Από το "θέλω" στο "κάνω", από την Έλλη Πράντζου

Από το “θέλω” στο “κάνω”, από την Έλλη Πράντζου

Αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο μιας συμβολικής μοναξιάς έρχονται στιγμές που νιώθω σαν να εγκλωβίζομαι στην ύπαρξή μου.

Για έναν άνθρωπο καθ’ όλα κλειστοφοβικό -όπως εγώ- όχι μόνο πρακτικά αλλά και σε επίπεδο ψυχολογίας, κάτι τέτοιο πρόκειται για βασανιστήριο ικανό ν’ αγγίξει τα όρια της τρέλας.

Είχα από μικρή μια τάση προς τις έμμονες ιδέες. Μου κολλούσαν στο μυαλό σκέψεις κι ερωτηματικά που με ψυχαναγκαστικό πείσμα πάλευα να κατανοήσω. Αν δεν έφτανα το πολυπόθητο “γιατί” που κρύβεται πίσω από τα πάντα έμενα κολλημένη εκεί.

Κοιμόμουν και ξυπνούσα με όλες εκείνες τις άλυτες ερωτήσεις μέσα στο κεφάλι μου να τσιρίζουν σαν Ερινύες κι εγώ μέρα με τη μέρα να φοβάμαι όλο και περισσότερο για το πότε θα έρθει η στιγμή να χάσω το μυαλό μου. Μεγάλη μου φοβία η τρέλα στην παιδική μου ηλικία. Μάλλον -κατά τους πολλούς- παρασκεφτόμουν για παιδί.

Κατέληγα να δίνω στα πάντα δικές μου εξηγήσεις προκειμένου να μην τρελαθώ λοιπόν. Αναρωτιέμαι αν τελικά κατάφερα να παραμείνω “σώας τας φρένας” βέβαια. Χρόνια μετά δεν είμαι καν σίγουρη πια για το τι ακριβώς σημαίνει αυτό.

Τέλος πάντων. Κουβαλάω πολλά κουσούρια από τότε ως άνθρωπος. Από τότε που ούσα δεκατριών προσπαθούσα σπάζοντας το προεφηβικό μου μυαλουδάκι να χωρέσω στο κεφάλι μου την έννοια της ύπαρξης.

Μέσα από την ύλη, τη μάζα, το σύμπαν, τα παράλληλα σύμπαντα, τις διαστάσεις, το άπειρο, αφηρημένες έννοιες κι όλα όσα το 10% της υπο-λειτουργείας του εγκεφάλου μας δε μας έχει ακόμη επιτρέψει να μάθουμε. Δε με κάλυπτε τίποτε συνήθως.

Ούτε όταν έστρεφα την έρευνα στον ίδιο μου τον εαυτό -πολύ συχνό φαινόμενο επίσης. Όπως και τώρα ένιωθα τότε πως πάντα κάτι μου διέφευγε κι αν ακόμη ήξερα πως ανθρώπου νους δεν το έχει χωρέσει αυτό το κάτι εγώ πείσμωνα ακόμη πιο πολύ ή τα παρατούσα αγγίζοντας τις κόκκινες γραμμές μου την τελευταία στιγμή.

Ψάχνοντας τόσο πάντως κατέληξα τουλάχιστον -εκτός όλων των άλλων- και στο να ασπάζομαι θα έλεγε κανείς τη σχετικότητα κι αυτό με έχει βοηθήσει στο να αναπτύξω ακόμη περισσότερο την ενσυναίσθησή μου.

Φτηνά τη γλίτωσα για να μπορώ ακόμη να το παίζω “λογική”. Ωστόσο μου έμεινε μια τάση να θέλω να ξε-φεύγω. Από αυτήν δε γλίτωσα. Είμαι όντως κλειστοφοβική μα όχι μόνο σκεπτόμενη ασανσέρ, στενούς χώρους, μαγνητικούς τομογράφους κλπ.

Κυρίως είμαι ψυχολογικά κλειστοφοβική, με διακατέχει μια ζωτική ανάγκη ύπαρξης διεξόδου από κάθε κατάσταση. Απαιτώ να έχω επιλογές στη ζωή μου. Αν θέλω να κάνω κάτι το κάνω. Αν δε θέλω δε θα το κάνω.

Και προς όποιου θεού αδυνατώ να συμβιβαστώ με την ιδέα του τετελεσμένου ή της μονιμότητας μιας κατάστασης. Ούτε το “πάντα” μου κάθεται καλά ούτε το “ποτέ” αν δεν τα έχω επιλέξει. Τίποτε δε μου κάθεται καλά αν δεν το έχω επιλέξει.

Όλα τα παραπάνω όμως δε θα μπορούσα να απαντήσω με σιγουριά αν αποτελούν ευχή ή κατάρα στο τέλος. Δεν έχει τύχει ως τώρα να ταυτιστώ με τη φράση “μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι” βέβαια οπότε υποθέτω ότι ακόμη στηρίζω τον τόσο κουραστικά υπεραναλυτικό μου εαυτό.

Ωστόσο μία από τις αντιφάσεις μου συχνά με σώζει. Παρά τον υπεραναλυτικό τρόπο σκέψης μου ο τρόπος που ενεργώ βασίζεται σχεδόν πάντα στο ένστικτο και τις επιθυμίες μου. Ίσως από την άλλη να μην είναι τόσο μεγάλη η αντίφαση όσο θα νόμιζε κανείς με την πρώτη ματιά καθώς το καλοσκέφτομαι.

Πού θέλω να καταλήξω, ίσως αναρωτηθεί κανείς. Παιρνώντας τα χρόνια κατέληξα, λοιπόν, στο ότι τουλάχιστον εμένα με βοηθάει η συμπεριφοριστική μέθοδος. Αν θέλεις πες την και θεραπεία. Θέτω έναν στόχο -που να θέλω πραγματικά και πολύ- κι οδεύω προς υλοποίηση. Ανεξάρτητα από φόβους ή μάλλον κυρίως όταν φοβάμαι. Δε μου βγαίνει πάντα. Όμως το παλεύω.

Η συμπεριφοριστική θεραπεία μπορεί να μην αδιαφορεί απέναντι σε όσα επηρέασαν τη συμπεριφορά μας στο παρελθόν όμως επικεντρώνεται στο τώρα και στο δίπτυχο θέλω-κάνω. Κάτι που μου ταίριαξε αρκετά μέσα στα χρόνια.

Εφόσον οι συμπεριφορές μας “μαθαίνονται” συνήθως μέσω των βιωμάτων μας ας επικεντρωθούμε στο να ξανα-μάθουμε να συμπεριφερόμαστε με βάση το τι θέλουμε κι όχι το τι μας έχουν φορέσει καπέλο βιώματα, κατάλοιπα, φόβοι, οι άλλοι κι οι ίδιες μας οι εμπειρίες.

Κι επειδή στη βράση κολλάει το σίδερο πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την ίδια τη ζωή -όπως την ξέρουμε τουλάχιστον- που δεν περιμένει κανέναν, καλό θα ήταν να μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους φόβους μας ώστε να τους πάμε επίτηδες κόντρα. Εξάλλου ίσως αυτό που είμαστε πραγματικά να είναι αυτό που θα ήμασταν αν δε φοβόμασταν, ποιος ξέρει.

Οι υπαρξιστές, που λες, χρησιμοποιούν τον θάνατο ως κίνητρο για ζωή. Εφόσον, σου λέει, θα πεθάνουμε όλοι γιατί να μην κάνει ο καθένας ό,τι πραγματικά θέλει στο εδώ και το τώρα του; Ίσως άδικα είναι ταυτισμένος με τη ματαιότητα, λοιπόν, ο υπαρξισμός από κάποιους.

Βλέπεις επειδή το να έχουμε συνεχώς στο πίσω μέρος του μυαλού μας το ότι αύριο μπορεί να μη ζούμε ώστε να μην αναβάλλουμε τα θέλω μας για άλλη στιγμή ίσως και να μας οδηγούσε στην κατάθλιψη ή τον πανικό επαναπαυόμαστε σε ένα αύριο καθόλου σίγουρο λες κι είναι ό,τι πιο δεδομένο μας έχουν τάξει.

Δεν υποδηλώνει ματαιότητα ωστόσο η σκέψη του θανάτου όταν αυτή αποτελεί κινητήριο δύναμη για πράξη στο σήμερα. Όχι φυσικά με πανικόβλητο τρόπο μα με πείσμα κι αποφασιστικότητα.

Κι αν κάποιος σε ρωτήσει “και τι νόημα έχει;” θα μπορούσες να του απαντήσεις “ακριβώς επειδή δεν είμαι σίγουρος για το τι νόημα έχει προτιμώ τουλάχιστον να κάνω κάτι που θα αγαπάω ώστε να δώσω εγώ ένα νόημα. Κι αν πάλι όχι θα ξέρω πως το γούσταρα”.

Αυτή είναι μια απάντηση μιας έφηβης που ενώ στην προεφηβεία της ξεψάχνιζε τα πάντα αργότερα αποφάσισε ότι μπορεί παράλληλα να ζει -ό,τι κι αν αυτό σημαίνει- ενώ ταυτόχρονα παρασκέφτεται.

Ίσως αν το δοκιμάσεις να δεις ότι στην αρχή μπορεί ακόμη και να φρικάρεις αλλά αν δε λυγίσεις στο τέλος θα συστηθείς με έναν εαυτό που πάντα ονειρευόσουν.

Τότε θα σε ερωτευτείς και κάπως έτσι θα σε ερωτεύεται κάθε άνθρωπος που θα συναντάς στο διάβα σου. Έστω κι αν μιλάμε για τον έρωτα με μια ευρύτερη έννοια.

 

Γράφει η Έλλη Πράντζου

 

 

Διαβάστε επίσης

Close