Η εκκλησία του Κανένα, από την Τζουλιάνα Ντότσι - Ντέλεϊ

Η εκκλησία του Κανένα, από την Τζουλιάνα Ντότσι – Ντέλεϊ

Υπάρχει μία ιστορία που μιλά για μια εκκλησία. Είναι ένας θρύλος ξεχασμένος από πολλούς.

Ο λόγος που δεν θα την ξεχάσω ποτέ; γιατί είναι από εκείνες τις ιστορίες που μας αρπάζουν απ το χέρι για να μας βγάλουν έξω από το “κουτί” στο οποίο λίγο πολύ είμαστε όλοι παγιδευμένοι μέσα σε αυτό.

Υπήρχε κάποτε ένας ταξιδιώτης που έψαχνε να μάθει που βρίσκεται η “εκκλησία του Κανένα “. Είχε μεγάλη περιέργεια να δει εάν είχε μείνει έστω ένα μικρό κομμάτι από τον θρύλο αυτό. Ρωτώντας τους ντόπιους ξεκίνησε προς τις πηγές του ποταμού Νέδα (Νέδα – ναδα =τίποτα ). Ο ποταμός βρισκόταν στο όρος Λύκαιο ( όχι από την λέξη ‘λυκος’ αλλά από την πελασγική λέξη ‘λυκ’ που σημαίνει ‘φως’ ) .

Ήταν το πιο ιερό μέρος γιατί εκεί γεννήθηκε ο Δίας και η Νέδα τον θήλασε. Εκεί παλιά υπήρχε μια εκκλησία. Ούτε μεγάλη ούτε μικρή. Ήταν απλή και αγαπημένη από τους κατοίκους της. Χτισμένη μάλιστα πάνω στον παλιό ναό του Δία και την ονόμασαν ” εκκλησία της Ανάληψης ” λόγω του ονόματός του χωριού της Ανάληψης που την περικύκλωνε.

Τότε με την άλωση της Τριπολιτσάς, μια ομάδα του ιππικού υπό τον Κιαμήλ – μπέη κατάφερε να ξεφύγει από τον στρατό του Κολοκοτρώνη. Κατεβαίνοντας έσφαζαν όποιον χριστιανό συναντούσαν στον δρόμο τους.

Όταν οι κάτοικοι του χωριού της Ανάληψης έμαθαν ότι πλησίαζαν στο χωριό ήταν ήδη πολύ αργά. Έτρεξαν προς την εκκλησία για να
προσευχηθούν και να ζητήσουν από τον Θεό να τους προστατεύσει. Πίστευαν ότι θα τους σώσει. Γέροι, γυναίκες, άντρες και παιδιά
σκοτώθηκαν από τους Τούρκους μέσα στην εκκλησία. Άφησαν μόνο τον παπά του χωριού ζωντανό για να θάψει τους νεκρούς.

Σαν κουράστηκε να κλαίει για τα πέντε παιδιά του και την γυναίκα του, ο παπάς έσκισε τα ράσα του με θυμό βλαστημώντας τον Θεό, κατέστρεψε όλες τις εικόνες της εκκλησίας, άφησε τους νεκρούς άθαφτους, άναψε μια πυρά και έφυγε. Το σώμα του δεν βρέθηκε πότε.

Ορισμένοι έλεγαν ότι έγινε κλέφτης κι εκείνος από τους πιο αιμοδιψείς της επανάστασης, άλλοι έλεγαν ότι αυτοκτόνησε ή ότι κρεμάστηκε μέσα στον άδειο ναό όταν έσβησε η φωτιά. Η εκκλησία απέμεινε άδεια και λεηλατημένη όπως και το χωριό που την κύκλωνε . Με
τα χρόνια οι οδοιπόροι την αποκάλεσαν “εκκλησία του κανένα”. Κανένας Θεός, Άγιος και διάβολος δεν λατρευόταν εκεί.

Ήταν το σύμβολο της έλλειψης του Θεού και της χαμένης ελπίδας λόγω των συμβάντων. Μέχρι που μια μέρα μετά από χρόνια μπαίνει μέσα ένα δωδεκάχρονο βοσκόπουλο. Ήταν ορφανός και φτωχός. Βοσκούσε τις γίδες του θείου του. Στάθηκε στο κέντρο της εκκλησίας χωρίς φόβο. Την λυπήθηκε και ασυνείδητα υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα την χτίσει απ την αρχή μια μέρα. Μόνος του. Ό,τι και να γίνει όσο χρόνο κι αν του πάρει. Έτσι ξεκίνησε αμέσως χωρίς πολύ σκέψη.

Έβαλε όλες τις γίδες να φάνε τα χόρτα, την σκούπισε, την άδειασε από χώμα και πήγε αμέσως να βρει σκονίασμα και ασβέστη. Ζητιάνευε για λίγο ασβέστη και κατάφερε να πάρει κάποια σπασμένα υλικά από τους κατοίκους. Τρία χρόνια σκληρής δουλειάς του πήρε. Αλλά θα την έχτιζε. Μέρα με την μέρα, βήμα βήμα είτε μικρό είτε μεγάλο, δεν είχε σημασία για εκείνον.

Τελικά η εκκλησία έγινε καθαρή και άσπρη αλλά ήταν κενή. Κοίταξε λοιπόν γύρω του και χάρηκε όμως κατάλαβε ότι έπρεπε να ζωγραφίσει Αγίους και θαύματα για να την κάνει πραγματική εκκλησία. Και ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει μόνος του μιας και κανένας αγιογράφος δεν δούλευε χωρίς πληρωμή. Ζητιάνευε πάλι για χρώματα και έμαθε να φτιάχνει κάποια από υλικά της φύσης. Δεν ήξερε τίποτα από αγιογραφία αλλά ξεκίνησε όπως μπορούσε. Προσπάθησε και δεν το έβαλε κάτω.

Ζωγράφιζε, έσβηνε, ξανά ζωγράφιζε και ξανά έσβηνε και ξανά και ξανά. Είκοσι χρόνια του πήρε. Αφού τελείωσε με τους τοίχους όλης της εκκλησίας άρχιζε να μαζεύει έπιπλα. Γυρνούσε σε όλα τα χωριά με ένα γαϊδούρι και μάζεψε κάποιες διαλυμένες καρέκλες, ένα άχρηστο σαμάρι, ένα βαρέλι, ένα τραπέζι με τρία πόδια για να το κάνει Άγια Τράπεζα. Οι χωρικοί γελούσαν και τον έλεγαν τρελό.

Τρία χρόνια μάζευε έπιπλα και όταν τελείωσε και η χαρά άγγιξε την ψυχή του, συνειδητοποίησε πώς του είχε μείνει το εξωτερικό βάψιμο της εκκλησίας. Αυτό ήταν πιο δύσκολο από το μέσα γιατί έπρεπε να χρησιμοποιήσει τσιμεντοχρώματα που θα άντεχαν στις βροχές. Δούλεψε σκληρά για ψίχουλα και κατάφερε να αγοράσει μισό λίτρο κόκκινο και κίτρινο, δύο λίτρα άσπρο και μισό λίτρο γαλάζιο. Πέντε χρόνια του πήρε. Με λιακάδες και βροχές. Η τελευταία πινελιά συμπληρώθηκε με έναν απλό ξύλινο σταυρό πάνω στον τρούλο της εκκλησίας.

Πάνω από τριάντα χρόνια του πήρε να τη τελειώσει. Αλλά την τελείωσε. Ήταν παιδί και τώρα κόντευε τα γηρατειά. Ήταν μόνος του. Αλλά την τελείωσε.

Κόντευε η ημέρα της Ανάληψης – 25 Μαΐου. Ο γέροντας πλέον που ήταν παιδί βγήκε για να καλέσει τους κατοίκους του χωριού και τον παπά του διπλανού χωριού για να λειτουργήσει. Κόσμο πολύς μαζεύτηκε έξω από την εκκλησία. Όλοι τώρα, μαζί και ο γέροντας περίμεναν τον παπά. Όταν ήρθε ο παπάς και μπήκε πρώτος στην εκκλησία αφηνίασε και εξοργίστηκε.

Οι αγιογραφίες του φάνηκαν καρικατούρες, τα έπιπλα παλιά και ντροπιαστικά και η Άγια Τράπεζα με τα τρία πόδια απαράδεκτη και δίπλα της μια κατσίκα να μασουλάει.

-“Αυτή δεν είναι η εκκλησία του δικού μας Θεού! ” είπε

-“Όχι δεν είναι έχετε δίκιο. Είναι όμως των ανθρώπων. Αυτό δεν είναι θεός; Όσα οι άνθρωποι δίνουν. Αυτό δεν είναι; ” απαντάει ο γέροντας που ήταν παιδί.

-” Τι ξέρεις εσύ για τον Θεό ; ” του φωνάζει ο παπάς ” Πώς τολμάς να μιλάς εξ’ ονόματός Του ; ”

-“Εγώ , εσύ, όλοι οι πιστοί εκεί έξω, η κατσίκα και τα πουλιά που κελαηδούν εδώ μέσα είναι Θεός. Εμείς είμαστε θεός. ” είπε ο γέροντας

Τότε ο παπάς βγαίνει έξω βλαστημώντας και φωνάζει στο πλήθος ” Αυτό είναι έργο του Σατανά. Όποιος μπει εδώ μέσα θα είναι αιώνια
αφορισμένος! ” κι έπειτα έφυγε.

Έτοιμος τότε ο κόσμος να γυρίσει πίσω, βγαίνει ο γέροντας και τους λέει ” Με την βοήθεια του Θεού και τη δική σας έχω μισό ξερό καρβέλι ψωμί, μια ρέγγα και ένα φλασκί με λίγο μπρούσκο. Κοπιάστε εάν εσείς το επιθυμείτε να το μοιραστούμε. Κι ας πιούμε μια γουλιά, κι ας φάμε ένα ψίχουλο. Ο κόσμος διστάζοντας μπήκε. Και όταν έφαγαν και ήπιαν ζήτησαν από τον γέροντα να τους μιλήσει.

-” Τι θέλετε να σας πω ; Να σας πω για τον Θεό; Μα δεν ξέρω κάτι μεγάλο. Να σας πω για τα παιδιά και την ζωή; Δεν πρόλαβα να κάνω. Παιδί μπήκα σε ετούτη την εκκλησία. Δεν είχα τίποτε. Τα χέρια μου και τα πόδια μου είχα. Ο Θεός εμείς είμαστε, εμείς και ο διάολος. Εμείς η γέννηση εμείς και η καταστροφή. Εμείς η αγάπη εμείς και το μίσος. Αυτή δεν είναι η εκκλησία του κανένα αλλά του καθένα. ” Τότε όλοι σώπασαν και προσευχήθηκαν.

Έτσι άρχισε και τελείωσε η πρώτη και η τελευταία λειτουργία μέσα στην εκκλησία αυτή. Μετά από λίγο καιρό η εκκλησία γκρεμίστηκε. Ο παπάς ενημέρωσε τον μητροπολίτη και έτσι καταστράφηκε. Κανείς δεν ήξερε να πει με σιγουριά που πήγε ο γέροντας. Δεν ξαναφάνηκε ανάμεσα στους κατοίκους.

Στον ταξιδιώτη του πήρε ώρες μέχρι να βρει το χωριό της Ανάληψης. Δεν υπήρχε άσφαλτος μόνο χωματόδρομοι. Τότε ήταν που είδε το χωριό. Θα το περιέγραφε κάνεις σαν την περιοχή γύρω από το Τσέρνομπιλ. Τότε είδε ένα κομμάτι τοίχου που είχε μείνει όρθιο και επάνω του μια τοιχογραφία με την Παναγιά. Μέσα του ένιωσε πίκρα και μια γλύκα. Κοίταξε ψηλά.

Ο ήλιος τον ανάγκασε να κλείσει τα μάτια του. Ήταν βέβαιος για την αδιαφορία του Θεού και την ανθρώπινη βλακεία. Τότε μια μυρωδιά του κλέβει τις σκέψεις. Ένα κίτρινο λουλούδι δίπλα στα μάτια της Παναγιάς και ασυνείδητα , φίλησε τα μάτια της , έκανε τον σταυρό του και έφυγε.

Ο τελευταίος πιστός της Εκκλησίας του Καθένα.

Γράφει η Τζουλιάνα Ντότσι – Ντέλεϊ

Διαβάστε επίσης

Close