Ανθισμένες ακακίες, του Τάσου Βακφάρη

Ανθισμένες ακακίες, του Τάσου Βακφάρη

Έβγαλε έναν βρυχηθμό ικανοποίησης ενώ κούμπωνε το πουκάμισο του, έστρωσε τα μαλλιά του χτενίζοντας τα με τα δάχτυλα και ίσιωσε λίγο του μουστάκι του.

Άφησε ένα πορτοκαλί χαρτονόμισμα στο κομοδίνο δίπλα από το κουτί με τα αξεσουάρ και έφυγε βιαστικά αφήνοντας μισάνοιχτη την πόρτα. Η Benan βίωνε την δεύτερη μέρα στον οίκο ανοχής όπου και ξεκίνησε να εργάζεται σαν σκλάβα του διακινητή. Έχοντας έτσι ξεπληρώσει την σωτηρία της ζωής που βομβαρδιζόταν πίσω στην Συρία.

Τα μάτια της άλλαζαν χρώμα κάθε που αντίκριζαν πελάτη και βάφονταν μαβιά, χαμήλωναν τα βλέφαρα και το βλέμμα σκοτείνιαζε σαν φουρτουνιασμένος δαίμονας. Απόψε τελείωσε αργά. Πήγε στο δωμάτιο της και έτρεξε στο μπάνιο. Πήρε ένα βουρτσάκι νυχιών και κάτω από το καυτό ντους έτριβε τα δάχτυλα της. Δεν άντεχε το τίμημα που πλήρωνε κάθε βράδυ για μια καινούρια ζωή. Για μια ακόμη ευκαιρία

. Έγδερνε το σώμα της με το σαπούνι και το καυτό νερό μέχρι που ξέπλενε τις ανάσες των ανδρών που φιλούσαν το καστανό της δέρμα. Η Benan σκεπασμένη στο κρεβάτι με την κουβέρτα στη ζεστασιά της μνήμης τύλιγε τα πόδια της με την παιδική της πετσετούλα και κατάφερνε έτσι να ηρεμήσει. Ξεχνούσε με τον ύπνο πόσο σκληρή είναι η άνοιξη…

Μόνο η κιθάρα του Μάριου την νανούριζε και την καθησύχαζε έξω από την μισάνοιχτη κουρτίνα…

Ο Μάριος ήταν μόλις 16 χρονών και είχε λίγες μέρες που έστησε ένα χαρτόκουτο στο παγκάκι κάτω από το παράθυρο του δωματίου. Ήταν απόμερο και προφυλαγμένο από τον αέρα και τους περαστικούς. Ιδανικό σημείο για να τον φιλοξενήσει. Πριν από μια βδομάδα η οικογένεια του τον πέταξε έξω από το σπίτι γιατί τους αποκάλυψε πως ήταν ομοφυλόφιλος και είχε άλλα σχέδια για την ζωή του.

Μια οικογένεια βαθιά συντηρητική και εξαρτημένη από το κοινωνικό μικροκλίμα της γειτονιάς, απαρχαιωμένων αντιλήψεων και ακραίων πολιτικών απόψεων. Αυτός όμως αποφασισμένος να πάρει το μαχαίρι και να κόψει τις ρίζες που τον κρατούσαν σε ένα σαθρό υπέδαφος δεν φοβήθηκε τον δρόμο που υποψιαζόταν ότι τον περίμενε.

Ο Μάης του έκανε τη χάρη κι ήταν γλυκός τα βράδια χωρίς βοριαδάκια και βροχούλες εαρινές. Κατάφερε να πάρει μαζί του ένα μουσικό κουτί από το παλιό του κρεβάτι. Ένα παιδικό παιχνίδι που γυρνούσες τον μοχλό και έβγαζε ένα γλυκό ήχο με κινούμενες φωτεινές εικόνες. Έτσι τον έπαιρνε ο ύπνος στο χαρτόνι να ξεπληρώνει μια ανεκτίμητη άνοιξη που θα αργούσε να έρθει.

Ο δρόμος όμως του χάρισε και φύλακα για να τον προσέχει και να γαβγίζει στους απρόσκλητους επισκέπτες…

Ο Τζακ ένα μικρό λυκόσκυλο μόλις λίγων μηνών γεννημένο στις χωματερές και αδέσποτο επέλεξε τον φίλο του και του κρατούσε συντροφιά. Καχεκτικό, αδύνατο με πυκνό μαύρο τρίχωμα και μάτια που πετούσαν σπίθες. Πανέξυπνο και προσεχτικό για να επιβιώσει έμαθε να μυρίζει και να ξεχωρίζει τους ανθρώπους που περνούν από δίπλα του. Ξαπλωμένος στα πόδια του για να αισθάνεται παρέα κούρνιαζε το βράδυ και γρύλιζε στον αέρα με νάζι.

Μόνο οι ακακίες άνθιζαν για αυτούς κάθε βράδυ και έραναν τον ύπνο τους με μια γλυκιά μυρωδιά μελιού σαν πασπαλισμένη ζάχαρη σε ξεραμένη ψίχα!!!

Γράφει ο Τάσος Βακφάρης
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Φλώρινα την άνοιξη του 1984. Εργάζεται ως αναπληρωτής σε σχολεία γενικής και ειδικής αγωγής με εξατομικευμένα προγράμματα υποστήριξης και φροντίδας παιδιών με ειδικές ανάγκες. Τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα και δραστηριοποιείται στη Θεσσαλονίκη.

Διαβάστε επίσης

Close