελαφρύ κυματισμό, ο ήχος του οποίου ήταν κατάλληλος για να σε στείλει σε έναν κόσμο ονείρων.

Δεν υπήρχε πολύς κόσμος τριγύρω, εκτός από μερικές παρέες, που χωρίς κανένα ρούχο πάνω τους βουτούσαν μέσα στο αλμυρό, γεμάτο πέτρες, νερό κάτι το οποίο της έδωσε θάρρος στο να βγάλει το μαγιό της. Το πάνω μέρος τουλάχιστον, μιας και δεν ήταν ακόμα τόσο θαρραλέα.

Έριξε μερικά βλέμματα γύρω της και με μία γρήγορη κίνηση, για να μη χρειαστεί να σκεφτεί πολύ την πράξη της, το έλυσε και το άφησε να πέσει κάτω.

Τώρα το στήθος της ήταν εκτεθειμένο στη θάλασσα, στην άμμο και στον ήλιο. Τα καστανόξανθα, σπαστά μαλλιά της, έπεφταν άναρχα πάνω του, μετατρέποντας την σε βιβλική φιγούρα. Αλλά δεν μπορούσε κανείς να πει με σιγουριά αν θύμιζε πρωτόπλαστη, ή τον ίδιο τον απαγορευμένο καρπό.

Έκανε μερικά βήματα και στάθηκε μπροστά στη θάλασσα. Τα πέλματα της βυθίστηκαν στο νερό και στις πέτρες, δροσίζοντας τα μικρά της δάκτυλα.

Μόλις είχε πάρει την απόφαση να βουτήξει μέσα σε αυτήν την όμορφη άβυσσο, δύο χέρια την αγκάλιασαν από τη μέση. Ένιωθε πίσω στην πλάτη της ένα γυμνό σώμα να γίνεται ένα με αυτήν και τα δύο χέρια να ανεβαίνουν απαλά και να σκεπάζουν το στήθος της. Μαύρα ξέπλεκα μαλλιά να μπλέκονται ανάμεσα στα δικά της και δύο μικρά χείλη να ταξιδεύουν στο λαιμό της.

Γύρισε το κεφάλι της και δύο γκριζοπράσινα μάτια, διασταυρώθηκαν με τα γαλάζια δικά της.

Σαν ένα σώμα, έπεσαν μέσα στο νερό. Δύο πλάσματα γυμνά, βγαλμένα σαν από φαντασία εφήβου, αναστάτωσαν μια θάλασσα που ούτε ο άνεμος δεν τολμούσε να ταράξει.

Κόντρα σε κάθε πρέπει και με μόνο οδηγό το θέλω, δημιουργούσαν τα πιο περίτεχνα συμπλέγματα, που ούτε γλύπτης δε θα μπορούσε να σχηματίσει.

Βγήκαν από το ταραγμένο νερό, και γεμάτες αλμύρα και ιώδιο, κρύφτηκαν μέσα στη μικρή ξύλινη καλύβα.

Στραμμένες η μία προς την άλλην, έκλεισαν τα μάτια τους και ταξίδεψαν σε άλλους κόσμους, καλύτερους.

Το νησί των Θεών και των ανέμων, ήταν πλέον δικό τους.

 

Γράφει ο Βαγγέλης Μάγειρος

Διαβάστε επίσης

Close