Η παράξενη δύναμη του Τρουθ

Η παράξενη δύναμη του Τρουθ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Μικρόκοσμος ο οποίος κατοικούνταν από μικροσκοπικά ανθρωπόμορφα πλάσματα.

Αυτά τα πλάσματα έμοιαζαν πολύ με τους ανθρώπους που ξέρουμε σήμερα, όχι μόνο εξωτερικά αλλά και στις συνήθειες τους. Ζούσαν σε σπίτια, σχεδόν όπως τα δικά μας, είχαν συναισθήματα κι αδυναμίες σχεδόν όπως εμείς, αλλά ίσως διέφεραν σε ένα πράγμα.

Είχε το καθένα από αυτά μια ξεχωριστή μαγική ικανότητα, μια δύναμη. Άλλο είχε δύναμη μεγάλη σωματική και μπορούσε έτσι να βοηθάει στις χειρωνακτικές δουλειές, άλλο μπορούσε να γιατρεύει αρρώστιες, άλλο να μεταφέρεται στον χρόνο, άλλο να αλλάζει μορφές και πάει λέγοντας.

Ήταν λοιπόν κι ένα πλασματάκι το οποίο είχε ένα χάρισμα διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Ή μάλλον θα λέγαμε πως ήταν ένα χάρισμα λιγάκι παράξενο που πολλοί βάφτιζαν ευχή και κατάρα.

Το ίδιο, λοιπόν, θεωρούσε ότι η δύναμή του ήταν ελάττωμα περισσότερο παρά χάρισμα, γι’ αυτό και πολλές φορές ένιωθε μόνο του και λυπημένο. Αισθανόταν πως όλοι μπορούσαν να βοηθήσουν κάπου, όλοι ήταν χρήσιμοι, εκτός από το ίδιο.

Η δική του ξεχωριστή ικανότητα, ήταν ότι μπορούσε να βλέπει πεντακάθαρα εκτός από τα καλά και όλα τα άσχημα του Μικρόκοσμου και των συντρόφων του. Τα υπόλοιπα μικρά πλασματάκια δεν μπορούσαν να δουν όλα αυτά τα άσχημα που έβλεπε ο φίλος μας κι έτσι όταν τολμούσε να μιλήσει για κάτι από αυτά οι περισσότεροι τον έλεγαν γκρινιάρη.

Ένιωθε τόσο μόνος του που μια μέρα αποφάσισε να ζητήσει από τον Γεροντότερο του Μικρόκοσμου μια μεγάλη χάρη. Θα του ζητούσε να εφαρμόσει στον ίδιο τη δύναμή του. Ο Γεροντότερος είχε τη δύναμη να μεταφέρει, όποιον το επιθυμούσε, απευθείας στον κόσμο της φαντασίας του.

Επειδή όμως κάτι τέτοιο έκρυβε πολλούς κινδύνους με πρώτο και καλύτερο όποιος έφευγε να μην μπορούσε ποτέ να ξαναγυρίσει ή να βρεθεί στην ανυπαρξία μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, δε συνήθιζε να το κάνει πράξη και το αρνιόταν σε όποιον του το ζητούσε χωρίς σοβαρό λόγο.

Κι επειδή κανένας λόγος δεν του ήταν αρκετός για να θέσει σε κίνδυνο κάποιο από τα πλάσματα του Μικρόκοσμου, δεν το είχε εφαρμόσει παρά μόνο σε λίγες, πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. Μόνο που τότε το είχε κάνει για να μπορέσει να σώσει τον Μικρόκοσμο από κάποια πλάσματα που, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, είχαν πάρει τον κακό τον δρόμο χωρίς γιατρειά κι έβλαπταν τους υπόλοιπους μικροσκοπικούς κατοίκους.

Ο φίλος μας τα ήξερε όλα αυτά, αλλά ήταν αποφασισμένος να πάει και να του ζητήσει να τον μεταφέρει στον κόσμο του μυαλού του με όποιο κόστος. Δεν άντεχε άλλο να τον θεωρούν όλοι γκρινιάρη, δεν άντεχε να βλέπει μόνο ο ίδιος όλα τα άσχημα γύρω του, δεν άντεχε που ένιωθε ότι κανείς, μα κανείς, δεν μπορούσε να τον καταλάβει, δεν άντεχε να νιώθει τόσο διαφορετικός.

Ξεκίνησε, λοιπόν, ένα πρωί για το σπίτι του Γεροντότερου με σκυμμένο το κεφάλι και τα δόντια σφιγμένα από αγωνία. Κάτι μέσα του τον έτρωγε παρ’ όλα αυτά συνέχιζε το δρόμο του. Όταν έφτασε, πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε τη βαριά ξύλινη πόρτα του σπιτιού. Από μέσα ακούστηκαν συρτά βήματα και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίστηκε στο κατώφλι ο Γεροντότερος.

-Γεια σου Τρουθ! Τι κάνεις εδώ; Συνέβη κάτι; ρώτησε ο Γεροντότερος τον φίλο μας βλέποντάς τον αμήχανο έξω από την πόρτα του.

-Ναι…θα ήθελα μια…χάρη, ψέλλισε ο Τρουθ.

-Έλα, έλα μέσα να μου πεις, έγνεψε ο Γεροντότερος

Όταν ο Τρουθ μπήκε στο σπίτι κάθισε προσεκτικά σε μια ξύλινη καρέκλα στεναχωρημένος.

-Τι συμβαίνει παιδί μου, γιατί είσαι τόσο προβληματισμένος; τον ρώτησε ξανά ο Γεροντότερος ανήσυχα.

-Να…ξέρεις…τόσα χρόνια, όλη μου τη ζωή, έχω αυτήν την παράξενη ικανότητα να βλέπω πέρα από τα καλά κι όλα τα άσχημα, τα δικά μου, του Μικρόκοσμού μας και των άλλων γύρω μου. Εγώ μάλλον ελάττωμα θα το έλεγα κι όχι δύναμη!

Όλοι γύρω μου χρησιμεύουν σε κάτι, περνάνε καλά, δεν τους νοιάζει τίποτε και μόνο εγώ βλέπω όσα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Νιώθω μόνος μου και μίζερος. Είμαι δυστυχισμένος, δεν κολλάω πουθενά.

Γι’ αυτό…θα ήθελα να με μεταφέρεις στον κόσμο του μυαλού μου, στον δικό μου κόσμο, όπου δε θα υπάρχει τίποτε άσχημο για να βλέπω κι έτσι ούτε εγώ θα στεναχωριέμαι ούτε οι άλλοι γύρω μου θα κουράζονται με αυτά που λέω, είπε ο Τρουθ με λαχτάρα, σχεδόν μέσα σε παραλήρημα.

-Τελείωσες; έκανε ο Γεροντότερος γαλήνια.

-Ναι…αποκρίθηκε παραξενεμένος ο Τρουθ. Περίμενε ότι ο Γεροντότερος θα αντιδρούσε πιο έντονα σε όσα του είχε μόλις πει.

-Αυτό που μου ζήτησες μπορείς να το κάνεις και μόνος σου, είπε ο Γεροντότερος με εξίσου γαλήνια και σταθερή φωνή.

– Τι; πετάχτηκε έκπληκτος ο Τρουθ.

– Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; ο Γεροντότερος εξακολουθούσε να μιλάει ήρεμα και να τον κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια με αφοπλιστικό εξερευνητικό βλέμμα.

– Ν..ναι, απάντησε διστακτικά ο Τρουθ.

– Πότε μπορεί κάποιος να κερδίσει έναν αντίπαλο; Όταν τον παρατάει και φεύγει φοβισμένος και κουρασμένος ή όταν κάθεται απέναντι του και τον αντιμετωπίζει μέχρι τέλους;

– Μα δεν…ξεκίνησε να λέει ο Τρουθ που δεν ήταν σίγουρος για το τι ήθελε να πει ο συνομιλητής του.

– Απάντησε μου, τον διέκοψε ο Γεροντότερος με ένα κοφτό νεύμα.

– Το δεύτερο, απάντησε υπάκουα ο Τρουθ.

– Για πες μου τώρα, αξίζει να παλεύεις για την αλήθεια η όχι;

– Αξίζει.

– Αξίζει περισσότερο μια όμορφη πραγματικότητα έστω κι αν απαιτεί κόπο για να χτιστεί ή ένα όμορφο ψέμα κι ας είναι ευκολότερο να το ζήσεις;

– Το πρώτο.

– Αξίζει να πας χαμένος εσύ, ακόμη κι αν ο κόσμος του μυαλού σου είναι ο παράδεισος ο ίδιος και μαζί με εσένα να χαθεί κι η ελπίδα του Μικρόκοσμου για μια όμορφη πραγματικότητα ή θα ήταν καλύτερο να μείνεις, να παλέψεις και πολύ πιθανό να κερδίσεις; Πρόσεχε γιατί μου έχεις ήδη απαντήσει πιο πριν, θυμάσαι;

– Σου έχω απαντήσει ήδη πιο πριν…επανέλαβε τώρα ο Τρουθ ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του σαν να είχε δει μόλις μια μεγάλη αλήθεια που έκρυβε μέσα του χρόνια.

– Έτσι μπράβο! Καθένας από εμάς είναι ταγμένος από τη φύση του αν θέλεις να φέρνει εις πέρας έναν ή περισσότερους σκοπούς. Στόχους. Γι’ αυτό και καθένας από εμάς έχει μια δύναμη ξεχωριστή και περισσότερες διαφορετικές ικανότητες ώστε χρησιμοποιώντας τη δύναμή του να προσφέρει ό,τι μπορεί για την εξέλιξη του Μικρόκοσμου.

Ποιος θα ήταν ικανότερος να βελτιώσει τα άσχημα του Μικρόκοσμου αν όχι αυτός ο οποίος τα βλέπει τόσο καθαρά; Δεν είσαι γκρινιάρης Τρουθ.

Μόνος σου μου είπες όταν ήρθες ότι δε βλέπεις μόνο τα κακά άλλα και τα καλά. Αυτό σημαίνει ότι βλέπεις ολόκληρη την εικόνα. Μπορείς να οραματίζεσαι έναν καλύτερο Μικρόκοσμο και μόνο αν μείνεις υπάρχει πιθανότητα να τον κάνεις πραγματικότητα.

Και τότε Τρουθ ο κόσμος του μυαλού σου δε θα είναι πια ένας φανταστικός κόσμος άλλα ο αληθινός. Ο ίδιος ο Μικρόκοσμος θα έχει γίνει ο κόσμος που ονειρεύεσαι! Kι έμενα δε θα με χρειάζεσαι πια. Αυτό, νομίζω, αξίζει περισσότερο από το ωραίο ψέμα σου, έτσι δε μου είπες;

– Ναι…Ναι! Έτσι σου είπα. Έχεις δίκιο Γεροντότερε, πώς μπόρεσα να λυγίσω, πώς μπόρεσα να μην το δω;! Εγώ, που υποτίθεται ότι βλέπω όλη την αλήθεια. Που βλέπω όλα τα άσχημα γύρω μου. Άφησα να με νικήσει το κακό που έχω εγώ ο ίδιος μέσα μου!

– Το δικό σου άσχημο Τρουθ ήταν ο φόβος. Το έβλεπες, το ήξερες ήδη. Αλλά δεν ήθελες να το παραδεχτείς. Το πρώτο βήμα έγινε. Τώρα κατάλαβες πια τι πρέπει να κάνεις.

Κι έτσι ο Τρουθ κατάλαβε ότι ήταν πολύ χρήσιμος για τον Μικρόκοσμο των μικροσκοπικών πλασμάτων κι από τότε δε σταμάτησε να αγωνίζεται για να τον κάνει ακόμη καλύτερο. Το αν τα κατάφερε ή όχι δε θα σας το πω.

Θα το ανακαλύψετε μόνοι σας όταν ακολουθήσετε κι εσείς το παράδειγμά του χρησιμοποιώντας τις…δικές σας μαγικές δυνάμεις. Ίσως τελικά να έχουμε κι εμείς από αυτές και να μην το έχουμε ανακαλύψει.

 

Γράφει η Έλλη Πράντζου

 

 

Διαβάστε επίσης

Close