Ένα βράδυ που ήταν απαγορευμένο, από τον Βαγγέλη Μάγειρο

Ένα βράδυ που ήταν απαγορευμένο, από τον Βαγγέλη Μάγειρο

Άρχισε να ντύνεται. Τα ρούχα ήταν άναρχα πεταμένα πάνω στους καναπέδες. Δεν υπήρχε καμία διάθεση για να μπουν σε τάξη. Ούτως ή άλλως η τάξη, είχε χάσει τη σημασία της καιρό τώρα. Έκανε μια μικρή έρευνα ανάμεσα σε παλιά, σκισμένα, τζιν και φθαρμένα πουκάμισα. Το σκούρο χρώμα ήταν αυτό που κυριαρχούσε μέσα στις διάφορες αποχρώσεις του. Δεν έψαχνε απαραίτητα έναν τρόπο να τα συνδυάσει. Ό,τι ήταν πιο εύκολο να φορεθεί. Χωρίς πολύ κόπο και σκέψη.

Οι μπότες έστεκαν περήφανες γύρω απ’ τα υπόλοιπα, έκπτωτα, ζευγάρια παπουτσιών. Περικυκλωμένες από παλιά αθλητικά και ξεθωριασμένα σταράκια, δεν μπορούσαν με τίποτα να χάσουν την αυτοκυριαρχία τους. Φυσικά το καστόρινο δέρμα είχε υποστεί φθορές, αλλά αυτό απλά πρόδιδε τις διαδρομές και τα ταξίδια τους.

Μόλις τις φόρεσε πέταξε πάνω του ένα παλιό δερμάτινο μπουφάν, που το είχε βρει σε καλή τιμή σε κάποιο μαγαζί με μεταχειρισμένα, και αφού πατίκωσε τα μαλλιά του κάτω από την ανθρακί τραγιάσκα, έστειλε το πολυπόθητο μήνυμα που του επέτρεπε την έξοδο. Είχε να επιλέξει ανάμεσα σε έξι κατηγορίες. Όχι ότι στα μάτια του είχαν κάποια διαφορά μεταξύ τους, απλά αυτές ήταν οι επιλογές του. Διάλεξε την έκτη από αυτές και κατέβηκε τις σκάλες.

Δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας, η μηχανή του (παλιό μοντέλο, από αυτά που αποκαλείς vintage) έμοιαζε να έχει πέσει σε βαθύ και βαρύ ύπνο, μέχρι να έρθει ξανά η στιγμή της. Αν μπορούσαμε να πούμε ότι ένα όχημα κρύβει αισθήματα, σίγουρα αυτό που ένιωθε για αυτόν ήταν αγάπη. Πολλές διαδρομές, οι οποίες χρειάστηκαν πολλούς κόπους και στερήσεις για να γίνουν πραγματικές, κρυβόντουσαν στη μνήμη των δυο τους. Της έκλεισε πονηρά το μάτι και, για την ώρα, τη χαιρέτησε.

Το ρολόι έδειχνε 00:30. Παράξενη ώρα για περίπατο. Η καλύτερη όλων όμως σε αυτήν την εποχή της απαγόρευσης. Πήρε τον κατηφορικό δρόμο. Του δινόταν έτσι η εντύπωση ότι κάποιος τον σπρώχνει. Άφηνε το βλέμμα του να γυρνάει προς όλες τις κατευθύνσεις και έψαχνε να το διασταυρώσει με κάποιου τυχαίου περαστικού. Σε ακτίνα πολλών μέτρων όμως δεν φαινόταν κανείς.

Ο αέρας ήταν κρύος και η ψιλή βροχή χάριζε μία γοτθική ατμόσφαιρα στους κενούς δρόμους. Άδεια μαγαζιά, έρημα όχι από επιλογή τους, αλλά από απρόβλεπτες συνθήκες. Τα τραπέζια με τις αναποδογυρισμένες καρέκλες στις καφετέριες ήταν δεμένα μεταξύ τους με αλυσίδες και οι κούκλες στις βιτρίνες ρούχων έστεκαν κομψά ντυμένες με τις ανοιξιάτικες κολεξιόν, οι οποίες θα επέστρεφαν σύντομα στις αποθήκες τους. Μόνο μερικά μεταμεσονύχτια μαγαζιά προσέφεραν ένα μικρό φως, με ακούραστους, ήρωες υπαλλήλους, πάντα σε ετοιμότητα να σε εξυπηρετήσουν.

Πέρασε από τις μεγάλες πλατείες και τους στενούς, κρυφούς, δρόμους. Συνάντησε κάθε λογής περιστέρια και μερικά μοναχικά σκυλιά. Κάποιες γάτες έδειχναν τώρα περισσότερο θάρρος και είχαν κάνει τους κεντρικούς δρόμους να μοιάζουν με το χαμένο εξοχικό τους. Οι μόνοι ελεύθεροι κάτοικοι της πόλης, επέκτειναν το σπίτι που στην πραγματικότητα ήταν πάντα δικό τους.

Περπάτησε από την παραλία για να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Έμοιαζε σαν κόκκινη κουκίδα, που δείχνει το σημείο, σε έναν παλιό χάρτη θησαυρού. Μόνος ανάμεσα σε θάλασσα και στεριά, που κάποια κύματα τη χτυπάνε για να μην ξεχάσει ότι δεν είναι μόνη. Ότι σύντομα θα επέστρεφε η χαμένη συντροφιά της και θα έβρισκε ξανά το χαμόγελο της.

Στεκόταν τώρα κάτω από την είσοδο. Η μηχανή ακόμα εκεί, μέσα στην ηρεμία της. Μπήκε μέσα και άναψε το φως του διαδρόμου. Ανέβηκε τις σκάλες και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του. Τα κλειδιά του είχαν κρυφτεί στα βάθη της τσέπης τους. Τα βρήκε και άνοιξε την πόρτα. Ένιωσε ζωντανός μετά από αυτήν τη μικρή επανάσταση του.

Γράφει ο Βαγγέλης Μάγειρος

Διαβάστε επίσης

Close